Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος βρήκε αντίθετο κάθε χριστιανό – από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον Πάπα Φραγκίσκο ως τον τελευταίο πιστό. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο πως βρίσκει σύμφωνο κάθε μουσουλμάνο. Αρκεί, γράφει ο Μουσταφά Ακιόλ στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», να ανατρέξει κανείς στην ιστορία και στα ιερά κείμενα του Ισλάμ για να διαπιστώσει πως ακόμη και ο Προφήτης Μωάμεθ μάλλον θα διαφωνούσε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Συγγραφέας του βιβλίου «Reopening Muslim Minds: Α Return to Reason, Freedom and Tolerance», ο Μουσταφά Ακιόλ πιάνει το νήμα από τις απαρχές της θρησκείας του τον 7ο αιώνα. Ο Μωάμεθ, επισημαίνει, ήταν ιδρυτής μιας μονοθεϊστικής θρησκείας και έβλεπε τις άλλες δύο μονοθεϊστικές θρησκείες της εποχής, τον χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό, ως συμμάχους. Οταν λοιπόν οι πρώτοι μουσουλμάνοι εκδιώχθηκαν από την ειδωλολατρική Μέκκα, κάποιοι από αυτούς βρήκαν άσυλο στο χριστιανικό βασίλειο της Αιθιοπίας. Χρόνια αργότερα, όταν ο Μωάμεθ κυριάρχησε στη Μεδίνα, κάλεσε μια ομάδα χριστιανών από την πόλη του Νατζράν να λειτουργήσουν στο τέμενός του. Στη συνέχεια, υπέγραψε μια συμφωνία μαζί τους που έλεγε πως «κανένας επίσκοπος δεν θα εκδιωχθεί από την επισκοπή του, κανένας μοναχός από το μοναστήρι του, κανένας ιερέας από την ενορία του».
Σαφής αναφορά στον θρησκευτικό πλουραλισμό γίνεται και στο Κοράνι. Ο Θεός, λέει το ιερό κείμενο του Ισλάμ, «προστατεύει μοναστήρια, εκκλησίες, συναγωγές και τεμένη όπου μνημονεύεται το όνομά του». Ετσι μάλλον εξηγείται το γεγονός πως οι πρώτοι μουσουλμάνοι κατακτητές έκαναν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή: δεν άγγιξαν τους ναούς των υπόδουλων λαών. Στο ίδιο πνεύμα με τον Προφήτη κινήθηκε εξάλλου και ο δεύτερος διάδοχός του, ο Ουμάρ ιμπν αλ Χατάμπ ή χαλίφης, μετά την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ το 637.
Ο χριστιανός ιστορικός Ευτύχιος λέει πως όταν μπήκε ο χαλίφης Ουμάρ στην πόλη ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Σωφρόνιος τον κάλεσε να προσευχηθεί στην εκκλησία του Πανάγιου Τάφου. Ο Ουμάρ όμως αρνήθηκε λέγοντας πως μπορεί οι μουσουλμάνοι στο μέλλον να χρησιμοποιούσαν αυτή την προσευχή για να μετατρέψουν την εκκλησία σε τέμενος. Με άλλα λόγια, το Ισλάμ εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ χωρίς να την εξισλαμίσει. «Για αιώνες μετά την κατάκτησή της από τους μουσουλμάνους», γράφει ο ισραηλινός ιστορικός Οντέντ Πέρι, «στο αστικό τοπίο της Ιερουσαλήμ κυριαρχούσαν τα χριστιανικά δημόσια και θρησκευτικά κτίρια».
Η νομιμοποίηση της μετατροπής των εκκλησιών σε τεμένη δεν έρχεται από το Κοράνι ή τον Μωάμεθ, αλλά από μια ομάδα νομομαθών του Ισλάμ που, σύμφωνα με τον τούρκο ακαδημαϊκό Νετσμεντίν Γκιουνέι, «προσπαθούσαν πιθανότατα να δημιουργήσουν μια κοινωνία όπου θα ήταν έκδηλη η υπεροχή του Ισλάμ κατά την περίοδο των θρησκευτικών πολέμων». Κι έτσι φτάνουμε στην κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Κάνοντας χρήση μιας αμφιλεγόμενης ερμηνείας από τη Νομική Σχολή του Χανάφι, οι κατακτητές μετέτρεψαν την Αγία Σοφία και κάποιες ακόμη μεγάλες εκκλησίες σε τεμένη. Παράλληλα, όμως, έκαναν και πράγματα που αντιπροσωπεύουν περισσότερο τις αξίες του Ισλάμ: προσέφεραν πλήρη προστασία στους χριστιανικούς πληθυσμούς και υποδέχθηκαν τους Εβραίους της Ισπανίας που εξεδίωκε η Ιερά Εξέταση.
Σήμερα, συνεχίζει ο Μουσταφά Ακιόλ, οι Τούρκοι βρίσκονται αντιμέτωποι ξανά με τη διαχείριση αυτής της σύνθετης οθωμανικής κληρονομιάς. Για τους συντηρητικούς που συντάχθηκαν πίσω από τον Ερντογάν, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος είναι ένα είδος αναβίωσης της παλιάς αυτοκρατορικής δόξας. Για άλλους Τούρκους, ωστόσο, το μεγαλείο των Οθωμανών βρίσκεται στον πλουραλισμό τους – έναν πλουραλισμό που εδράζεται στην παράδοση του Ισλάμ.
Θα μετέτρεπε λοιπόν ο Μωάμεθ την Αγία Σοφία σε μουσουλμανικό τέμενος; Η απάντηση είναι «όχι». Το πολύ πολύ να έκανε αυτό που έχει προτείνει εδώ και χρόνια ο ίδιος ο Μουσταφά Ακιόλ: η Αγία Σοφία θα μπορούσε να φιλοξενεί τόσο τη χριστιανική λειτουργία όσο και τη μουσουλμανική προσευχή. Η τουρκική κυβέρνηση θα έπρεπε επίσης να ξανανοίξει τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, για την οποία ο Ακιόλ υπενθυμίζει πως είχε ανοίξει το 1844 επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν πέσει θύμα του κοσμικού εθνικισμού το 1971.