Φαινομενικά, είναι ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα που υπηρετεί τα υγειονομικά πρωτόκολλα που τέθηκαν σε εφαρμογή αυτό το καλοκαίρι. Πρόκειται για ένα μονόπρακτο δύο ρόλων, με μινιμαλιστικό σκηνικό και ένα πάντοτε επίκαιρο θέμα. Στην πραγματικότητα ωστόσο προέκυψε σαν δημιουργική ανάγκη πριν από τρεις σεζόν και μέχρι σήμερα συνεχίζει να κερδίζει το χειροκρότημα των θεατών γιατί αποδίδει γλαφυρά τη νεοελληνική πραγματικότητα και το ενδόμυχο όνειρο του νεοέλληνα να «πιάσει την καλή». Το «Τάβλι» λοιπόν, ένα από τα χαρακτηριστικά έργα του Δημήτρη Κεχαΐδη, περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά Λευτέρη Γιοβανίδη και το ρεσιτάλ ερμηνειών των Ιεροκλή Μιχαηλίδη και Γεράσιμου Σκιαδαρέση.
Αν και η παράσταση βρίσκεται πλέον σε μια ώριμη φάση της, για τους συντελεστές της οι καλλιτεχνικές προκλήσεις παραμένουν πολύ ζωντανές. «Συνήθως όταν ωριμάζουν οι ρόλοι βρίσκεις καινούργια στοιχεία τα οποία είναι πολύ λεπτές αποχρώσεις αλλά σημαντικές για κάθε παράσταση. Οσο κι αν έχεις δουλέψει στην πρόβα, η επανάληψη είναι μια άλλη διαδικασία εμβάθυνσης. Ανακαλύπτεις στοιχεία και γι’ αυτό και γίνεται ενδιαφέρον. Αν θεωρήσεις ότι είναι μια επανάληψη πραγμάτων που ήδη έχεις κατακτήσει, θα ήταν ανιαρό και πληκτικό να το κάνεις. Δεν είναι έτσι όμως. Με το “Τάβλι” ακόμα περισσότερο. Γιατί ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός, αυτός ο καθημερινός λόγος, έχει μια φαινομενική ευκολία που δεν είναι έτσι. Οταν πρέπει να αναμετρηθείς με έναν χαρακτήρα, για να εμβαθύνεις χρειάζεται χρόνος. Οπότε η πρόκληση στην τρίτη σεζόν πια είναι να φτάσουμε στο μεγαλύτερο βάθος τους χαρακτήρες μας» αναφέρει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μιλώντας στο «Νσυν».
Ενα παιχνίδι
Ο ίδιος υποδύεται τον Κόλια, ο οποίος μαζί με τον Φώντα, δυο φίλοι και κουνιάδοι, ένα ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα ονειρεύονται να στήσουν μια κομπίνα για να πετύχουν μεγάλα κέρδη και να μπουν στην υψηλή κοινωνία. Ζουν στο έπακρο το νεοελληνικό όνειρο, αν και το χτίζουν από ευτελή υλικά. «Το έργο είναι μια εκδοχή για τον νεοέλληνα αλλά δεν παύει να είναι ένα παιχνίδι. Γιατί το θέατρο είναι ένα παιχνίδι. Ούτε κοινωνική ούτε πολιτική ανάλυση. Νομίζω ότι αυτό είναι που σε ψυχαγωγεί κιόλας βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους επί σκηνής. Κι επειδή έχει και χιούμορ και ταυτόχρονα αυτή την πικρία για την αδεξιότητα και την ανοησία τους, γι’ αυτό μας είναι αναγνωρίσιμη. Αυτό το στοιχείο υπάρχει και δεν ξέρω αν είναι μόνο στους Ελληνες. Φαντάζομαι και σε όλους τους λαούς.
Οσοι σκέφτονται να αποκτήσουν πολλά πράγματα χωρίς καθόλου κόπο, κάνοντας μια κομπίνα, είναι κάτι συνηθισμένο. Ολοι το έχουμε σκεφθεί έστω και με όχι τόσο ανόητο τρόπο. Ή τόσο παράνομο. Ή τόσο κτηνώδη» τονίζει ο πρωταγωνιστής. Οι δυο χαρακτήρες, λαϊκοί, αυθεντικοί μα συνάμα κωμικοί και τραγικοί, σε κάθε τους κουβέντα βάζουν τον θεατή ενώπιον της νεοελληνικής πραγματικότητας.
«Εχει και λαμόγια πολύ καλά. Αυτοί δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Υπάρχουν και λαμόγια οι οποίοι τηρούν τα προσχήματα και έχουν κι ένα κοινωνικό άλλοθι. Οι ΜΚΟ, που εκμεταλλεύονται το Προσφυγικό αυτή τη στιγμή και κάνουν μπίζνες σε βάρος αυτών των ανθρώπων, δεν είναι οι ανάλογοι Κόλιες και Φόντες του σήμερα; Γιατί αυτοί δεν λένε “είσαι ξένος και θα σε εκμεταλλευθώ”. Αρχίζουν και λένε “τα δικαιώματά τους”, “εμείς θα τους βοηθήσουμε”, “είμαστε υπέρ τους” αλλά ταυτόχρονα βγάζουν πάρα πολλά λεφτά με αφορμή αυτό. Και δεν μιλάω μόνο για τους εμπόρους των ψυχών. Μιλάω και γι’ αυτούς που θα τους φιλοξενήσουν, θα πάρουν κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα νοικιάσουν σπίτια. Ολοι αυτοί δεν είναι λαμόγια οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο για να βγάλουν χρήματα;» επισημαίνει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης.
Για τις ανάγκες της παράστασης, ο ηθοποιός ανοίγει το τάβλι και στήνει τα πούλια. Στην πραγματική ζωή όμως, ποια είναι η σχέση του με το συγκεκριμένο παιχνίδι; «Θεωρητικά μπορώ να παίξω. Υπάρχουν πολύ καλύτεροι παίκτες από μένα που έχουν πάθος με το τάβλι. Εγώ δεν έχω τόσο μεγάλο. Επαιξα στα φοιτητικά μου χρόνια κι έκτοτε παίζω σε ένα μέτριο επίπεδο. Θα ήθελα πρώτα να παίξω με ανθρώπους που είναι συγκλονιστικά καλοί για να μάθω κι εγώ την τεχνική τους. Γιατί πρέπει να έχεις κι έναν τρόπο να προβλέψεις, έχει μια στρατηγική την οποία δεν την ξέρω, παίζω τυχαία στο ζάρι. Θα έλεγα να παίξω μια παρτίδα με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, γιατί ξέρω ότι έχει αρρώστια με το τάβλι, ή με τον παραγωγό Παναγιώτη Γεροδήμο, που είναι ταβλαδόροι και το απολαμβάνουν το σπορ. Στην πόκα, αντίθετα, βρίσκω λίγο μεγαλύτερη γοητεία, χωρίς να παίζω τακτικά, σε φιλικά ματς μόνο» καταλήγει ο ίδιος.