Οταν ο Νικόλαος Β’, τσάρος πασών των Ρωσιών, εγκατέλειψε τον θρόνο του με μια τυπική επιστολή, το ημερολόγιο έγραφε 15 Μαρτίου 1918 και η ζωή του δεν κινδύνευε. Η τσαρίνα Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα, μια γερμανίδα πριγκίπισσα, δεν τον αποστρεφόταν και τόσο, ενώ στους εχθρούς που είχε στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και τις πολεμικές τους διαθέσεις, ο Αλεξάντρ Κερένσκι, τότε υπουργός Δικαιοσύνης, απαντούσε: «Υπό την ιδιότητά μου του γενικού εισαγγελέα έχω το δικαίωμα να αποφασίσω εγώ για την τύχη του Νικόλαου. Αλλά, σύντροφοι, η Ρωσική Επανάσταση δεν βουτήχτηκε στο αίμα και εγώ δεν θα επιτρέψω να ατιμωθεί. Οχι, δεν θα γίνω ο Μαρά της Ρωσικής Επανάστασης». Την ίδια ώρα όμως που πρόφερε αυτές τις λέξεις, η προσωρινή κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει στη σύλληψη του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Ο Κερένσκι δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη σύλληψη. Στα απομνημονεύματά του, όμως, έγραψε πως απέσπασε την υπόσχεση ότι η αυτοκρατορική οικογένεια θα διέμενε στα θερινά ανάκτορα που είχε χτίσει για τη Μεγάλη Αικατερίνη ο ιταλός αρχιτέκτονας Μπαρτολομέο Ραστρέλι, αντί για το φρούριο των Πέτρου και Παύλου όπου οι τσάροι φυλάκιζαν τους αντιπάλους τους. Η υπόσχεση εκείνη όμως έμεινε υπόσχεση, ενώ επικράτησε η άποψη πως και η φυλακή των «υψηλών προσκεκλημένων» που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα δεν ήταν ασφαλής για τη ζωή των τσάρων και πως θα ήταν καλύτερα να απομονωθεί η οικογένεια όσο πιο μακριά γινόταν. Ετσι, επιλέχθηκε μια περιοχή στα περίχωρα της Αικατερινούπολης, στο ανατολικό άκρο των Ουραλίων, όπου οι τοπικοί επαναστάτες βρήκαν το σπίτι ενός εμπόρου που έμοιαζε κατάλληλο για την περίσταση.
Σε αυτό το σπίτι φαίνεται να έζησαν έως τις 5 Ιουλίου ο Νικόλαος, η Αλεξάνδρα, τα πέντε παιδιά τους, ένας γιατρός, ένας μάγειρας και κάποιος υπηρέτης. Στο μεταξύ, οι επαναστάτες είχαν συγκεντρώσει στοιχεία για να οδηγήσουν τον τσάρο στο εδώλιο. Δεν πρόλαβαν όμως επειδή ξέσπασε ο εμφύλιος ανάμεσα στους μπολσεβίκους και εκείνο το τμήμα των ενόπλων δυνάμεων που ήταν αποφασισμένο να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική τάξη. Σε κάποια από τις φάσεις του πολέμου, υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία οι Λευκοί προωθούνταν από τα ανατολικά πλησιάζοντας επικίνδυνα την Αικατερινούπολη. Τι θα είχε συμβεί εάν αναλάμβανε ο τσάρος τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων; Τι θα είχαν κάνει οι μεγάλες δυνάμεις εάν είχαν κληθεί να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα επαναστατικό κράτος στο οποίο θα κυριαρχούσαν οι μπολσεβίκοι και μια αυτοκρατορική οικογένεια που είχε συγγενικούς δεσμούς σχεδόν με όλη την ευρωπαϊκή οικογένεια;
Το ερώτημα τέθηκε στον Λένιν και εκείνος αποφάσισε πως οι Ρομανόφ έπρεπε να δικαστούν. Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια γνώμη. Ο Τρότσκι προτιμούσε μια δίκη όπως εκείνη που είχε επιφυλάξει το Παρίσι στον Λουδοβίκο ΙΣΤ, πριν τον παραδώσει, μαζί με τη σύζυγο και το παιδί τους, στην γκιλοτίνα. Αλλά ο Λένιν, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γκόρκι, ήταν μια «σκεπτόμενη γκιλοτίνα». Κι έτσι, έδωσε εντολή να εκτελεστούν, κάτι που συνέβη στο σπίτι του εμπόρου τη νύχτα της 17ης Ιουλίου.
Τώρα όμως είχε έρθει αντιμέτωπος με ένα άλλο πρόβλημα. Ο αυτοκρατορικός τάφος δεν θα έπρεπε να γίνει τόπος προσκυνήματος. Ετσι, οι σοροί κατακρεουργήθηκαν και θάφτηκαν σε ένα δάσος της περιοχής. Δεν πέρασαν ωστόσο παρά λίγα χρόνια για να αρχίσουν οι νοσταλγοί της αυτοκρατορικής Ρωσίας το ψάξιμο και να γίνει το σπίτι του έμπορου κάτι σαν τουριστικός προορισμός.
Πολλά χρόνια αργότερα, υπεύθυνος του κόμματος για τη ζώνη της Αικατερινούπολης ήταν ένας άνθρωπος που έμελλε να κυβερνήσει τη Ρωσία μια μέρα, ο Μπόρις Γέλτσιν. Ως τοπικός κομματάρχης πάντως διέταξε να σφραγιστεί το σπίτι του εμπόρου, ενώ θα έπρεπε να καταρρεύσει η Σοβιετική Ενωση για να αρχίσει ξανά το προσκύνημα. Αλλά τα οστά; Στη διάρκεια των χρόνων, γράφει η Κοριέρε ντέλα Σέρα, πραγματοποιήθηκαν πολλοί έλεγχοι για να εξακριβωθεί η ταυτότητά τους. Ο τελευταίος από αυτούς έγινε πριν από μερικές ημέρες και λένε πως τα λείψανα που είχαν βρεθεί το 2007 ανήκουν σε δύο από τα παιδιά του τσάρου, του Αλεξέι και της Μαρίας.
Αλλά τώρα το πρόβλημα δεν είναι του Λένιν, είναι του Πούτιν. Τι θα κάνει; Ενα μαυσωλείο ίσως; Εναν αξιοπρεπή τάφο σε ένα από τα μεγαλύτερα κοιμητήρια της Μόσχας ή της Πετρούπολης; Οχι πάντως στο κοιμητήριο που βρίσκεται κατά μήκος του τείχους του Κρεμλίνου όπου έχουν θαφτεί ο Στάλιν αλλά και κάποιοι από τους κορυφαίους του σοβιετικού καθεστώτος. Θα ήταν μάλλον περίεργο να θαφτεί το πιο διάσημο θύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης δίπλα στον θύτη του, δηλαδή τον Λένιν. Μια λύση θα μπορούσε να δώσει ο πατριάρχης της Μόσχας και φίλος του ρώσου προέδρου προσφέροντας μια θέση στον ναό του Σωτήρος. Ο τελευταίος λόγος σε κάθε περίπτωση ανήκει στον αιώνιο τσάρο της Ρωσίας. Τον Βλαντίμιρ Πούτιν.