Η μεμψιμοιρία γιατί η Ελλάδα χάνει επενδυτές είναι σίγουρα στη μόδα. Οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι διαχρονικές καθώς τα τελευταία 10 χρόνια λίγα πράγματα έχουν βελτιωθεί στη χώρα μας. Ωστόσο, φαίνεται πως οι επιχειρηματίες είναι θετικοί για επενδύσεις, αρκεί να γίνουν κάποιες διαρθρωτικές κινήσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι το νούμερο ένα κίνητρο ενός επενδυτή για να εισέλθει στην ελληνική αγορά είναι η ποιότητα ζωής. Οι εν δυνάμει επενδυτές διψούν εδώ και δεκαετίες για αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, στη γραφειοκρατία και στα θέματα της Δικαιοσύνης, θεωρώντας δε την Ελλάδα «παράδεισο», ως προς τη γεωγραφική της θέση. Σε συνδυασμό με τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο – που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια, την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας και την αξιοποίηση του πολυτιμότερου κεφαλαίου, δηλαδή του ανθρώπινου δυναμικού – η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει ελπίδες να αποκτήσει βάθος και να μην κολυμπάει μόνο στα ρηχά νερά του τρίπτυχου «ήλιος, θάλασσα, καφές».
Ενδεικτικό της ελληνικής παράνοιας είναι ότι το 2019 ήταν πιο δύσκολο να ξεκινήσει κάποιος μια επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα από ό,τι στη Βόρεια Μακεδονία και στη Βουλγαρία, με βασικότερο εμπόδιο τη φορολογία. Αν και τον τελευταίο χρόνο έγιναν κάποιες τροποποιήσεις στους κώδικες φορολογίας, π.χ. μείωση του συντελεστή εταιρικής φορολογίας στο 24% (από το 28%), η Ελλάδα έχει μεγάλη απόσταση ακόμα να διανύσει για να φτάσει τους ανταγωνιστές της.
Ως προς το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον η Ελλάδα συγκεντρώνει μόλις 35% θετικές απόψεις (ΕΥ 2020), αυξημένες σε σχέση με το 2019 (27%), αλλά αισθητά λιγότερες από τις αρνητικές (53%). Πρόκειται για μια από τις μεγάλες και διαχρονικές πληγές της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης και ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν καθημερινά ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις.
Στο άλλο αγκάθι που αφορά την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, το 2016 στην Ελλάδα ο απαιτούμενος χρόνος για την επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας έφθανε, την ίδια χρονιά, τις 670 ημέρες, έναντι 190 ημερών το 2010, καταδεικνύοντας μία αισθητή επιδείνωση μέσα σε μία εξαετία. Ενδεικτικός των δυσμενών επιδόσεων είναι ο απαιτούμενος χρόνος επίλυσης ιδίων υποθέσεων σε άλλα κράτη της ΕΕ, όπως η Ρουμανία (153 ημέρες), η Εσθονία (139 ημέρες), η Σλοβακία (130 ημέρες) και η Γαλλία (353 ημέρες).
Η τάση, πάντως, μεταξύ των επενδυτών αναδεικνύει την καινοτομία σε πρωταγωνιστή της επόμενης ημέρας. Σύμφωνα με στοιχεία του Enterprise Greece, ο αριθμός των start-ups στην Ελλάδα εκτιμάται σε περίπου 2.000, με τα αντληθέντα κεφάλαια άνω των 250 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με μελέτη του 2018, το 1/3 των νεοσύστατων επιχειρήσεων στην Ελλάδα δημιουργούν λογισμικό στον τομέα των υπηρεσιών (36,6%), με τα έσοδά τους να προέρχονται, κυρίως, μέσω πωλήσεων προς επιχειρήσεις ( 72,7%), ενώ το 25% των πωλήσεών τους αφορά εξαγωγές προς χώρες της ΕΕ (17,7% μ.ό. σε επίπεδο ΕΕ).
Τα πλεονεκτήματα
Κορυφαίο πλεονέκτημα της χώρας αναδεικνύεται η ποιότητα ζωής, με ποσοστό 81%, έναντι 83% πέρσι, όπου σχεδόν ένας στους δύο (49%) χαρακτηρίζει την Ελλάδα πολύ ελκυστική. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της ΕΥ (Attractiveness Survey Greece 2020), ως δεύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα, με θετικές γνώμες στο 69%, αναφέρονται οι υποδομές τηλεπικοινωνιών (67%). Οι ερωτώμενοι με παρουσία στην Ελλάδα εμφανίζονται πολύ πιο θετικοί (87%) έναντι όσων δεν έχουν επενδύσει στη χώρα (47%).
Παρά την αβεβαιότητα της πανδημίας, δύο στους τρεις επενδυτές (67%) εμφανίζονται πρόθυμοι να επενδύσουν, αν όμως αντιμετωπιστούν οι παθογένειες. Οι επιχειρηματίες ζητούν στήριξη της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας, η οποία φέτος είναι στην πρώτη επιλογή, με ποσοστό 38% από 25% πέρσι. Στα βασικά αιτήματα είναι η μείωση της φορολογίας (στη δεύτερη θέση με 36% από 49%), η βελτίωση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης (33%), η ενίσχυση της παιδείας και των δεξιοτήτων (31%). Πάντως, η υγειονομική κρίση φαίνεται να επηρεάζει τα σχέδια των επενδυτών αφού 50% δηλώνουν ότι δεν θα μεταβάλουν τα σχέδιά τους στην Ελλάδα, το 28% αναφέρουν ότι θα τα «παγώσουν» προσωρινά, 4% ότι θα τα περιορίσουν, 3% ότι θα τα ενισχύσουν και 6% ότι θα τα ματαιώσουν.
Οι επιχειρηματίες που έχουν αρνητική στάση και δεν θα εξέταζαν το ενδεχόμενο επένδυσης δίνουν δύο εξηγήσεις: ένας στους δύο ερωτώμενους (49%) δήλωσε ότι δεν τον ενδιαφέρει η ελληνική αγορά (λόγω του μικρού της μεγέθους), ενώ ένας στους τέσσερις (23%) ανέφερε ότι δεν θεωρεί την Ελλάδα ως την καταλληλότερη πύλη προς άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Πού επενδύουν
Στην πρώτη θέση παραμένει η δημιουργία γραφείων πωλήσεων ή μάρκετινγκ, με μειωμένο, όμως, ποσοστό (30%) σε σχέση με πέρυσι (40%), ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται η βιομηχανία, με ποσοστό 26%, έναντι μόλις 9% πέρυσι και ποσοστά μεταξύ 17% και 18% για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι αναλυτές θεωρούν το εύρημα για τον κλάδο της βιομηχανίας ενθαρρυντικό, αντανακλώντας μια στροφή των επενδυτών προς έναν τομέα κρίσιμο για την ελληνική οικονομία, με υψηλή προστιθέμενη αξία. Αν επιβεβαιωθεί, θα έχει δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, ύστερα από μια μακρά περίοδο αποβιομηχάνισης.
Σημαντικό, επίσης, ότι η εφοδιαστική αλυσίδα και τα logistics βρίσκονται στην τρίτη θέση, με σταθερό το ποσοστό προτιμήσεων στο 19%, υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο της Ευρώπης. Αποτελεί, όπως φαίνεται, συγκριτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, λόγω και της γεωγραφικής της θέσης. Ακολουθούν οι υπηρεσίες back office με ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 2019 (9% από 13%) και αισθητά χαμηλότερο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Πορτογαλία 22%, Βέλγιο 33%, Ευρώπη 14%).
Ο κλάδος του τουρισμού εξακολουθεί να συνδέεται στο μυαλό των επενδυτών με την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, όμως φαίνεται να «χάνει» σε επενδυτική προτίμηση. Στο ερώτημα ποιοι τομείς θα ενισχύσουν την ανάπτυξη της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια, ένας στους δύο επενδυτές (52%) αναφέρει τον τουρισμό μεταξύ των δύο κλάδων που θα πρωταγωνιστήσουν στην ανάπτυξη της χώρας, ενώ ως πρώτη επιλογή το ποσοστό μειώνεται στο 39%.
Τοποθετούνται αρκετά χαμηλά στην κατάταξη οι κλάδοι που αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν στη μετά COVID εποχή και που αποτελούν βασικούς πυλώνες του Ταμείου Ανάκαμψης: η ψηφιακή οικονομία (14%), η υγεία (14%) και η καθαρή τεχνολογία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (8%, αλλά αυξημένη από 2% στην περσινή έρευνα).
Στη δεύτερη θέση παραμένουν τα logistics και τα κανάλια διανομής (28% συνολικά και 13% ως πρώτη επιλογή, έναντι 22% και 8%, αντίστοιχα, πέρυσι). Ακολουθούν, στην τρίτη και τέταρτη θέση, με ποσοστά ελαφρώς αυξημένα σε σχέση με πέρυσι, οι δραστηριότητες του real estate και των κατασκευών (21%) και της ενέργειας και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (19%), ο οποίος περιλαμβάνει και τις κρίσιμες δραστηριότητες της διαχείρισης απορριμμάτων και υδάτινων πόρων.