Η ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών λόγω Covid-19 δεν ψηφιοποίησε μόνο τις χρηματο-οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές, αλλά μετασχημάτισε και την πολιτική δραστηριότητα (Κυβερνοπολιτική). Τα πολυάριθμα «Κοινωνικά Δίκτυα» (Social Media) έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς νέο τοπίο στη διακίνηση της πολιτικής πληροφορίας: Η Wikipedia αναφέρει ότι τον Δεκέμβριο του 2019, στο Facebook, υπήρχαν πάνω από 2,5 δισεκατομμύρια ενεργοί χρήστες, ενώ αντίστοιχα για το YouTube αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «από τον Φεβρουάριο του 2017, κάθε λεπτό ανέβαιναν 400 ώρες βίντεο, ενώ κάθε μέρα η παρακολούθηση των βίντεο σε παγκόσμια επίπεδο, ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο ώρες».
Το νέο ψηφιακό περιβάλλον όμως έδωσε παράλληλα και τη δυνατότητα για τη διεξαγωγή νέων μορφών πολέμου, του επονομαζόμενου και «Πληροφοριακού Πολέμου» (Information Warfare), που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του Υβριδικού Πολέμου (Hybrid Warfare). Ειδικότερα όσο αφορά την Ελλάδα, ο Υβριδικός – Πληροφοριακός Πόλεμος της Τουρκίας, που ξεκίνησε με την «Υβριδική Πολιορκία» στον εβρο και συνεχίζεται με την «Αγια-Σοφιά» και το «Ορούτς Ρέις», έχει ως βασικό του πυρήνα τις συνεχιζόμενες καθημερινές τουρκικές δηλώσεις και προκλήσεις, οι οποίες διαχέονται στα παγκόσμια ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα. Η πληροφοριακή αυτή πίεση, έχει ως βασικό σκοπό την αναζήτηση μιας αφορμής ή ενός λάθους, που θα οδηγήσει πιθανά σε ένα θερμό επεισόδιο και από εκεί και μετά στις πολυπόθητες για την Τουρκία διαπραγματεύσεις.
Η επιθετική αυτή τουρκική συμπεριφορά, όμως, είχε ως αποτέλεσμα και μια νέα τάση στα ελληνικά ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, όπου καταγράφτηκε ένας σημαντικά αυξανόμενος αριθμός αναρτήσεων (Post). Από τη μία, παρατηρήθηκε ένα ποσοστό πολιτών, οι οποίοι προωθούσαν την ψύχραιμη ανάλυση της κατάστασης και τις πιθανές επιπτώσεις μιας πολεμικής σύγκρουσης, ποστάροντας σωστές αναλύσεις από έγκυρες πηγές, συνοδευόμενες από εύλογες ερωτήσεις και σχόλια.
Από την άλλη, παρατηρήθηκε μια σοβαρή πόλωση απόψεων, από ομάδες (groups), που προσδοκούσαν μια άκρως επιθετική απάντηση στην τουρκική προκλητικότητα, ενώ κάποιες άλλες ομάδες (ειδικά προερχόμενες από την αντιπολίτευση) τόνιζαν χαρακτηριστικά την ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης στη διαχείριση κρίσεων, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τη διασπορά συγκρουόμενων πληροφοριών και τη γενική σύγχυση.
Στον γενικό αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, βασικό ρόλο είχε και η ευρεία δημιουργία ψευδών ειδήσεων (Fake news) από τα επονομαζόμενα «Κυβερνο-φαντάσματα» (Cyber Ghost) ή αλλιώς και «Ψηφιακούς Λύκους» (Digital Lone Wolfs).
Οι ψευδείς αυτές ψηφιακές πληροφορίες είχαν ως βασικό σκοπό όχι μόνο να αυξήσουν την πίεση, τον προβληματισμό και τον αποπροσανατολισμό της ελληνικής κοινής γνώμης, αλλά παράλληλα να δημιουργήσουν και αρνητικές εντυπώσεις τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη, για την εντός της Ελλάδος κατάσταση και για τις πολιτικές εξελίξεις. Σημαντική βοήθεια όμως σε αυτή την επιθετική κυβερνοπροπαγάνδα έδωσαν οι Ελληνες της διασποράς, με τη δυναμική προώθηση των πραγματικών ελληνικών θέσεων στα παγκόσμια ψηφιακά δίκτυα.
Οσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, είναι πλέον γνωστό ότι με ειδικές ομάδες και ψηφιακούς κομματικούς στρατούς έχουν ως βασικό σκοπό τον καθημερινό έλεγχο της διακινούμενης πολιτικής πληροφορίας και την αποτελεσματική διαχείριση της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας, με απώτερο στόχο την κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, τα επονομαζόμενα «ψηφιακά τρολ» (Cyber Trolls) τόσο εντός όσο και εκτός της Ελλάδος, αύξησαν την πίεση στην κυβέρνηση με την ευρεία χρήση κυβερνοπροπαγάνδας και Fake news, ενδυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο την άποψη ότι οι Κυβερνοσυγκρούσεις θα αυξάνονται συνεχώς λόγω της ψηφιακής διάχυσης σε πολλαπλούς πλέον δρώντες του διεθνούς συστήματος.
Σε επίπεδο «Εθνικής Ασφάλειας», αν και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ειδική κυβερνητική ομάδα ή κάποιο θεσμικό όργανο που να ασχολείται ειδικά με τον «Πληροφοριακό Πόλεμο» και την «Κυβερνοπολιτική – Ψηφιακή Διπλωματία», ο «Κυβερνοχώρος», αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητα ένα αναπόσπαστο και σύγχρονο εργαλείο, τόσο για την αποτελεσματική άσκηση της «Εξωτερικής Πολιτικής» όσο και για σωστή εφαρμογή της «Δημόσιας Διπλωματίας» (Digital Diplomacy and Nation Branding), στα πλαίσια της «Παγκόσμιας Κοινωνίας της Πληροφορίας» (Global Information Society).