Διαδοχικά δημοσκοπικά αποτυπώματα καταγράφουν μια σχεδόν αμετάβλητη τάση. Τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Την κυριαρχία της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Και παρά τα νούμερα και τις επιδόσεις των κομμάτων, έναν ακόμη ασθενή δικομματισμό που δεν έχει σχέση με εκείνον του τύπου 90s. Δηλαδή με βασικό στοιχείο την εναλλαγή στην εξουσία και τις μικρές διαφορές των δύο πρώτων. Είναι η χαμηλή αφοσίωση στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ που ανιχνεύει μια σειρά πολιτικών αναλυτών ή κάτι ακόμη πιο σύνθετο; Για να αποσαφηνίσουμε πως η παραπάνω πρώτη πραγματικότητα υποδηλώνει ασθενείς δεσμούς του κόμματος με τους ψηφοφόρους του, αν και η εποχή γενικά δεν ευνοεί κομματικότητες – με εξαίρεση κόμματα τύπου ΚΚΕ – και άρα αλλού θα πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες των ακόμη χαμηλών επιδόσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι επιτελείς της Κουμουνδούρου στο τραπέζι των δικών τους αναλύσεων έχουν σταθερά από πέρυσι το καλοκαίρι ένα δεδομένο για την εκλογική και όχι μόνον ήττα τους. Την κυριαρχία, την ανθεκτικότητα και τα χαρακτηριστικά ενός αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Το παραπάνω έχει απασχολήσει και την «επιτροπή σοφών» της Κουμουνδούρου. Μιλάμε για τους Αριστείδη Μπαλτά – Γιάννη Δραγασάκη – Θοδωρή Δρίτσα που είναι επιφορτισμένοι με τα κεντρικά κείμενα του κόμματος ενόψει και του τρίτου τακτικού συνεδρίου του φθινοπώρου. Στο πρώτο, τον τελικό απολογισμό που έχει παραδοθεί εδώ και καιρό, γίνεται αναφορά στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο ως αιτία βέβαια της εκλογικής ήττας του 2019.
«Στην επιλογή να ταυτιστούν οι τρεις κάλπες φαίνεται να συνέτεινε σημαντικά το γεγονός – φανερό εκ των υστέρων – ότι είχαμε συλλογικά υποτιμήσει τη συγκρότηση από «τα κάτω», εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου που αναφέραμε. Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί, ενώ οι δημοσκοπήσεις που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία».
Η ενοποίηση επιμέρους ρευμάτων δυσαρέσκειας – όπως μας λέει πεπειραμένο στέλεχος της Αριστεράς – ήταν κάτι που υποτιμήθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα. Αυτό φαίνεται πως στην πορεία ή και παράλληλα με τις μέρες των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ γιγαντώθηκε σε ένα κοινωνικό μέτωπο. Ελαβε και πολιτικά χαρακτηριστικά και εν πολλοίς εδώ βρίσκεται μία εκ των αιτιών όχι μόνον της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της νίκης της ΝΔ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εύστοχα, πήρε πάνω του όλο αυτό το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και κατάφερε γρήγορα να πείσει ως η μόνη εναλλακτική πρόταση που θα μετακινούσε το κόμμα της Κουμουνδούρου στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Βέβαια απαιτείται ένας σαφής διαχωρισμός.
Μεγάλο κλειδί
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο «εξωτερικού» είναι εκείνο το πολιτικό ρεύμα που πολύ πριν γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ εξουσία στεκόταν απέναντί του κριτικά και πολεμικά. Το μεγάλο όμως κλειδί για την καθήλωση του κόμματος είναι το ρεύμα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ «εσωτερικού». Εδώ μιλάμε για κοινωνικές συμμαχίες που ενώ εξαρχής πίστεψαν στα προτάγματα του Αλέξη Τσίπρα στην πορεία διέκοψαν κάθε δεσμό, πίστη και σχέση μαζί του. Πολιτικά αυτό μπορούμε κατ’ αρχάς να το οριοθετήσουμε απ’ το καλοκαίρι του 2015, όταν και ένα μεγάλο μέρος της τότε Αριστερής Πλατφόρμας αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω τρίτου Μνημονίου. Παράλληλα και άλλα στελέχη, μέλη, ψηφοφόροι που δεν ανήκαν στην Αριστερή Πλατφόρμα διαχώρισαν τη θέση τους λόγω της έκβασης του δημοψηφίσματος αλλά και λόγω της συνθηκολόγησης με τους δανειστές. Κοινωνικά πάλι, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο συγκροτήθηκε ευρέως μετά το καλοκαίρι του ’15. Σταθμός στις αναλύσεις των επιτελών της Κουμουνδούρου είναι το Ασφαλιστικό Κατρούγκαλου που φαίνεται σε μια πρώτη φάση να αποξένωσε ένα μέρος του εκλογικού σώματος.
Μπορεί το τότε λεγόμενο κίνημα της γραβάτας – επαγγελματιών, επιστημόνων – να αποδείχθηκε βραχύβιο, όμως επέφερε ένα πρώτο ρήγμα στις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τέτοια κοινωνικά κομμάτια. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι, βαθύτεροι. Η φορολογία στη μεσαία τάξη ή η κατάργηση του ΕΚΑΣ επίσης άθροισε δυσαρέσκεια. Εδώ προσθέστε κι ένα ιδιότυπο ύφος εξουσίας που διαδραμάτισε τον δικό του αρνητικό ρόλο – στο σημείο αυτό έχει αυτοτελή σημασία η αποστροφή ενός κόσμου στη συνύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Από το 2018, φαίνεται να μπετονάρεται το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα και να ενοποιείται κοινωνικά και πολιτικά. Η Συμφωνία των Πρεσπών μόνον επιταχυντής είναι μιας φθοράς και αποτυπώνει μια δυσαρέσκεια όχι τόσο στο περιεχόμενο της συμφωνίας όσο σε μια εικόνα εν κρυπτώ συνομολόγησής της.
Περισσότερο καθοριστικό ήταν το Μάτι και η τραγωδία του, όπως και ο χειρισμός των ημερών εκείνων με την ανεκδιήγητη συνέντευξη Τύπου για την απόδοση ευθυνών πάνω στο τραύμα. Γιατί όμως σήμερα αντέχει το εν λόγω πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα; Η στενή κομματική άποψη το αποδίδει σε κάποιου είδους μιντιακή υπεροπλία του Μητσοτάκη που κάνει αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση. Η πιο ευρεία ανάγνωση βλέπει πως σταθερά ακόμη ο κόσμος μετράει αρνητικά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αν όχι στο σύνολό της, σε μεγάλο της μέρος. Το παραπάνω επιτείνει η επί της ουσίας έλλειψη αυτοκριτικής ευρέως αλλά και ενός ειλικρινούς ανοίγματος στους πολίτες και όχι μια αμυντική και φοβική περιχαράκωση που τα αποδίδει όλα στον αντίπαλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πια κυβερνητική πείρα και, όπως λέει μια σειρά αναλυτών, δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν να μην κυβέρνησε ποτέ και άρα να μην έχει καμία ευθύνη για τον τόπο.