Ενα βρέφος μόλις 10 μηνών από την Αμφιλοχία και μια γυναίκα από την Τριταία Αχαΐας ήταν τα δύο τελευταία θύματα της εξαιρετικά επικίνδυνης αράχνης Latrodectus tredecimguttatus, γνωστής και ως «μαύρη χήρα», με τους ειδικούς να εστιάζουν όχι τόσο στα τσιμπήματα αυτά καθαυτά, αλλά στη συχνότητά τους, καθώς οι δύο επιθέσεις κατεγράφησαν σε διάστημα μόλις λίγων 24ώρων η μία από την άλλη. Επιπλέον, αμφότερα τα περιστατικά αφορούν περιοχές της Δυτικής Ελλάδας, γεγονός στο οποίο επίσης στέκονται οι ειδικοί, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος δυσανάλογης αύξησης του πληθυσμού του εν λόγω αρθρόποδου σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας.
Η «μαύρη χήρα», πάντως, δεν είναι κάποιο εξωτικό είδος, αφού, όπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο κτηνίατρος Γιώργος Παπαϊωάννου, συναντάται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μεσογείου γενικότερα, με τις επιθέσεις της, ωστόσο, να μην είναι συχνές. Σύμφωνα με τον ίδιο, το τσίμπημά της θα μπορούσε να επιφέρει μέχρι και τον θάνατο σε πιο ασθενείς οργανισμούς (ηλικιωμένους, ευπαθείς ομάδες, μικρά παιδιά, αλλεργικά άτομα): «Αυτό που διαφοροποιεί τη “μαύρη χήρα” από τις κοινές αράχνες που συναντάμε παντού είναι το πολύ ισχυρό νευροτοξικό δηλητήριο που εκκρίνει. Επίσης, το τσίμπημά της προκαλεί έντονο πόνο και σε ευαίσθητους οργανισμούς μπορεί να αποβεί μοιραίο αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα».
Οι πρώτες βοήθειες
Πέραν των παραπάνω, ωστόσο, ο Γιώργος Παπαϊωάννου περιγράφει πώς το δηλητήριο της «μαύρης χήρας» επηρεάζει μια σειρά από όργανα και λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού και αυτός είναι ο λόγος που η χορήγηση αντιδότου πρέπει να γίνεται πολύ γρήγορα. «Το νευροτοξικό δηλητήριο μπορεί να επηρεάσει το νευρικό σύστημα, την καρδιά και το στομάχι», λέει και συνεχίζει δίνοντας οδηγίες για τον τρόπο αντιμετώπισης του τσιμπήματος: «Ακολουθούμε τα ενδεδειγμένα βήματα για κάθε έκτακτη ανάγκη. Απευθυνόμαστε το συντομότερο, αν όχι σε ιατρό ή νοσοκομείο, τουλάχιστον σε φαρμακοποιό. Στην περίπτωση του βρέφους και της γυναίκας εστάλη άμεσα αντιαραχνικός ορός από την Αθήνα. Αυτό διότι από τη στιγμή που το δηλητήριο επηρεάζει το νευρικό σύστημα και την καρδιά, δύναται να αφήσει κάποια μόνιμη βλάβη.
Σε περίπτωση που είμαστε μόνοι μας, περιορίζουμε το σημείο του σώματος που μας έχει τσιμπήσει. Αν, για παράδειγμα, είναι το πόδι ή το χέρι, σφίγγουμε το σημείο ώστε να μην κυκλοφορήσει στο σώμα το δηλητήριο και εν συνεχεία πλένουμε σχολαστικά την πληγή. Εναλλακτικά – αλλά αυτό απαιτεί μια σχετική οργάνωση – υπάρχουν ειδικές βεντούζες που εφαρμόζουν γύρω από το σημείο του τσιμπήματος και ρουφούν το δηλητήριο σε τέτοιο βαθμό που περιορίζουν δραστικά την επίδρασή του. Η παροχή ιατρικής φροντίδας από εξειδικευμένο προσωπικό, όμως, αποτελεί σίγουρα την ασφαλέστερη λύση».
Από το 2011
Για να βρει κάποιος προηγούμενα περιστατικά τσιμπημάτων από «μαύρη χήρα» και μάλιστα σε χρονική πυκνότητα, πρέπει να ανατρέξει τουλάχιστον εννέα χρόνια πίσω, στο 2011, όταν είχαν καταγραφεί τρία, χωρίς και πάλι να επιφέρουν κάποιον θάνατο. «Πιθανότατα να υπήρχαν και άλλα που ποτέ δεν κατεγράφησαν ως τέτοια επειδή το θύμα δεν ήταν σε θέση να διακρίνει το είδος της αράχνης, μια και υπάρχουν και άλλα είδη που τσιμπάνε τον άνθρωπο. Το χαρακτηριστικό που την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες, όμως, είναι το χρώμα της. Πρόκειται για μια κατάμαυρη αράχνη. Δύο τσιμπήματα από “μαύρη χήρα” σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, πάντως, είναι ανησυχητικά και θα μπορούσαν να αποτελέσουν καμπανάκι για έλεγχο πιθανής αύξησης των πληθυσμών της» καταλήγει ο Παπαϊωάννου.