«Αν ξυπνήσω λυπημένος, τότε έχω 15 ώρες μπροστά μου που νιώθω λυπημένος κι έπειτα πέφτω στο κρεβάτι ακόμα πιο λυπημένος»
Έτσι λιτά και ωμά περιγράφει την τροπή που, λόγω κοροναϊού, έχει πάρει η ζωή του, ο βρετανός Στίβεν Λίντελ. Πάσχει από χρόνιο άσθμα κι έτσι βρίσκεται κλεισμένος στο σπίτι του εδώ και περίπου 6 μήνες.
Το lockdown τον προστατεύει μεν από τον κοροναϊό, ταυτόχρονα όμως τον εκθέτει σε μια άλλη σοβαρή ασθένεια.
«Τις περισσότερες ημέρες είμαι θλιμμένος ή πεσμένος. Δεν μπορώ να δω φως στο τούνελ. Περνάω πολλές από τις μέρες μου ευχόμενος απλά να πεθάνω, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να περιμένω. Δεν με βοηθάει κανείς και κανείς δεν φαίνεται να νοιάζεται», δηλώνει στο Sky News.
Ο Λίντελ μετακόμισε σε μια περιοχή κοντά στο Γουότφορντ, 30 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Λονδίνου, στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου.
Αντι όμως να εξερευνήσει την καινούρια του γειτονιά και να κάνει νέους φίλους, υποχρεώθηκε να κλειστεί στο νέο του σπίτι και να παραμένει αποκομμένος από τον έξω κόσμο, εδώ και σχεδόν μισό χρόνο. Σήμερα νιώθει πως είναι φυλακισμένος.
«Είναι σαν να βρίσκομαι καταδικασμένος σε απομόνωση, χωρίς όμως να έχω κάνει κάτι κακό»
Ο Λίντελ είναι ξεναγός και αγαπά τόσο πολύ τη δουλεία του, που από το 2013 δεν είχε πάρει ούτε μία ημέρα ρεπό. Η πανδημία του κοροναϊού όμως έφερε στη ζωή του τα πάνω κάτω. Μέχρι τον Μάιο του 2021 δεν υπάρχει περίπτωση να εργαστεί.
Η έλλειψη ανθρώπινης επαφής τον οδήγησε σε βαριάς μορφής κατάθλιψη, η οποία επιδεινώθηκε από τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Αν και είναι αυτοαπασχολούμενος, δεν πληροί τα κριτήρια για να λάβει κρατική οικονομική ενίσχυση και καθώς δεν είχε αποταμιεύσεις, πρόσφατα ξεκίνησε να επισκέπτεται τράπεζες τροφίμων.
Ο Λίντελ, από το lockdown και μετά έχει μιλήσει σε μόλις 5 άτομα και δυστυχώς δεν μπόρεσε να βοηθηθεί ούτε από τις εθελοντικές γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης.
«Κάλεσα δύο ή τρεις φορές, αλλά πάντα το έκλεινα. Δεν θέλω να επιβαρύνω τους ανθρώπους. Κι επειδή δεν έχω μιλήσει σε κανέναν, αν ξεκινούσα να λέω σε όλους τα προβλήματά μου θα ήταν μια πολύ μεγάλη λίστα»
Η θλιβερή ιστορία του Λίντελ, δεν είναι η μοναδική. Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπάθ από τους 800 συμμετέχοντες, περίπου το 1/4 εμφάνισε σοβαρά αυξημένο άγχος και κατάθλιψη, προερχόμενα από το lockdown και την απομόνωση.
Σχεδόν το 15% των συμμετεχόντων άγγιξαν κλινικά επίπεδα αγχώδους διαταραχής σε σχέση με την υγεία τους, έχουν έντονο φόβο δηλαδή ότι θα προσβληθούν από κάποια σοβαρή ασθένεια παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των γιατρών. Το ποσοστό αυτό, την περίοδο του lockdown, είναι τριπλάσιο των φυσιολογικών επιπέδων.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα, που κατέταξαν τους εαυτούς τους στην κατηγορία των ευπαθών ομάδων, κατέγραψαν διπλάσιους δείκτες άγχους απ’ ό,τι ο γενικός πληθυσμός.
Η δρ. Χάνα Ρέτι, από το τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Μπαθ αναφέρει:
«Νομίζω ότι θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τις κοινωνικές υπηρεσίες, να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να στηρίξουμε καλύτερα τους ανθρώπους αυτήν την περίοδο, γιατί πιθανότατα αυτοί που χρειάζονται βοήθεια είναι περισσότεροι»
Η συγκεκριμένη έρευνα είναι η πρώτη που εξετάζει το πώς αντιμετωπίζουν ο άνθρωποι την πανδημία του Covid-19.
«Αυτοί που παλεύουν με ζητήματα ψυχικής υγείας, είναι πιθανότερο να χρησιμοποιήσουν στρατηγικές συμπεριφοράς που η έρευνα θα χαρακτήριζε ως μη βοηθητικές, όπως το να κατηγορούν τον εαυτό τους ή να έχουν άρνηση, οπότε προσπαθώντας να διαχειριστούν τις δυσκολίες, τις κάνουν ακόμα χειρότερες»