Το σάστισμα της περασμένης άνοιξης και η αυτοαπομόνωση έδωσαν το υλικό για έναν ψηφιακό δίσκο. Η «Μικρή ανθολογία δωματίου» γίνεται αφορμή για να συναντηθεί η δική του δημιουργία με όσα αγαπά. Με μαντολίνο, κιθάρες και κάτι ταλαιπωρημένες φυσαρμόνικες, όπως λέει ο Μανώλης Φάμελλος, παρουσιάζει 12 τραγούδια, ανάμεσα στα οποία είναι και των Διονύση Σαββόπουλου, Γιάννη Σπανού, Γιώργου Ζαμπέτα, Μιχάλη Σουγιούλ, Γιάννη Παπαϊωάννου. Κάθε ένα έχει τη δική του ιστορία και ο δημιουργός του δίσκου μας την παρουσιάζει.
Το τέλος του κόσμου, Μανώλης Φάμελλος
Το τέλος του κόσμου δεν είναι ένα αστείο, υποστηρίζει το τραγούδι, άραγε το έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό; Το τραγούδι όμως είναι, ή προσπαθεί τουλάχιστον, να το διασκεδάσει, συγχωρέστε μου την όποια πικρία το συνοδεύει. Είναι εμπνευσμένο από την επιδημία του 2003 που δεν μας χτύπησε την πόρτα και άλλα πιθανά και απίθανα κοσμικά ατυχήματα και αφιερωμένο στην πάλαι ποτέ (αποδεκατισμένη πια) παρέα που απολάμβανε να σχολιάζει (αλλά και να επινοεί) σενάρια ολικής καταστροφής. Φορείς κάποιας συλλογικής ενοχής άραγε ή μια ανάγκη ριζικής αποδόμησης των πάντων; Λοιπόν αυτό χωράει πολλή συζήτηση και ο χρόνος τελειώνει… ορίστε τώρα παιδιά, τι καταλάβατε;
Είδα την Αννα κάποτε, Διονύσης Σαββόπουλος
Αυτό είναι στο ρεπερτόριό μου ήδη από τις σχολικές εκδρομές και όπως ανακάλυψα πρόσφατα (από πρώτο χέρι μάλιστα), με τον δημιουργό κάθε πρωί παίρναμε τον ίδιο δρόμο για το ίδιο σχολείο. Εγώ από την άλλη άκρη του νήματος δύο δεκαετίες μετά και στο κλίμα των εισαγωγικών άκουγα τα βήματα της Αννας, ήταν ένα διαμέρισμα εποχής και ήθελα να τρέξω να την προφτάσω προτού χαθεί για πάντα στη μαγική δεκαετία.
Κυριακές στην πόλη, Μανώλης Φάμελλος
Που (εδώ) είναι η Αθήνα κι εγώ επαρχιώτης αλλά όχι ακριβώς, γιατί εδώ γεννήθηκα και τώρα επιστρέφω, ενώ η σκόνη από τον μεγάλο σεισμό τον νεότερο δεν έχει καθίσει και στο δωμάτιο που κοιμάμαι μια ρωγμή στον τοίχο θέλει να με καταπιεί. Στην τηλεόραση παίζουν επίκαιρα και έξω από το παράθυρό μου περνά μια φάλαγγα της ΕΟΝ τραγουδώντας «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;». Ναι, γιατί; …εγώ αναρωτιέμαι ακόμα.
Μονόλογος για δύο, Μανώλης Φάμελλος
Ιδια πόλη, άλλο προάστιο και ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός τρελού (εμού του ιδίου) το συγκεκριμένο, φανταστείτε μια μάλλον αστεία φιγούρα που πάει μονολογώντας και σκηνοθετεί παράλληλα έναν φανταστικό διάλογο με τον αόρατο, ερωτικό του αντίπαλο που παραμονεύει στο (μέσα) σκοτάδι, όπως γράφτηκε άλλωστε, κάτω από ένα φεγγάρι πριν από λίγα φεγγάρια, σε μια τακτική εξόρμηση στο άγνωστο, σύντομες στάσεις βαθιάς περισυλλογής κάτω από λάμπες δρόμου κι έπειτα ξανά εμπρός, πίσω… ποιος ξέρει;
Αν μ’ αγαπάς, Γιάννης Σπανός,Τάκης Καρνάτσος
Θεσσαλονίκη, τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα τραγούδι που άφησε πίσω την εποχή του. Εγώ τότε τυχαίος ακροατής από ένα οικογενειακό πικάπ και από τα ραδιοκύματα επίσης να θαυμάζω και να αναρωτιέμαι για όλα, τα λόγια, την ορχήστρα και τη φωνή που είναι μελαγχολική αλλά και κάπου χαμογελά και πώς μπορεί λοιπόν να στέκεται έξω από αυτό αλλά να μη φεύγει από μέσα του ποτέ;
Θα καθόμουνα πλάι σου, Μιχάλης Σουγιούλ, Αλέκος Σακελάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος
Μικρό αλλά μεγάλο τραγούδι, από τα φαινομενικά αθώα (αλλά καθόλου κατά βάθος), που κάποτε το ρεύμα της εποχής μας παίρνει μακριά για να μας επιστρέψει σε αυτά τα μουσικά εκμαγεία κλασικής ομορφιάς. Ισως με έναν υπαινιγμό μεταμέλειας, όπως χλωμή και μεταμελημένη επιστρέφει κι εκείνη μέσα σε ένα άριστα φιλοτεχνημένο και χαριτωμένα «πένθιμο» σκηνικό με την απαραίτητη βροχούλα φυσικά…
Τα δειλινά, Γιώργος Ζαμπέτας, Χαράλαμπος Βασιλειάδης
Οπου η ναρκισσιστική ταύτιση με το αντικείμενο δεν θεραπεύεται μέσω της ανάλυσης και η καμπάνα της καρδιάς εξακολουθεί να χτυπά πένθιμα, μπορούμε να ανασκευάσουμε με τη βοήθεια αυτής της ουράνιας μελωδίας που παίζει σε μια ερημιά από ένα ραδιόφωνο με μπαταρίες και στο βάθος της νύχτας όταν σβήσουν κι αυτές, μια φωνή εξακολουθεί να σου ψιθυρίζει μυστικά…
Πόσα μου φύλαγες, Μανώλης Φάμελλος, Νίκος Ζιώγαλας
Σε στίχους του Νίκου Ζιώγαλα, αν και εγώ έγραψα τον πρώτο στίχο και αυτός την τελευταία νότα, φωτεινή αναλαμπή και των δύο συντελεστών μετά από παρατεταμένη υπνοθεραπεία (ή αλλιώς δημιουργική κραιπάλη) μετά από πολλές άκαρπες αλλά ιδιαίτερα διασκεδαστικές προσπάθειες, και αυτό από το σεισμικό 1999, που επέφερε τεκτονικές αλλαγές στον χαριτωμένο μου μικρόκοσμο…
Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη, Βασίλης Τσιτσάνης
…Εκείνη ίσως να περνούσε τακτικά από το Ουζερί της Παύλου Μέλα (αν και το τραγούδι είναι μεταγενέστερο) από όπου περνάω κι εγώ όταν όλα είναι κλειστά αλλά προφταίνει κανείς με τη φαντασία του να τα ξαναζήσει όλα (συνεχίζεται).
Σκοτεινή πόλη, Μ. Φάμελλος
…Εδώ στην πόλη που μεγάλωσε γιατί όλα είναι ζήτημα προοπτικής κι εδώ στέκομαι συχνά ξανά κοιτάζοντας πίσω, ενώ η ομίχλη μπαίνει στα μάτια μου, ενώ σε αναζητάω και μαζί φοβάμαι μήπως σε βρω.
Οταν κοιτάζω εσένα, Μ.Φάμελλος
Με τα μάτια κλειστά και σε στάση προσευχής αυτό έκανε την πρώτη του εμφάνιση ένα ανέμελο σχετικά καλοκαίρι. Ωρες ξεκούρασης στη σκιά, όπου προσπαθείς να φανταστείς ένα μέλλον, ή μήπως να το θυμηθείς;
Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, Γιάννης Παπαϊωάννου
Και κάτι που, όπως σου συμβαίνει συχνά, σχεδόν είχες παρακούσει ενώ θα είχες παραπιεί σε μια εξοχική ταβέρνα, αρκετές ζωές πριν. Ο άνδρας του ζεύγους απαραίτητα με την κλασική πιτζάμα με τη μορφή του συνθέτη ή του στιχουργού φαντάσου, που αντίθετα από εσένα έγραφε αβίαστα. Σαν τελευταίο τραγούδι θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν επίλογος στον μονόλογο· ή καλύτερα σαν πρόλογος του ονείρου…