Σφοδρή επίθεση στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τη διαχείριση της πανδημίας του κοροναϊού εξαπολύει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας «κατηγορώντας τον πως «κατάφερε μέσα σε τρεις μήνες να μετατρέψει την αρχική υγειονομική επιτυχία των πολιτών σε φιάσκο», ενώ μιλάει για «κραυγαλέα αδυναμία της κυβέρνησης να βάλει ένα φρένο στην καταστροφή».
Σε συνέντευξη που έδωσε στο ieidiseis.gr, ο κ. Τσίπρας αρνείται ότι η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας οφειλόταν στα μέτρα της κυβέρνησης (κάνει λόγο για «αρχική υγειονομική επιτυχία των πολιτών») και επικρίνει τον πρωθυπουργό ότι βιάστηκε να «παρουσιάσει ένα κλίμα οριστικής επιτυχίας και επιστροφής στη κανονικότητα» καθώς και ότι υπήρξε «βουλιμικός στη προσπάθεια πολιτικής κεφαλαιοποίησης της αρχικής υγειονομικής επιτυχίας» αγνοώντας τους ειδικούς.
Η κυβέρνηση «είναι σαν ένα άδειο κουτί με εξαιρετικά φανταχτερό περιτύλιγμα που κάποια στιγμή ανοίγει και η απογοήτευση είναι σοκαριστική» λέει χαρακτηριστικά.
Μετά την άρση του lockdown «έχουμε γίνει μάρτυρες πρωτοφανών αντιφάσεων και παλινωδιών» αναφέρει ο τέως πρωθυπουργός καταλογίζοντας στην κυβέρνηση «απίστευτο ερασιτεχνισμό» στο άνοιγμα του τουρισμού.
«Άνοιξαν όπως να ‘ναι και χωρίς σοβαρά και ενιαία πρωτόκολλα για όλες τις πύλες εισόδου», λέει και προσθέτει πως αν ζητούσαν αρνητικό τεστ για κάθε επισκέπτη θα αποτελούσε ισχυρό κίνητρο τουρισμού, γιατί, θα εξασφάλιζε στον τουρίστα ότι επισκέπτεται μια χώρα ασφαλή υγειονομικά για τις διακοπές του.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επικρίνει την κυβέρνηση και για το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη του, εξέπεμψε αντιφατικά μηνύματα (κατάργηση-επαναφορά μάσκας, μείωση-αύξηση πληρότητας πλοίων, πρόστιμα-μείωση δρομολογίων ΜΜΜ), «καταστρέφοντας στη συλλογική συνείδηση το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης για τη διατήρηση μέτρων προστασίας».
«Εργαζόμενοι και μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι χαμένοι της κρίσης»
«Δεν μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται ότι η μεγάλη κρίση που βιώνει ήδη η ελληνική κοινωνία, ξαφνικά όχι μόνο θα υποχωρήσει αλλά θα δώσει τη θέση της σε κάποιο οικονομικό θαύμα», είπε ο κ. Τσίπρας για τις εκτιμήσεις για την οικονομία το 2021.
Προσθέτει ότι η στροφή προς την ανάπτυξη «δεν προϋποθέτει την πλήρη διάλυση της εργασίας και νέο μαχαίρι στους μισθούς, όπως κάνει με πρόσχημα την πανδημία η κυβέρνηση».
Ο τέως πρωθυπουργός επαναλαμβάνει ότι επί των ημερών του, παρά τις δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες, η χώρα έφτασε να έχει 12 συνεχόμενα τρίμηνα σε αναπτυξιακή τροχιά, την οποία ο ίδιος θεωρεί πως «σταμάτησε η ΝΔ» επειδή «επέλεξε να επαναφέρει ένα μοντέλο άκρατης στήριξης των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, των εργαζομένων…» και έτσι «τα αρνητικά αποτελέσματα ήταν ήδη ορατά από το φθινόπωρο», πολύ πριν τo lockdown.
Ο κ. Τσίπρας σημειώνει ότι «οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι μπροστά στο φάσμα μιας αναβίωσης της σκληρής περιόδου 2012-2014» και εμφανίζεται βέβαιος πως η κυβέρνηση θα φέρει «ένα νέο κύκλο λιτότητας, ο χρόνος του οποίου εξαρτάται από το πότε θα αποφασίσουν στην ΕΕ να σταματήσουν τη λεγόμενη ρήτρα διαφυγής και να επανέλθουμε στη κανονικότητα του Συμφώνου Σταθερότητας».
Εκτιμά ότι ο κ. Μητσοτάκης «ήδη προετοιμάζεται και προετοιμάζει τη κοινή γνώμη για νέα μέτρα λιτότητας», παραπέμποντας σε αναφορά του στη Βουλή περί περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων, στη συζήτηση για τα αναδρομικά των συνταξιούχων. Ο κ. Τσίπρας χαρακτηρίζει το κούρεμα των αναδρομικών απόφαση «καταφανώς αντισυνταγματική» και εκτιμά ότι αύριο αυτή η «συνταγή» δε θα αφορά μόνο τους συνταξιούχους, αλλά όλους τους μισθωτούς και φορολογούμενους.
«Βαθιά οπισθοδρομικές οι προτάσεις της έκθεσης Πισαρίδη»
Ο κ. Τσίπρας ισχυρίζεται ότι οι βασικοί άξονες της έκθεσης Πισσαρίδη είναι «προτάσεις που αποτελούν μια συνταγή από τα παλιά και πιο συγκεκριμένα προτάσεις ιδιαίτερα δημοφιλείς στους τεχνοκράτες του ΔΝΤ» και θεωρεί πως αυτό το μίγμα πολιτικής «δεν οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη αλλά σε ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση των ανισοτήτων».
Χαρακτηρίζει τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις «βαθιά οπισθοδρομικές» που αν εφαρμοστούν «η Ελλάδα θα μοιάζει να κινείται με ταχύτητα προς τα πίσω».
Σημειώνει ότι για να αξιοποιηθεί το ευρωπαϊκό πακέτο απ’ το Ταμείο Ανάκαμψης, απαιτούνται δέσμες μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων «που θα υπηρετούν τη στροφή προς ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης μέσα σε ένα σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον», και που θα πρέπει να αναδείξουν έργα σε τομείς με την υψηλότερη δυνατή προστιθέμενη αξία στην οικονομία, υπηρετώντας πραγματικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες. Να αφορούν κλάδους και τομείς στους οποίους η χώρα διαθέτει ένα δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα (αγροτοδιατροφικός τομέας, κτηνοτροφία, ενέργεια, επιλεγμένοι μεταποιητικοί κλάδοι, τουρισμός, υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμός).
Εκτιμά ότι η κυβέρνηση δεν έχει την πρόθεση να ξεκινήσει έναν τέτοιο συμμετοχικό αναπτυξιακό σχεδιασμό «και το μόνο που θα επιχειρήσει είναι να αξιοποιήσει τα κονδύλια ως ευκαιρία για μνημονιακού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις χωρίς τυπικά να έχουμε μνημόνια». Γι’ αυτό, δηλώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει ανεξάρτητα και πως ήδη έχει ζητήσει από τη Λούκα Κατσέλη να φέρει «πρόταση – σχέδιο, για να οργανώσουμε αυτόν τον πλατύ και ανοιχτό διάλογο με τη κοινωνία των πολιτών και τους φορείς της».
Είπε ότι θα τη θέσει υπ΄όψιν των συλλογικών οργάνων, ώστε να στελεχωθούν οι σχετικές ομάδες εργασίας τόσο με στελέχη του κόμματος όσο και με ευρύτερους επιστήμονες. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα γίνει πολύ σοβαρή δουλειά, «ώστε μόλις αναλάβουμε ξανά, να είμαστε έτοιμοι να καταργήσουμε και να αντικαταστήσουμε ξεπερασμένες και αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις με αυτές που πραγματικά έχει ανάγκη η κοινωνία και η οικονομία για να αναπτυχθεί δίκαια και ισόρροπα. Με ένα ολιστικό σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης και ψηφιακής μετάβασης».
Σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης σημειώνει μεταξύ άλλων πως το κρίσιμο ερώτημα της Συνόδου «δεν ήταν πόσα θα πάρει ο Βορράς και πόσα ο Νότος, αλλά αν αφορά όλους το ίδιο η βιωσιμότητα και η συνοχή της ευρωζώνης» και πως η αντιστροφή της αναλογίας πιστώσεων – επιδοτήσεων, προς όφελος των πιστώσεων, «είναι μια πολύ κακή είδηση, που αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από τη πρόσφατη κρίση».
Τονίζει ότι από μόνη της η απόφαση δεν αρκεί για να αποφευχθεί μια νέα κρίση χρέους και πως το ζήτημα είναι «αν αυτή η πολιτική της έκδοσης αμοιβαίου χρέους θα είναι μια επιλογή έκτακτης ανάγκης χωρίς συνέχεια ή θα αποτελέσει δομική στροφή». Εκτιμά ότι αν δεν γίνει αυτό, δεν θα αντέξει μια νομισματική ένωση χωρών που το ΑΕΠ τους θα αποκλίνει τα επόμενα χρόνια συστηματικά.