Λένε πως ένας βάρδος παλιός, ο Στησίχορος, έξι γενιές πριν από τον Ευριπίδη, σε ένα ποίημά του κατηγόρησε την Ελένη ότι άφησε τον άντρα της για τον Πάρη και με την αμαρτία της αυτή κατέστρεψε τόσο την Ελλάδα, όσο και την Τροία. Όμως, η Ελένη μετά το θάνατό της έγινε θεά. Γι’ αυτό, τη στιγμή που έγραψε το άδικο αυτό ποίημα ο Στησίχορος, έμεινε τυφλός. Και μετάνιωσε. Και έγραψε καινούριο. Καινούργιο ποίημα. Καινούργιο τραγούδι.
Σε αυτό ανασκεύασε τις κατηγορίες του, χρησιμοποιώντας τον αρχαίο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο στην Τροία δεν πάτησε ποτέ η Ελένη, αλλά η σκιά της. Ενώ την ίδια τη φυγάδευσαν οι θεοί στην Αίγυπτο, όπου περίμενε τον Μενέλαο να γυρίσει από την Τροία και να φύγουνε μαζί για την πατρίδα. Και με το που το γράφει το καινούριο αυτό τραγούδι ο Στησίχορος, ξαναβρίσκει αμέσως την όρασή του.
Αυτό το μύθο χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη της η Ιόλη Ανδρεάδη παρουσιάζοντας την παράσταση «Ελένη του Ευρυπίδη ή η ανασκευή του Στησιχόρου» στις 16 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων. Το έργο παρουσιάζεται σε work in progress μορφή στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Αρχαίου Δράματος του Φεστιβάλ Φιλίππων 2020. Στην εκδοχή αυτή της Ελένης του Ευριπίδη για μία ηθοποιό, η Ελένη μόνη και τυφλή μέσα στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, μονή και τυφλή σαν αρχαία ραψωδός, αλλά με άλλες, καινούριες, ελευσίνιες δυνάμεις να ξυπνούν μέσα της, αφηγείται την ιστορία της. Αφηγείται την ανασκευή του Στησιχόρου. Όλους τους ρόλους ερμηνεύει η Βασιλική Τρουφάκου.
Η παράσταση αυτή έρχεται στο φινάλε μιας εξαιρετικής σεζόν για την Ανδρεάδη όπου δύο παραστάσεις της ανέβηκαν σε Νέα Υόρκη («Ίων») και Λονδίνο («Στη μνήμη ενός μικρού παιδιού»). Ακόμα δύο, παρουσιάστηκαν στην Αθήνα κάνοντας sold out και εισπράττοντας εξαιρετικές κριτικές («Πόλεμος και Ειρήνη» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και «Περηφάνια και Προκατάληψη» στο Θέατρο Αλκυονίς).
Η σκηνοθέτρια λίγο πριν την πρεμιέρα της «Ελένης» μιλάει στα «Νέα».
Τι σε οδήγησε σε αυτό το έργο, στην «Ελένη του Ευριπίδη ή η ανασκευή του Στησιχόρου»;
Η πολύ τιμητική πρόταση ήρθε στις πρώτες μέρες της καραντίνας, από τον Θοδωρή Γκόνη, να σκηνοθετήσω στο Διεθνές Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος που διοργανώνουν για 4η συνεχή χρονιά το Φεστιβάλ Φιλίππων και το ΔηΠεΘε Καβάλας. Σκέψη και επιθυμία του Θοδωρή ήταν η δημιουργία μιας περφόρμανς σχετιζόμενης με την αρχαία ελληνική γραμματεία, η οποία θα εντάσσεται στο ευρύτερο όραμα του για το φετινό Εργαστήριο και η οποία θα παρουσιαζόταν στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων. Αποφασίσαμε να ασχοληθώ με την Ελένη, κάτι που το ήθελα αρκετά χρόνια τώρα. Ζήτησα από τη Βασιλική Τρουφάκου να δοκιμάσουμε μια ιδέα πάνω στην οποία θα ερμήνευε η ίδια όλους τους ρόλους του έργου και δέχτηκε με πολλή χαρά. Τότε, ξεκίνησα και την έρευνα. Καθώς, λοιπόν, διάβαζα μια αγγλική έκδοση της Ελένης του Ευριπίδη έπεσα πάνω στην πληροφορία πως ο τραγικός ποιητής είχε χρησιμοποιήσει για το έργο του ένα τραγούδι του βάρδου Στησιχόρου για την Ελένη της Τροίας. Ο Στησίχορος, έξι γενιές πριν από τον Ευριπίδη, έγραψε για μια Ελένη απούσα από τον Τρωικό Πόλεμο. Στη θέση της είχε ταξιδέψει μια σκιά, ένα είδωλο της αληθινής Ελένης. Αυτή την εκδοχή του μύθου παραλαμβάνει ο Ευριπίδης και γράφει την Ελένη του. Ο τίτλος της παράστασης μας επικοινωνεί λοιπόν την πληροφορία πως ο τραγικός ποιητής χρησιμοποίησε την εκδοχή του Στησίχορου. Μάλιστα η εκδοχή αυτή, δεν ήταν καν η πρώτη εκδοχή. Στην πρώτη του εκδοχή ο ποιητής Στησίχορος κατηγορούσε την Ελένη για το χαμό των Ελλήνων και των Τρώων. Και φαίνεται πως ο Στησίχορος για τις κατηγορίες αυτές τιμωρήθηκε από τους θεούς και έμεινε τυφλός. Έτσι, τυφλός, όμως ανασκεύασε τις ίδιες τους τις κατηγορίες για την Ελένη και τις μετέστρεψε σε καλό λόγο. Έτσι προέκυψε η δεύτερη εκδοχή της ιστορίας, η γνωστότερη σε όλους, αυτή της Ωραίας Ελένης. Και, κατόπιν αυτού, ο Στησίχορος λέγεται πως ξαναβρήκε και το φως του. Θεώρησα, λοιπόν, χρήσιμο να προστεθεί ο υπότιτλος “η ανασκευή του Στησιχόρου” – παρόλο που την Ελένη του Ευριπίδη ανεβάζουμε και όχι κάποια εκδοχή της – γιατί παραπέμπει απευθείας στην ιστορία πίσω από την ιστορία του έργου, η οποία γεννήθηκε από έναν τυφλό ποιητή. Και μια που η έλλειψη της όρασης συνδέεται με την τελετουργική μύηση, την ώρα μάλιστα που η Ελένη της τραγωδίας του Ευριπίδη περιέχει αναφορές στα Ελευσίνια Μυστήρια -έχουμε σωζόμενες απεικονίσεις μυούμενων με κλεισμένα μάτια- και την Περσεφόνη, μου φάνηκε σωστό να προστεθεί ένας υπότιτλος που θα σχολίαζε την προέλευση του μύθου και άρα την εργασία που προηγήθηκε για το ανέβασμα της παράστασης.
Για σένα η Ελένη ποια είναι τελικά;
Η Ελένη μοιράζεται κάποια γνωρίσματα με την Πηνελόπη της Οδύσσειας. Περιμένει -επί δεκαεπτά συναπτά έτη- τον άντρα της να επιστρέψει. Τού είναι πιστή. Ζει μια ζωή-αναμονή του γυρισμού του άντρα. Ακόμη, η ίδια μιλά για την ξακουστή ομορφιά της με λόγια σκληρά, ονομάζοντάς την “την κατάρα της”. Θεωρεί πως η ομορφιά της φταίει που ρημάχτηκε η ζωή της. Που ζει τώρα μια ζωή που δεν είναι ζωή. Γιατί αν δεν είχε θητεύσει ως το ωραίο τρόπαιο του αγώνα ομορφιάς μεταξύ Ήρας, Αθηνάς και Αφροδίτης, δε θα είχε πυροδοτηθεί η σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στον Τρωικό Πόλεμο και τη δική της εξορία στην Αίγυπτο. Είναι μια ηρωίδα που γνωρίζει από απώλεια, γνωρίζει από θρήνο. Χάνει σχεδόν τα πάντα. Αλλά μένει όρθια.
Ο μύθος παίζει με το είναι και το φαίνεσθαι. Εσύ πού τοποθετείσαι σ’ αυτό το δίπολο;
Η Ελένη της παράστασης, αντλώντας από το κείμενο, παραλληλίζεται σε ένα βαθμό ως υπόσταση με την Περσεφόνη. Η Ελένη του ‘είναι’ διαθέτει δηλαδή στοιχεία που συνομιλούν με το σκοτάδι και με τον κάτω κόσμο -εξάλλου σχεδόν σε ολόκληρη την παράσταση βρίσκεται πάνω σε ένα τάφο- καθώς και με το κρύψιμό της -στην Αίγυπτο- και με τη μεταμόρφωσή της. Σε αυτό τον πρωτεϊκό κατά τον Όμηρο χαρακτήρα της Ελένης στηρίζεται δραματουργικά το εύρημα των μεταμορφώσεων, της ερμηνείας πολλαπλών ρόλων από την ηθοποιό στην παράσταση. Η Ελένη του ‘φαίνεσθαι’ από την άλλη, η κατασκευή, το είδωλο το φτιαγμένο από αιθέρα, είναι η σκιά, το alter ego της ηρωΐδας του Ευριπίδη. Η σκιά αυτή αποτελεί το πρόσχημα, την αφορμή του Πολέμου. Το μήλον της έριδος, που, απ’ ό,τι αποδεικνύεται από αυτή την εκδοχή του μύθου, είναι και άβουλο και αθώο, γιατί δεν έκανε τίποτα με δική του θέληση, μόνο εξυπηρέτησε τους θεούς. Μια μαριονέτα. Όσον αφορά στην τοποθέτησή μου σε σχέση με αυτό, θεωρώ πως αξίζει να αναδειχθεί το δίπολο που περιέγραψα και μέσα από αυτό να φωτιστεί η τραγικότητα της Ελένης, ως του ατόμου που, σαν τον Οιδίποδα, δεν πράττει αλλά μόνο παθαίνει. Και όχι μόνο παθαίνει, αλλά κατηγορείται για το θάνατο τόσων ανθρώπων, ανάμεσά τους των πιο δικών της.
Μια γυναίκα σκηνοθετεί, μία άλλη παίζει για να μιλήσουν και οι δύο τους για μία τρίτη. Όλη αυτή η γυναικεία ενέργεια, οδηγεί ίσως το αποτέλεσμα σ’ έναν πιο «φεμινιστικό» μονοπάτι;
Με έναν τρόπο η γυναικεία αυτή ενέργεια θεωρώ πως μπορεί να φωτίσει την πρόθεση του κειμένου, την πρόθεση του Ευριπίδη έτσι όπως αυτή διαγράφεται μέσα στο έργο του αυτό. Η πρόθεσή του φαίνεται να είναι όχι μόνο να υπερασπιστεί τη γυναίκα, αλλά και να μιλήσει από τη μεριά της γυναίκας. Θεωρώ επομένως πως η τέχνη του θεάτρου επιτρέπει εσωτερικούς δανεισμούς και «ενώσεις» μεταξύ των φύλων. Εγώ π.χ. όταν δουλεύω μπορεί να εκμεταλλεύομαι κάποιες γυναικείες δεξιότητες, όπως τη διαίσθηση. Αλλά δε νιώθω πως η προσέγγιση ενός τραγικού κειμένου που πάει να γίνει πράξη μπορεί να γίνει μόνο με την αξιοποίηση ενός έμφυλου «οπλοστασίου». Χρειάζεται θεωρώ μια λειτουργία και πέρα από το φύλο, όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούν όλα τους τα «κανάλια», αρσενικά και θηλυκά. Στην παράσταση αυτή, π.χ., η Βασιλική ερμηνεύει και το χαρακτήρα του Μενέλαου και θεωρώ τον βλέπει ταυτιζόμενη μαζί του, όχι απαραίτητα με γυναικεία ματιά. Εκείνη την ώρα χρησιμοποιεί κάποιο αντρικό απόθεμα που υπάρχει κάπου μέσα της. Σε κάθε περίπτωση, κάτι μέσα στο κείμενο που θεωρώ πως χρειάζεται μια γυναικείου τύπου ευαισθησία για να αναδειχθεί (ευαισθησία προερχόμενη από γυναίκα ή από άντρα) είναι το στοιχείο της ομορφιάς που για την όμορφη γυναίκα βιώνεται ως κατάρα. Της ομορφιάς που βασανίζει την/τον κάτοχό της.