Με αφετηρία τη φοροελάφρυνση της μισθωτής εργασίας και τη μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό, το οικονομικό επιτελείο ζεσταίνει τις μηχανές προκειμένου να επαναφέρει τον σχεδιασμό για περιορισμό του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους. Αρμόδιες πηγές μεταφέρουν πως, εκτός των ανακοινώσεων για το φοροπακέτο, στα σχέδια της κυβέρνησης είναι να εντάξει τις εξεταζόμενες μεταρρυθμίσεις για τον δεύτερο πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος στο υπό κατάθεση εθνικό πλάνο, για το Ταμείο Ανάκαμψης, τον Οκτώβριο.
Δίνοντας ραντεβού τον Σεπτέμβριο, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη το ενδεχόμενο μιας σοβαρής επιδημικής έξαρσης, η κυβέρνηση από τα μέσα Σεπτεμβρίου αναμένεται να ανακοινώσει ένα συνδυαστικό πακέτο, περιλαμβάνοντας ένα μείγμα μέτρων στήριξης για τους πληγέντες της πανδημίας και ταυτόχρονα τη μονιμοποίηση κάποιων παρεμβάσεων με σταδιακή ισχύ από το 2021. Οι σχεδιασμοί είναι πάνω στο τραπέζι και οι προτάσεις αναμένεται να συζητηθούν με τις Βρυξέλλες μετά το τέλος του καλοκαιριού, ενώ κρίσιμη είναι η πορεία της επιδημικής κρίσης. Να σημειωθεί ότι η πανδημία έχει ήδη διευρύνει την απόκλιση του προϋπολογισμού που εμφανίζει τρύπα 6,4 δισ. ευρώ το εξάμηνο Ιανουαρίου – Ιουνίου.
Αναζητώντας δημοσιονομικό χώρο, περί τα 2 δισ. ευρώ, το οικονομικό επιτελείο σκοπεύει να ανασύρει τις δεσμεύσεις περί «μειώσεων φόρων» που έμειναν πίσω χρονικά λόγω της υγειονομικής κρίσης. Στο υπό εξέταση πακέτο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση του τέλους επιτηδεύματος – δύο μέτρα για τα οποία αναμένεται να παρουσιασθεί και το χρονοδιάγραμμα για την κατάργησή τους -, η μείωση του ΕΝΦΙΑ και φυσικά η στήριξη της μισθωτής εργασίας. Ανάμεσα στις προτεραιότητες είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και τη μείωση της αδήλωτης εργασίας. Εξάλλου, η πανδημία έβαλε στον πάγο την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά περίπου 1,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, το οποίο μετατίθεται ενδεχομένως για το 2021.
Τα στοιχεία μαρτυρούν τον ασφυκτικό κλοιό του έλληνα μισθωτού αλλά και τη διαχρονική παθογένεια της φοροεισπρακτικής μηχανής. Σε σύγκριση με την ευρωζώνη, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στα έσοδα από άμεσους φόρους (10,2% έναντι 13,3% του ΑΕΠ), έχει δυσανάλογα υψηλότερα έσοδα από έμμεσους φόρους (17,1% έναντι 9,9% του ΑΕΠ) και σημαντικά υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στην εργασία (έμμεσος φορολογικός συντελεστής 43,2% έναντι 38,6%), στην ακίνητη περιουσία και στα ενεργειακά. Από τα στοιχεία (ΣΕΒ, Φεβρουάριος 2020) προκύπτει ότι η μεσαία εισοδηματική τάξη (διαθέσιμο εισόδημα 20.000 ευρώ τετραμελούς οικογένειας) καταβάλλει το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν από την κρίση κατέβαλλε το 39,3%. Αντίστοιχα, η υψηλότερη εισοδηματική τάξη καταβάλλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων έναντι άνω του 50% που κατέβαλλε πριν από την κρίση.
Ασφαλιστικό και μεταρρυθμίσεις
Πολύ ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα είναι οι παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό, με τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με πληροφορίες, να εντάσσονται στο συνολικό εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο το οποίο θα κατατεθεί προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις προτάσεις της Επιτροπής οικονομολόγων, υπό τον νομπελίστα Χριστόφορο Πισσαρίδη, στις οποίες θα βασιστούν οι προτάσεις της Αθήνας – για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης – σκιαγραφούνται οι προθέσεις της κυβέρνησης αναφορικά με τις αλλαγές στον δεύτερο πυλώνα και στη δημιουργία κεφαλαιοποιητικών πυλώνων, ώστε να επιμεριστεί το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων και ένα μέρος της να καλυφθεί από συσσωρευμένη αποταμίευση, δρώντας συμπληρωματικά με τον κύριο.
Σύμφωνα με την Εκθεση Πισσαρίδη, συμπληρωματικά προς την παραπάνω κατεύθυνση, είναι ιδιαίτερα σημαντική η λειτουργία ενός δημόσιου ασφαλιστικού ταμείου στον δεύτερο πυλώνα, με κεφαλαιοποίηση. Υπολογίζεται ότι μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά δημιουργεί νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και 99 δισ. ευρώ σε 40 χρόνια. Η Εκθεση υπολογίζει ότι η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι οδηγεί σε υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά 6,9 δισ. ευρώ και 81.000 περισσότερες θέσεις εργασίας (ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης) κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα 40 χρόνια.
H συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλό ποσοστό, στο 16,5% του ΑΕΠ (13,2% στην ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση, παρά τις διαδοχικές περικοπές από το 2010.
Υψηλό είναι και το ποσοστό κρατικής επιχορήγησης για την κάλυψη συντάξεων σε ύψος 10,1% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη), το ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο).
Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου το 5% των πληρωμών ασφαλισμένων για συντάξιμες εισφορές είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, ενώ αντίστοιχα το σύνολο του ενεργητικού των κεφαλαιοποιητικών προγραμμάτων σύνταξης είναι κοντά στο 1% του ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με 50% για τον μέσο όρο των μελών του ΟΟΣΑ. Το σημερινό ύψος των υποχρεωτικών εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη στον δημόσιο διανεμητικό πυλώνα (26,5%) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Μείωση τέλους επιτηδεύματος 50%
Υπό εξέταση είναι η μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50% και αν επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο σημαίνει πως θα μειωθεί από 650 ευρώ σε 325 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και σε 500 ευρώ για τις επιχειρήσεις. Από τον προϋπολογισμό προκύπτει ότι τα έσοδα από το τέλος επιτηδεύματος θα ανέρχονται το 2020 σε 420 εκατ. ευρώ και αφορά περί τους 611.000 ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα. Το μέτρο εφαρμόστηκε το 2011, μαζί με την έκτακτη εισφορά, όπου η τότε κυβέρνηση επέβαλε οριζόντιο τέλος σε επιτηδευματίες (φυσικά και νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες) και ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα.
Κούρεμα εισφοράς αλληλεγγύης 30%
Στις φθινοπωρινές εξαγγελίες σχεδιάζεται το πρώτο κούρεμα της εισφοράς αλληλεγγύης που επιβαρύνει πάνω από 2,3 εκατομμύρια φορολογουμένους, παρουσιάζοντας ενδεχομένως το χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή εξάλειψή του. Στα σενάρια είναι η μείωση της εισφοράς κατά 30% για τα εισοδήματα από την 1η Ιανουαρίου 2021 και η επόμενη μείωση προβλέπεται για το 2022, ενώ το 2023 η εισφορά αλληλεγγύης θα έχει καταργηθεί. Φαίνεται πως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι με εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ θα είναι οι πρώτοι που θα δουν τη μείωση της εισφοράς μέσω της παρακράτησης φόρου στις μηνιαίες αποδοχές τους. Το δεύτερο σενάριο που εξετάζεται είναι η κατάργηση της εισφοράς για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ από 12.000 ευρώ που ισχύει σήμερα με παράλληλη μείωσή της για υψηλότερα εισοδήματα κατά 10% έως 20%. Οι μειώσεις στην εισφορά αλληλεγγύης εξετάζεται να συνδυαστούν και με μειώσεις φορολογικών συντελεστών για τα μεσαία εισοδήματα.
Ψαλίδι στον ΕΝΦΙΑ 8%-10%
Το οικονομικό επιτελείο εξετάζει τη μείωση 8%-10% στους λογαριασμούς του ΕΝΦΙΑ για χιλιάδες ιδιοκτήτες, ενώ σύμφωνα με τις προτάσεις της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη αναμένονται αλλαγές στην κλίμακα και τους συντελεστές υπολογισμού του κύριου φόρου, ενώ το πόρισμα προτείνει την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, ο οποίος επιβάλλεται στους έχοντες ακίνητα αξίας άνω των 250.000 ευρώ. Στις προτεραιότητες είναι η παρέμβαση στον φόρο ακίνητης περιουσίας, για τον οποίο θα υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τα μικρά νησιά.