Η Κυριακή είναι για τους περισσότερους ημέρα ξεκούρασης. Είναι μια ημέρα τραγουδισμένη, υμνημένη στον κινηματογράφο και δοξασμένη στη λογοτεχνία. Η έβδομη ημέρα της εβδομάδας έδωσε έμπνευση και στην ηθοποιό και συγγραφέα Σίλια Κατραλή – Μινωτάκη να γράψει για «Τα Νέα» ένα σύντομο κείμενο, αναστοχασμού πάνω στην Κυριακή. Τίτλος του «Κυριακή. Ένας ναός φτιαγμένος από μαθηματικά και μέλι».
Η Σίλια Κατραλή Μινωτάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994. Είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Δραματική Σχολή «Ίασμος» του Βασίλη Διαμαντόπουλου, ενώ σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Το 2015 έκανε το πρώτο συγγραφικό της βήμα με το θεατρικό έργο «Μνήμες Περίστροφα», το οποίο ανέβηκε σε δική της σκηνοθεσία, σε κεντρική σκηνή της Αθήνας. Μέχρι στιγμής έχουν δημοσιευτεί διάφορα ποιήματά της, αλλά και η «Διάσπαση Προσευχής» (εκδ. Ηρόδοτος) το πρώτο της μυθιστόρημα. Η ίδια έχει παίξει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις («Διηγήματα του Τσέχωφ», σκηνοθεσία Ταμίλα Κουλίεβα κ.ά), στον κινηματογράφο («Έτερος Εγώ», “Not Now” κ.ά), καθώς και στην τηλεόραση («Μοντέρνα Οικογένεια»-MEGA, «Βροχή πάνω στη Πέτρα»-ντοκιμαντέρ ΝΕΡΙΤ κ.ά). Η πιο πρόσφατη θεατρική δουλειά της (κείμενο, ερμηνεία, σκηνοθεσία), η «Ατροπίνη»- μια παράσταση βασισμένη στην ταινία “Extremities” του William Mastrosimone έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 2018 στο Faust Theater.
«Κυριακή. Ημέρα αγρανάπαυσης και συγχρωτισμού. Η θάλασσα αντανακλά χαμένες ηπείρους ξεβράζοντας μικρές θολές αναμνήσεις πάνω στην οδοντόκρεμα της πραγματικότητας. Ο ήλιος βρίσκεται κάπου εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα, στη κόκα κόλα και στα τηλεχειριστήρια παιχνιδομηχανών.
Κυριακή. Ουδέτερη. Ούτε γιν ούτε γιανκ, ούτε όξινη ούτε αλκαλική, ούτε θηλυκή ούτε αρσενική, ούτε υγρή ούτε στερεή. Κυριακή. Η μέρα της πανσελήνου. Η μέρα που οι νοικοκυρές περπατάνε αδέξια μέχρι την κουζίνα για να ετοιμάσουν κάτι ανάμεσα σε πρωινό και μεσημεριανό. Η μέρα που οι χωρισμένοι πατεράδες με δικαίωμα επίσκεψης πηγαίνουν τα παιδιά τους στο λούνα πάρκ. Κυριακή. Ημέρα επισκεπτηρίου στα νοσοκομεία. Ημέρα πένθους για τον συγγενή που δεν φάνηκε στην είσοδο. Η μέρα που οι ποδοσφαιριστές παίζουν μπάλα. Την ίδια στιγμή που τεχνικοί συνδέουν βύσματα σε κιθάρες για την προγραμματισμένη κυριακάτικη συναυλία. Ταυτόχρονα διάφοροι χαμογελαστοί καλοντυμένοι στοιβάζονται στις αίθουσες αναμονής των σινεμά, με τα εισιτήρια και τα εκπτωτικά κουπόνια στο χέρι. Στέκονται εκεί αμίλητοι περιμένοντας στην ουρά για τα ποπκόρν και τις πορτοκαλάδες τους, ενώ φαντάζονται τους θεατές να βασανίζονται στ’ αλήθεια από κάποια σκηνοθετική οδηγία του Αρονόφσκι στο επόμενο πλάνο, καθώς την ίδια στιγμή ο έρωτας της ζωής τους παρακολουθεί ταινία σε άλλο σινεμά με άλλον έρωτα.
Κυριακή. Η μέρα που ύστερα από ένα μεθυσμένο Σαββατόβραδο ξυπνάς μ’ ένα κεφάλι πιο βαρύ κι από τσιμέντο. Ημέρα καθιερωμένης μη τήρησης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας. Κυριακή. Η μέρα που τα καφενεία αντηχούν συζητήσεις ανθρώπων που αγνοούν παντελώς πως ο Β´ παγκόσμιος έχει τελειώσει. Κυριακή. Η μέρα που οι λευκοί χαζεύουν τα ρολόγια τους, όμως τα ρολόγια χαζεύουν τους Ινδιάνους. Κυριακή. Ημέρα μεταφυσική, στολισμένη από ηλιοβασιλέματα που μοιάζουν σα να ´χουν χύσει οι θεοί πίνα κολάντα στον ουρανό.
Η μέρα που ακόμα και η νότα ρε της κόρνας του φέρι μποτ έχει μια παγωμένη παραφωνία καθώς ακούγεται απ’ το λιμάνι.
Κυριακή. Ημέρα πρόβας για ανερχόμενους – και μη ηθοποιούς. Ημέρα υποχρεωτικής αργίας ακόμη και για τύπους που δεν έχουν καθόλου τάσεις αργίας. Κυριακή. Η μέρα που κάθε προσωπική παραγωγή «Ρωμαίος κι Ιουλιέτα» θα μπορούσε να τερματίσει τις παραστάσεις της με ένα πιο συμβατικό τέλος (άνευ διπλής αυτοκτονίας).
Κυριακή. Ημέρα για υπαίθριες εκθέσεις βιβλίου που απευθύνονται σ’ αυτό το ολοένα και μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού που δεν ασχολείται ενεργά με το εμπόριο, τη βιομηχανία, την παραγωγή πλαστικού, τη χρήση κοκαΐνης και το ποδόσφαιρο. Κυριακή. Ημέρα ευφορικής αλυσιδωτής πολυγαμίας για συναισθηματικά μη διαθέσιμους ήρωες, που επιβιώνουν μετά από κάθε μάχη, θολώνοντας το μυαλό με αυταπάτες απαγορευμένων απολαύσεων ενός ρομαντικού αλλού.
Μια ατέρμονη προσμονή για την επίτευξη των στόχων κάθε Δευτέρας, η Κυριακή θυμίζει τζουκμπόξ μεθυσμένο από ιερά κέρματα, δίπλα απ’ το οποίο τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας, παρακολουθώντας με μία κάποια κωμική ευαισθησία τα ιριδίζοντα πρίσματα ενός κινούμενου Οζ, ψάχνοντας απεγνωσμένα – ο καθένας με το δικό του τρόπο, να βρούμε ένα σάλπισμα, μια κραυγή σαν αυτή που έβγαλε ο κόσμος όταν γεννήθηκε.
Καφεδάκι, εφημεριδούλα, βολτίτσα μπαράκι ταινιούλα, θεατράκι, εκκλησίτσα, μπανάκι, θαλασσίτσα. Ολόκληρη η Κυριακή μοιάζει να συντηρείται απ’ τα υποκοριστικά της. Διατηρώντας ακόμη με νύχια και με δόντια αυτή την υπερφυσική της υπόσταση, η Κυριακή αποτελεί έναν τεχνητό περιοδικό παράδεισο, έναν ναό φτιαγμένο από μαθηματικά και μέλι, που λειτουργεί ως ανάπαυλα ανάμεσα στις ρωμαλέες κραυγές που βγάζουμε για να τραβήξουμε ο ένας την προσοχή του άλλου τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Ένα απλό απόγευμα Κυριακής μάλιστα έχει τη μαγική ικανότητα να διαρκεί περίπου όσο και η τετάρτη δημοτικού.
Οι Κυριακές είναι πλασμένες απ τους θεούς ή τους ανθρώπους για να τις προσμένεις.
Ενώ έξω μυρίζει ακόμη ανάκατα μπαρούτι με γιασεμί ύστερα από έναν μαζικό εγκλεισμό στις αδυναμίες μας, διατηρούμε τις πληγές μας αγιάτρευτες, μέσα σε ένα σύννεφο ανεξαρτητοποίησης και καταπιεσμένης ελευθερίας του οποίου τους κινδύνους και τις ανταμοιβές μόλις προλάβαμε να υποψιαστούμε. Η Κυριακή φαντάζει ακόμη να αποτελεί τη μοναδική περιοχή ίσως, όπου ούτε η συνείδηση ούτε η αυταπάτη βρίσκουν πλέον μέρος να κρυφτούν».