Σπανίως μια συμφωνία πληροί τόσο πολύ τον όρο «ιστορική», όσο αυτή που αφορά την πλήρη εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Οι «Συμφωνίες του Αβραάμ», όπως ονομάστηκαν, μπορούν να αλλάξουν σημαντικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή.
Με βάση τη συμφωνία αυτή, το Ισραήλ συναίνεσε να αναστείλει την επέκταση της κυριαρχίας του σε περιοχές της Δυτικής Οχθης τις οποίες είχε ανακοινώσει ότι θα προσαρτήσει, γεγονός που αίρει ένα σημαντικότατο εμπόδιο για τη διευθέτηση του παλαιστινιακού ζητήματος. Η ειρηνευτική συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς μυστικής διαπραγμάτευσης μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ. Σύμφωνα πληροφορίες στα σκαριά βρίσκονται αντίστοιχες συμφωνίες του Ισραήλ με το Μπαχρέιν και το Ομάν.
Τις επόμενες εβδομάδες αντιπροσωπείες του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων θα συναντηθούν για να υπογράψουν διμερείς συμφωνίες στους τομείς των επενδύσεων, του τουρισμού, της ασφάλειας, των τηλεπικοινωνιών, των απευθείας πτήσεων και άλλων. Σύντομα αναμένεται να ανταλλάξουν και πρεσβευτές.
Την έντονη αντίδρασή του στη συμφωνία εξέφρασε ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. «Η Ιστορία δεν θα ξεχάσει και δεν θα συγχωρέσει ποτέ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για την υποκριτική τους συμπεριφορά» ανέφερε σε γραπτή ανακοίνωσή του το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, προσθέτοντας ότι «ο παλαιστινιακός λαός έχει το δικαίωμα να αντιδράσει έντονα». Ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να κλείσει την πρεσβεία της Τουρκίας στο Αμπου Ντάμπι και να αναστείλει τους διπλωματικούς δεσμούς με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ομως η διεθνής κοινότητα αντέδρασε ιδιαίτερα θετικά στην εξέλιξη αυτή καθώς δημιουργεί προϋποθέσεις για εξομάλυνση κάποιων παραγόντων στη Μέση Ανατολή. Η αλήθεια είναι ότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, προς μεγάλη έκπληξη πολλών, αναφερόταν από το 2009 στην πιθανότητα η χώρα του να συμφωνήσει σε πλήρεις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής, χωρίς να έχει επιλυθεί πρώτα το Παλαιστινιακό – κάτι που φαινόταν αδιανόητο την εποχή εκείνη. Από τότε πιστεύεται ότι είχαν ξεκινήσει μυστικές συνομιλίες του Ισραήλ με κάποιες από τις μοναρχίες του Κόλπου.
Η ώρα ήρθε τώρα, κυρίως λόγω της αλλαγής της δυναμικής στη Μέση Ανατολή. Οι εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης έδειξαν στους μονάρχες του Κόλπου, γράφουν οι «New York Τimes», ότι η λαϊκή οργή για την καταπίεση και τη διαφθορά αποτελούσαν μεγαλύτερες απειλές για την εξουσία τους από οποιαδήποτε αντίδραση σχετικά με την αποτυχία τους να διατηρήσουν την επίδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστινίους. Στην απόφαση συνέβαλαν και άλλα γεγονότα. Η Ουάσιγκτον παρακολούθησε αμέτοχη την ανατροπή του συμμάχου της προέδρου Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και απέτυχε να παρέμβει ουσιαστικά στη Συρία, την ώρα που το Ιράν ενίσχυσε την επιρροή του στην περιοχή.
Βέβαια, οι αναλυτές δεν είναι σίγουροι εάν και πόσες από τις υπόλοιπες 19 αραβικές χώρες που δεν έχουν επαφές με το Ισραήλ θα ακολουθήσουν το παράδειγμα των Εμιράτων.
Τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για τους Παλαιστινίους; Η Παλαιστινιακή Αρχή επιμένει πως κανείς δεν διαβουλεύθηκε μαζί τους πριν από την ξαφνική ανακοίνωση της συμφωνίας Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων το βράδυ της Πέμπτης. Παρότι η συμφωνία προβλέπει ότι το Ισραήλ δεν θα προσαρτήσει τις κατεχόμενες περιοχές της Δυτικής Οχθης – κάτι που ικανοποιεί τους Παλαιστινίους – ουσιαστικά καταργεί δεκαετίες «αραβικής ενότητας» γύρω από το ζήτημα του κράτους της Παλαιστίνης. Είναι, γράφουν οι αναλυτές, σαν να διαλύεται ο εφιάλτης της προσάρτησης παλαιστινιακών εδαφών με έναν άλλο, καθώς το Ισραήλ αρχίζει να αποκαθιστά τις σχέσεις του με τον αραβικό κόσμο, χωρίς να μπαίνει ως όρος η δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Η συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Εμιράτων ανατρέπει επίσης τη σειρά των διπλωματικών βημάτων που αναφέρονταν στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία του 2002, μια πρόταση που είχε εγκρίνει ο Αραβικός Σύνδεσμος και καλούσε το Ισραήλ να αποσυρθεί από τα κατεχόμενα εδάφη στα σύνορα πριν από τον πόλεμο του 1967 και κατόπιν τα αραβικά κράτη της περιοχής θα δεσμεύονταν στην αποκατάσταση των σχέσεών τους με το εβραϊκό κράτος.
Το μεγάλο παιχνίδι στη Μέση Ανατολή
H συμφωνία Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που προέκυψε από μια νέα προσέγγιση των σουνιτικών αραβικών χωρών στο εβραϊκό κράτος επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να παίξει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και εντείνει τη στρατηγική πρόκληση για περιφερειακή ηγεμονία που ήδη βρίσκεται εν εξελίξει μεταξύ των σεΐχηδων του Κόλπου και του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Μέχρι τώρα το Ισραήλ είχε συνάψει ειρηνευτικές συμφωνίες μόνο με γειτονικά κράτη – την Αίγυπτο το 1979 και την Ιορδανία το 1994, τερματίζοντας έτσι εδαφικές διαφορές που είχαν προκύψει από τις συγκρούσεις μετά το 1948. Ομως με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν υπήρχαν ποτέ διμερείς αντιπαραθέσεις και έτσι οι διαφορές ήταν πολιτικές, συνδεδεμένες με το άλυτο παλαιστινιακό ζήτημα μετά τις συμφωνίες του Οσλο το 1993.
Η επιλογή του διαδόχου του Αμπου Ντάμπι, Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ Ναχιάν, ήταν να επενδύσει στην αντιστροφή των συνθηκών προκειμένου να ξεπεραστεί το status quo: να αναγνωρίσει το Ισραήλ προκειμένου να φέρει πιο κοντά την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος.
Το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των αραβικών κρατών και του Ισραήλ έχει βαθιές ρίζες. Ομως το άνοιγμα που αποφάσισαν οι σεΐχηδες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων – αλλά επίσης του Μπαχρέιν και του Ομάν – και ξεκίνησε με μυστικές συνομιλίες με το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια συμπίπτει με την προοδευτική εκ νέου ανακάλυψη των ριζών των εβραϊκών κοινοτήτων σε αυτές τις χώρες και την ουσιαστική αποδοχή του πλαισίου της παρουσίας των Εβραίων στον αραβικό κόσμο εδώ και αιώνες, σχολιάζει στην ιταλική εφημερίδα «Repubblica» ο Μαουρίτσιο Μολινάρι.
Η επανάληψη της λειτουργίας της παλαιάς συναγωγής στη Μανάμα, πρωτεύουσα του Μπαχρέιν, και των εγκαινίων μιας νέας συναγωγής στο Ντουμπάι, τα φαγητά κοσέρ που προσφέρονται στις πτήσεις της αεροπορικής εταιρείας Emirates καθώς και οι επίσημες ευχές για τις εβραϊκές γιορτές που στάλθηκαν από τις πρωτεύουσες των χωρών του Κόλπου έχουν αναζωογονήσει τον πανάρχαιο δεσμό μεταξύ των σουνιτικών φυλών και των Εβραίων που οδηγούν στην αποδοχή ότι το Ισραήλ αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της περιοχής, απαλείφοντας ουσιαστικά τη βασική, και πιο ακραία, αντίδραση του αραβικού εθνικισμού στον σιωνισμό ως «αποικιοκρατική κατοχή μουσουλμανικών εδαφών».
Αυτό εξηγεί γιατί η κυβέρνηση Τραμπ επέλεξε τον όρο «Συμφωνίες του Αβραάμ» για τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, υπενθυμίζοντας έτσι την κοινή προέλευση Εβραίων και μουσουλμάνων με μια φόρμουλα που περιλαμβάνει και τους χριστιανούς, οι οποίοι επίσης αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Μέσης Ανατολής. Αρα πλέον η πλήρης αποδοχή των Εβραίων στην περιοχή – όχι πλέον ως κοινότητα αλλά ως ανεξάρτητο κράτος – μπορεί να οδηγήσει στην επίλυση των διαφορών. Με πρώτη και κυριότερη εκείνη που αφορά το Παλαιστινιακό.
Πρόκειται για ένα σημείο καμπής στην προσέγγιση των αραβικών κρατών προς το Ισραήλ – που επιβεβαιώνεται από τη στήριξη του προέδρου Αλ Σίσι της Αιγύπτου και του βασιλιά της Ιορδανίας Αμπντάλα. Βασίστηκε στον κοινό φόβο που προκαλούν οι αγιατολάχ του Ιράν και στη συλλογική ασφάλεια λόγω του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος καθώς και στην υποστήριξη που προσφέρει η Τεχεράνη στις σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες, από το Μπαχρέιν και την Υεμένη έως το Ιράκ και τον Λίβανο.
Εκμεταλλευόμενο αυτό τον ιστό σχέσεων μεταξύ των σουνιτικών αραβικών κρατών και του Ισραήλ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξασφάλισε μια συμφωνία που φέρνει και πάλι την Ουάσιγκτον στο επίκεντρο μιας πιθανής περιφερειακής συμμαχίας με δύο στόχους: τον περιορισμό του Ιράν και τη δημιουργία ενός δικτύου οικονομικής ανάπτυξης, συνδέοντας την προηγμένη ισραηλινή τεχνολογία με τις σουνιτικές ενεργειακές πηγές. Για τις ΗΠΑ αυτό αποτελεί μια επιτυχία που τους επιτρέπει να επανακτήσουν στρατηγικό χώρο μετά τις πολλές ήττες που έχουν υποστεί – από τη Συρία έως τη Λιβύη – από τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. Και αυτό εξηγεί και το ότι, παρότι οι ΗΠΑ βρίσκονται εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας, ο Δημοκρατικός αντίπαλος του Τραμπ, Τζο Μπάιντεν, επαίνεσε τη συμφωνία μεταξύ του Μπενιαμίν Νετανιάχου και του Μπιν Ζαγέντ.
Ομως υπάρχουν και άλλα, καθώς η Μέση Ανατολή είναι πάνω απ’ όλα η μεγάλη σκακιέρα όπου βρίσκεται σε εξέλιξη η σημαντική παρτίδα μεταξύ των μοναρχιών του Κόλπου – με επικεφαλής τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μετά την αποδυνάμωση της Σαουδικής Αραβίας λόγω των εξελίξεων στην Υεμένη και της υπόθεσης Κασόγκι – και της Τουρκίας για την ηγεσία του σουνιτικού Ισλάμ. Γι’ αυτό και η συμφωνία μεταξύ Αμπου Ντάμπι και Ιερουσαλήμ περιορίζει τη δυναμική των κινήσεων του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ Ναχιάν είναι εκείνος ο οποίος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μονάρχη του Κόλπου, κατηγορεί την Αγκυρα (και το Κατάρ) για την υποστήριξη του κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων προκειμένου να υπονομεύσουν τα αραβικά κράτη και να τα ελέγξουν. Τα Εμιράτα και η Τουρκία υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές στους αιματηρούς εμφύλιους πολέμους στη Συρία, την Υεμένη και τη Λιβύη με όπλα και χρήματα. Και στο ευρύτερο πεδίο υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές: ο Μπιν Ζαγέντ τον Τραμπ και τις ΗΠΑ, ενώ ο Ερντογάν έχει κάνει σημαντικά ανοίγματα προς τον Πούτιν και τον Ροχανί. Συχνά ανάβουν σπίθες: όπως όταν ο υπουργός Εξωτερικών των Εμιράτων, σεΐχης Μπιν Ζαγέντ αλ Ναχιάν, επανέλαβε μέσω Twitter τις κατηγορίες εναντίον του οθωμανού στρατηγού Φαχρεντίν Πασά ότι κατέστρεψε τη Μεντίνα το 1916, προκαλώντας την μήνιν του Ερντογάν, ο οποίος τον χαρακτήρισε «άθλιο» και του «υπενθύμισε» ότι ο Φαχρεντίν Πασά «προστάτεψε τη Μεντίνα και τους κατοίκους της».
Αυτή η στιγμή ο Ερντογάν δείχνει να είναι ο ηγέτης της περιοχής όπου προσπαθεί να αναδειχθεί κυρίαρχος – η επιλογή της ειρήνης με το Ισραήλ αποτελεί μια κίνηση για να μπλοκαριστεί ο δρόμος του.
Πλέον τα μπλοκ στη Μέση Ανατολή είναι δύο και πρωταγωνιστούν σε ένα μεγάλο παιχνίδι με απρόβλεπτες εξελίξεις: από τη μία ο Ερντογάν μαζί με το Κατάρ και το Ιράν και την υποστήριξη της Ρωσίας και από την άλλη τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μαζί με τα βασίλεια του Κόλπου, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και το Ισραήλ και την υποστήριξη των ΗΠΑ. Η Ευρώπη δείχνει απλά θεατής.