Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη μετάδοση του Ιού του Δυτικού Νείλου. Πώς; Από κουνούπια-διαβιβαστές. Κι αυτό διότι, κατά τους ειδικούς, εκτός από τα ενδημικά είδη κουνουπιών, οι αλλαγές στις κλιματικές παραμέτρους αναμένεται να επιφέρουν επιμήκυνση της περιόδου δράσης κι άλλων κουνουπιών τα οποία χαρακτηρίζονται ως κουνούπια-«εισβολείς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ασιατικό κουνούπι-«τίγρης» (Aedes albopictus) που ευθύνεται για την εξάπλωση του προαναφερόμενου ιού.
Σημειώνεται πως στη χώρα μας από την αρχή της περιόδου 2020 έως και την Παρασκευή 13 Αυγούστου τα κρούσματα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου έφτασαν τα 28 και οι νεκροί τους έξι.
Δυστυχώς, τα πράγματα στο μέλλον δεν αναμένεται να είναι… ρόδινα. Κι αυτό διότι κατά τους επιστήμονες που συνέταξαν την έκθεση «Περιβάλλον και Υγεία 2019», κατά τις χρονιές 2025 και 2050 αναμένεται μια επέκταση των περιοχών με αυξημένη πιθανότητα για κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου στην Ευρώπη. Ειδικότερα, το 2025 είναι αυξημένη η πιθανότητα για αυτόχθονη μετάδοση του ιού σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Σερβία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία.
Για την Ελλάδα το 2025 οι περιοχές υψηλού κινδύνου είναι η Ανατολική και η Κεντρική Μακεδονία και ιδιαίτερα η Θράκη. Το 2050 αναμένεται μια περαιτέρω επέκταση των περιοχών της Ευρώπης με υψηλή πιθανότητα για κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου, με επίκεντρο πάντα τις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου αλλά και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που συνορεύουν με τα Βαλκάνια.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, το 2050 οι περιοχές αυξημένης επικινδυνότητας, οι οποίες παρουσιάζουν εκτιμώμενη πιθανότητα εμφάνισης κρουσμάτων πάνω από 50%, είναι ολόκληρη η Μακεδονία και η Θράκη, αλλά και τμήματα της κεντρικής ηπειρωτικής χώρας με έμφαση στην Αιτωλοακαρνανία.
Με βάση τα μοντέλα που επεξεργάστηκαν οι ειδικοί, η προαναφερθείσα μελλοντική επέκταση των περιοχών με πιθανότητα εμφάνισης κρουσμάτων του ιού του Δυτικού Νείλου στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των ακραίων θερμοκρασιών τον μήνα Ιούλιο.
Ειδικότερα, οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να οδηγήσουν σε άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης των κουνουπιών διαβιβαστών του ιού, στη μείωση του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί ανάμεσα στα γεύματα αίματος των κουνουπιών, σε μείωση του χρόνου επώασης του ιού μέσα στα κουνούπια-φορείς και σε άνοδο της μεταδοτικότητάς τους.
Οι μεταγγίσεις αίματος
Επιπλέον, ειδική έμφαση δίνεται από τους μελετητές και στην πιθανή μετάδοση του ιού του Δυτικού Νείλου μέσω των μεταγγίσεων αίματος. Λόγω της αναμενόμενης εξάπλωσης των κρουσμάτων του ιού σε ευρύτερες περιοχές της Ευρώπης, μεγαλύτερος πληθυσμός πιθανών αιμοδοτών θα βρίσκεται εκτεθειμένος σε πιθανή μετάδοση του ιού, ιδιαίτερα αν η περίοδος των κουνουπιών-διαβιβαστών διευρυνθεί.
Η ασυμπτωματική φάση της μόλυνσης από τον ιό του Δυτικού Νείλου, αν και σχετικά σύντομη σε σχέση με εκείνη άλλων ασθενειών, όπως η ηπατίτιδα Β ή ο ιός HIV, αυξάνει την πιθανότητα μετάδοσης μέσω μεταγγίσεων, ενώ ο ιός έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει μέσα στις φιάλες αίματος. Αυτός ο κίνδυνος για την Ελλάδα το 2025 εμφανίζεται μειωμένος και εντοπίζεται μόνο σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του ενδεχόμενου κινδύνου μετάδοσης του ιού του Δυτικού Νείλου μέσω της δωρεάς αίματος οι ειδικοί συστήνουν την εφαρμογή στρατηγικών προσυμπτωματικού ελέγχου στους αιμοδότες των ευάλωτων στον ιό περιοχών, στην αναστολή κάποιων αιμοληψιών ή ακόμη και στην εισαγωγή φιαλών αίματος από ασφαλείς περιοχές για να εξασφαλιστεί η επάρκεια και να καλυφτούν οι ανάγκες
Ο κύκλος μετάδοσης στον άνθρωπο περιλαμβάνει τα πουλιά και τα κουνούπια. Αγρια και οικόσιτα είδη πτηνών (π.χ. σπουργίτια, γλάροι, κουκουβάγιες, διάφορα είδη γερακιών) μπορούν να αποτελούν φορείς του ιού και αναπτύσσουν σημαντικές συγκεντρώσεις στο αίμα, γεγονός που τα καθιστά μεταδοτικά. Στη συνέχεια, τα κουνούπια που τρέφονται με το αίμα αυτών των πουλιών μπορούν να αποτελέσουν τη γέφυρα μετάδοσης του ιού σε άλλα υγιή μέχρι πρότινος πουλιά, άλλα και στον άνθρωπο, καθώς και σε άλλα θηλαστικά που αποτελούν τους τελικούς ξενιστές καθώς οι συγκεντρώσεις στο αίμα τους δεν φτάνουν σε επαρκή επίπεδα έτσι ώστε να τα καταστήσουν μεταδοτικά.
Συμπτώματα. Η πλειονότητα των μολύνσεων από τον ιό του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους είναι ασυμπτωματικές ενώ μόλις το 20% των περιπτώσεων παρουσιάζουν συμπτώματα που προσομοιάζουν με εκείνα μιας ήπιας γρίπης, όπως πυρετός, πονοκέφαλος, ναυτία, κούραση, αδυναμία, κ.ά. τα οποία εξελίσσονται συνήθως 2-14 μέρες μετά τη μόλυνση.
Τα συμπτώματα διαρκούν περίπου 2-5 μέρες άλλα στις πιο σοβαρές περιπτώσεις το αίσθημα κόπωσης μπορεί να διατηρηθεί για πάνω από έναν μήνα. Περιστασιακά σε ποσοστό κάτω του 1% συμβαίνει προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος, με συνέπεια την ανάπτυξη νευροδιεισδυτικής νόσου που εκδηλώνεται ως εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα και οξεία χαλαρή παράλυση. Ανάμεσα στα άτομα που θα παρουσιάσουν εγκεφαλική νόσο η θνησιμότητα προσεγγίζει το 10% ενώ μακροχρόνιες νευρολογικές δυσλειτουργίες παραμένουν σε ποσοστό 5%.