Την 14η Αυγούστου δημοσιεύτηκε ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης του CAS, που συζητήθηκε την 6η Ιουλίου στη Λωζάνη, επί των εφέσεων, που ασκήθηκαν αφενός από τον Ολυμπιακό και αφετέρου από τον ΠΑΟΚ κατά της απόφασης της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ της 14ης Απριλίου 2020. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε κριθεί, πως η απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού για την πολυϊδιοκτησία είναι δεσμευτική για τα όργανα της ΕΠΟ και έτσι αποφασίστηκε η ποινή αφαίρεσης επτά βαθμών για τον ΠΑΟΚ και δώδεκα για την Ξάνθη.
Ενώ λοιπόν το διατακτικό της απόφασης του CAS είχε δημοσιευτεί ήδη από τις 10 Ιουλίου, χρειάστηκε πάνω από ένας μήνας προκειμένου επιτέλους να αποκατασταθεί με έναν τρόπο η αλήθεια για το επίμαχο ζήτημα της πολυϊδιοκτησίας και όσα κρίθηκαν στη Λωζάνη και συνεπώς να αποτραπεί πλέον κάθε δυνατότητα παρουσίασης μυθευμάτων και ονειροφαντασιών από όσους επιδιώκουν η δικαιοσύνη να μην αποκαθίσταται. Έτσι, ναι μεν το CASαναπέμπει την απόφαση, ώστε να κριθεί ξανά από την αρμόδια προς τούτο Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ, όμως το CAS καταλήγει στην παραπομπή αυτή αναγνωρίζοντας, πως το επίδικο ζήτημα της πολυϊδιοκτησίας είναι ένα ζήτημα εθνικό, ρυθμιζόμενο από τον ελληνικό αθλητικό νόμο 2725/1999, επαναλαμβάνοντας σε πολλά σημεία την απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων, χωρίς να μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης ακριβώς γι αυτό το λόγο.
Κατ΄αρχάς, πρέπει να τονιστεί, ότι το λεκτικό της απόφασης του CAS είναι ρητό και εν προκειμένω παρατίθεται αυτολεξεί, ώστε το περιεχόμενό της να παρουσιάζεται ως έχει και να μην διαμεσολαβείται μέσω αυτόβουλων ερμηνειών. Ιδίως δε, ως προς το μέγιστο ζήτημα της πολυϊδιοκτησίας, στην απόφαση αναφέρεται ρητά, ότι «.. Το γράμμα του άρθρου 69, παράγραφος 12 του νόμου 2725/1999 είναι σαφές και παρέχει την εξουσία στα δικαιοδοτικά όργανα της ομοσπονδίας να επιβάλουν ποινές στα μέλη της εφόσον προκύπτει πως έχει τελεστεί παραβίαση του άρθρου 69. Το εύρος των ποινών που μπορούν να επιβληθούν επίσης προκύπτει με σαφήνεια από το άρθρο 69, παράγραφος 12 του νόμου 2725/1999.», Εν συνεχεία, απορρίπτεται ο σχετικός αυθαίρετος ισχυρισμός του ΠΑΟΚ, ότι τάχα η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ δεν μπορεί να επιβάλει ποινές ερειδόμενες απευθείας στις διατάξεις του ελληνικού αθλητικού νόμου.
Καταλήγει δε η απόφαση τονίζοντας, πως το CAS θεωρεί, ότι από το δελτίο τύπου της ΕΠΟ της 31ης Ιουλίου 2019 προκύπτει ξεκάθαρα, ότι ήταν σκόπιμη η απάλειψη της πρόβλεψης της πολυϊδιοκτησίας από τον Κανονισμό Αγώνων Ποδοσφαίρου του 2018 στο μέτρο, που υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο νόμο 2725/1999, και άρα πως «… καμία άλλη ερμηνεία δεν είναι λογικά δυνατή, παρά η ερμηνεία που καταλήγει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 12 του νόμου 2725/1999 είναι ευθέως εφαρμόσιμο και παρέχει στα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ την ζητούμενη εξουσία να τιμωρούν τις αθλητικές ομάδες για κάθε πιθανή παραβίαση του νόμου.», χωρίς προφανώς τη μεσολάβηση κανενός εισαγγελέα της ΕΠΟ.
Πέρα λοιπόν από το ζήτημα της δεσμευτικότητας ή μη της απόφασης της ΕΕΑ για τα όργανα του ποδοσφαίρου, το οποίο μονοπώλησε το δημόσιο ενδιαφέρον όταν είχε ανακοινωθεί μόνο το διατακτικό της απόφασης του CAS (η κρίση του οποίου βεβαίως για το ζήτημα αυτό είναι αμφίβολης ισχύος, αφού, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο τουλάχιστον, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας), η δημοσιοποίηση του πλήρους σκεπτικού της βάζει πολλά πράγματα στη θέση τους. Δεν είναι μόνο ότι, επιτέλους, διάφορα επιχειρήματα που επαναλαμβάνονταν αβασάνιστα όλο αυτόν τον καιρό (όπως λχ, ότι η απόφαση της ΕΕΑ δεν είναι απόφαση αλλά τάχα, «εισήγηση» ή «γνώμη» ή ότι η υπόθεση έπρεπε να έχει πάει πρώτα στον αθλητικό Εισαγγελέα ή, ακόμη, ότι όταν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στους κανονισμούς της ΕΠΟ δεν μπορεί τάχα να εφαρμοστεί ο νόμος κλπ), καταρρίπτονται κατηγορηματικά και εμπεριστατωμένα από το CAS.
Είναι, κυρίως, ότι με το πλήρες κείμενο της απόφασής του -και αυτή αναμφίβολα είναι στην πραγματικότητα η σημαντικότερη είδηση, με τις σοβαρότερες συνέπειες για το μέλλον- το CAS ουσιαστικά επικυρώνει τη δυνατότητα της Πολιτείας να επιβάλλει κανόνες και να ορίζει κυρώσεις σε κορυφαίας σημασίας θέματα, όπως η καταπολέμηση της πολυιδιοκτησίας, θέτοντας τέλος στη σχετική φιλολογία, που ευδοκίμησε για χρόνια στη χώρα μας αποσκοπώντας στην παράκαμψη του νόμου με μόνιμη επίκληση του αυτοδιοίκητου.
Έτσι, επί της ουσίας, με την απόφαση του CAS, επιβεβαιώνεται καταφανώς η κρίση της Επιτροπής Εφέσεων, η οποία ορθώς είχε εφαρμόσει όσα όριζε ο νόμος σχετικά με την πολυϊδιοκτησία, ακολουθώντας την απόφαση της ΕΕΑ, στο μέτρο, που το σοβαρό αυτό ζήτημα ρυθμίζεται αποκλειστικά σε επίπεδο νόμου και πρέπει να εφαρμοστεί ως έχει από τα όργανα της ΕΠΟ. Εξάλλου, ως προς την απόφαση της ΕΕΑ, σε κάθε περίπτωση, το CAS δέχεται την αυξημένη βαρύτητά της και το τεκμήριο νομιμότητάς της, καθώς αναφέρει, πως ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της απόφασης της ΕΕΑ: « … τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ δεν μπορούν να την αγνοήσουν ή να την παραβλέψουν. Πράγματι, η περιγραφή στην απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων ότι η απόφαση της ΕΕΑ είναι κατά τεκμήριο νόμιμη συνιστά πιθανώς μία δίκαιη κρίση.». Με απλά δηλαδή λόγια, το CAS επαναλαμβάνει όσα έχουν ήδη κριθεί από την Επιτροπή Εφέσεων, αφού το κρίσιμο είναι, ότι η παραβίαση της νομιμότητας μέσω της ύπαρξης πολυϊδιοκτησίας μίας αθλητικής ομάδας, όπως περιγράφεται στον ελληνικό αθλητικό νόμο, επισύρει ποινές και κυρώσεις και δεσμεύει την ΕΠΟ να εφαρμόσει όσα προβλέπει ο νόμος.
Το συμπέρασμα, από όλα τα παραπάνω, είναι, πως για μία ακόμα φορά δεικνύεται το σημαντικότατο δικαιοπολιτικό ζήτημα των ορίων της αυτονομίας της λεγόμενης lex sportiva από το Κράτος, καθώς το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 16 ορίζει ότι «Ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους.», καθιστώντας σαφές, πως εν προκειμένω μιλάμε για ένα ζήτημα πρωτίστως εθνικό. Κατά τούτο το CAS, αφού τονίζει με έμφαση ότι η ευθεία εφαρμογή του αθλητικού νόμου που απαγορεύει και τιμωρεί την πολυϊδιοκτησία δεν συνιστά αθέμιτη και υπερβολική παρέμβαση του Κράτους στο αυτοδιοίκητο του αθλητισμού, απέχει από οποιαδήποτε περαιτέρω κρίση και καθιστά την Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ αρμόδια. Συνεπώς, η Επιτροπή Εφέσεων δεν έχει τίποτα παραπάνω να κάνει, παρά για μία ακόμη φορά να εφαρμόσει το νόμο και να επιβάλει τις ποινές, που οφείλει, έχοντας ως επιστέγασμα των κρίσεων της την πολύκροτη πια απόφαση του CAS, η οποία τονίζει και επιβεβαιώνει την ανάγκη τήρησης της νομιμότητας.