Με μια κάμερα 16 mm, ο σπουδαίος Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ κινηματογραφεί σε 13 μέρη συνολικής διάρκειας 931 λεπτών (15 1/2 ώρες), μέσα σε μια διετία – από το 1979 έως το 1980 – ένα βιβλίο που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης μιας ολόκληρης ζωής για εκείνον και το μεταφέρει στη μικρή οθόνη.
Πρόκειται για το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» του Αλφρεντ Ντέμπλιν (κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1982 από τις εκδόσεις Οδυσσέας). Μέσα από τις εικόνες του κατάφερε να ανασυγκροτήσει, με τη μοναδική εικαστική ματιά του, την πιο άρτια μελέτη του για την ανολοκλήρωτη ανθρώπινη φύση, τους αδυσώπητους μηχανισμούς του νεότευκτου κράτους πρόνοιας, την ανικανότητα κοινωνικής προσαρμογής. Το σπουδαίο συγγραφικό εγχείρημα δοκιμάζεται τώρα στη μεγάλη οθόνη διά χειρός Μπουρχάν Κουρμπανί. Ο αφγανός σκηνοθέτης («Πίστη») μετέφερε στο πανί το διάσημο λογοτεχνικό έργο – το οποίο πολλοί τοποθετούν δίπλα στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις – μέσα από μια τρίωρη αφήγηση, επιχειρώντας να του δώσει νέα πνοή. Η ταινία του έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην Μπερλινάλε και διεκδικεί τώρα το ενδιαφέρον των σινεφίλ.
Το βιβλίο του Αλφρεντ Ντέμπλιν, το οποίο κυκλοφόρησε το 1929 – η ιστορία του αποτελεί τον βασικό σεναριακό άξονα του φιλμ -, εκτυλίσσεται στο αστικό περιβάλλον του Βερολίνου, σκιαγραφώντας την τραγικότητα της ιστορικής συγκυρίας. Με ρεαλισμό και συναισθηματική ακρίβεια, ο συγγραφέας (Εβραίος που διέφυγε από τη ναζιστική Γερμανία και τα βιβλία του απαγορεύτηκαν στη χώρα) πραγματεύεται την περιπέτεια του Φράνσις, ενός άνδρα ο οποίος μόλις αποφυλακίζεται ρίχνεται στον αγώνα για να κατακτήσει μια τίμια και νόμιμη ζωή. Ολα αυτά την εποχή που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέρρεε και οι Ναζί προχωρούσαν με γρήγορα βήματα προς την ανάληψη της εξουσίας.
Ο Κουρμπανί στον βασικό χαρακτήρα της ταινίας, του πρόσφυγα Φράνσις, προτείνει τον 32χρονο Ουελκέτ Μπουνγκουέ από τη Γουινέα. Η ιστορία του αρχίζει από τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής φτάνει χωρίς χαρτιά και χρήματα στο Βερολίνο έχοντας παίξει τη ζωή του κορόνα – γράμματα στη θάλασσα της Μεσογείου. Οπως και ο βασικός ήρωας στις σελίδες του Ντέμπλιν, η μοναδική του επιθυμία είναι να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή ακολουθώντας τον σωστό δρόμο. Οι προσπάθειές του όμως είναι ατελέσφορες, αφού ο ήρωας κυριαρχείται από οργή και η παρόρμηση που τον διακρίνει τον οδηγεί στην παρανομία και στο κακό, το οποίο συμβολίζει ο άσπονδος φίλος του Ρέινχολντ. Τον εν λόγω ρόλο της ταινίας ερμηνεύει ο Αλμπερτ Σουχ.
Αυτή η παραβολή η οποία ακτινογραφεί τη ματαιότητα του αγώνα ανάμεσα στη φιλοδοξία και την ηθική κάνει την κινηματογραφική της πρεμιέρα στο Βερολίνο και σηματοδοτεί ένα καινούργιο νόημα στη μοντέρνα και πολυπολιτισμική γερμανική πόλη.
Το βιβλίο του Αλφρεντ Ντέμπλιν, το οποίο διδάσκεται στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στη Γερμανία, γίνεται αφορμή για νέους προβληματισμούς. Οπως σημειώνει ο σκηνοθέτης της ταινίας Κουρμπανί, «ο κατεστραμμένος Φράνσις, ο ήρωας του βιβλίου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ο ήρωας της ταινίας, ο πρόσφυγας που διέσχισε τη θάλασσα της Μεσογείου για ν’ αναζητήσει μια καλύτερη ζωή, έχουν έναν κοινό τόπο. Και οι δύο “φωνάζουν” ότι δεν ανήκουν στο περιθώριο αλλά στην καρδιά της κοινωνίας». Ο ήρωας του βιβλίου προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή του ξανά, πουλώντας εφημερίδες, λαχανικά και κορδόνια, αλλά οι ατυχίες και οι απογοητεύσεις που συναντά τον οδηγούν στην πορνεία και στο οργανωμένο έγκλημα. Στην ταινία του Κουρμπανί, η οποία καθυστέρησε την προβολή της λόγω της πανδημίας, ο πρωταγωνιστής εντάσσεται σε μια συμμορία που διακινεί ναρκωτικά.
Ο Κουρμπανί αναλύοντας την προσέγγιση των χαρακτήρων που δομεί στην ταινία του αναφέρει: «Οι δικοί μου έμποροι ναρκωτικών είναι διαφορετικοί και έχουν στυλ. Δεν πουλάνε σε εγκύους και παιδιά. Οι χίπστερ πληρώνουν διπλά και οι συνταξιούχοι έχουν έκπτωση»! Υπάρχει και άλλη μία, διαφορετική ματιά του Κουρμπανί: τους ελληνικούς μύθους, τα λαϊκά τραγούδια της Γερμανίας και τις διαφημιστικές πινακίδες που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του ο Ντέμπλιν, ο αφγανός σκηνοθέτης τα αντικαθιστά κάνοντας αναφορές στον Σαίξπηρ και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη φράση που ακούγεται από τον «Νονό», «πιστεύω στην Αμερική». Ο Φράνσις, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, λέει: «Είμαι εδώ: είμαι μαύρος, δυνατός και άφοβος. Φοράω ένα ακριβό σακάκι, οδηγώ ένα γερμανικό αυτοκίνητο και έχω γερμανίδα φιλενάδα. Είμαι το γερμανικό όνειρο. Είμαι η Γερμανία».