Του Χάρη Παμπούκη
Οι πρόσφατες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες έχουν εισέλθει σε μία κρίσιμη καμπή, επιβάλλουν τη διατύπωση μερικών σκέψεων έχοντας κάποια εμπειρία από το παρελθόν στα ζητήματα αυτά. Όταν σπάνια εκφράζομαι για τα διεθνή έχω ως κανόνα να μην επεκτείνομαι σε τεχνικές αναλύσεις ή κρίσεις.
Είναι προφανές ότι ο διάλογος είναι προ των πυλών χωρίς αυτό να το έχει επιδιώξει η ελληνική πλευρά και παρά το ότι η πολιτική Ερντογάν ήταν ορατή εδώ και πολλούς μήνες. Χωρίς να σταθούμε στο παρελθόν είναι σημαντικό να ορίσουμε το στόχο μας και να ορισθεί μία εθνική γραμμή. Έστω και τώρα. Κατά τη γνώμη μου η γεωγραφία πρέπει να υπαγορεύσει την πολιτική μας στο ζήτημα αυτό, δηλαδή η Μεσόγειος, κοιτίδα των πολιτισμών, πρέπει να επιδιώξουμε να γίνει το σταυροδρόμι της ειρηνικής επίλυσης διαφορών ως προς την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών.
Είναι ιστορικά μία μεγάλη θάλασσα αλλά στενή που θέτει δύσκολα ζητήματα οριοθετήσεων των θαλάσσιων ζωνών. Και είναι προφανές – αν και δύσκολο πολιτικά και τεχνικά- ότι η καλύτερη λύση για τα ζητήματα αυτά θα ήταν να γίνουν οι οριοθετήσεις από το Διεθνές Δικαστήριο (κατά προτίμηση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης που έχει προβλεπτή νομολογία και εμπειρία σε αυτά τα ζητήματα οριοθέτησης σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, έχοντας υπόψη ότι οι διατάξεις περί οριοθέτησης της Σύμβασης Δικαίου Θάλασσας 1982 δεσμεύουν ως εθιμικό δίκαιο.
Αυτή η στρατηγική λύση, πολυμερής στη σύλληψη του διαλόγου, παράλληλη δικαιοδοτική στη κατάληξη θα αδρανοποιήσει τις τουρκικές ακρότητες και παρανομίες και παράλληλα θα καθιερώσει οριστικά μία ζώνη ειρήνης σε μία πολύ ευαίσθητη και ρευστή πολιτικά περιοχή. Και βέβαια μία τέτοια πρόταση είναι εναρμονισμένη με τις πάγιες θέσεις της Ελλάδας, ένα Κράτος που ακολουθεί και υποστηρίζεται από το Διεθνές Δίκαιο και δεν ανέχεται το μπούλιγκ. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η οριοθέτηση θα γίνει κατά το Διεθνές Δίκαιο – εξ αντικειμένου δηλαδή κατά δίκαιο τρόπο και σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας 1982, η οποία θεμελιώνει την πλειονότητα των ελληνικών θέσεων αλλά και επίσης γιατί έτσι θα αποφευχθεί και η ένταση με τη γείτονα.
Ο στόχος συνεπώς θα πρέπει να είναι μία πολυμερής διάσκεψη με αντικείμενο τις οριοθετήσεις των ΑΟΖ/ υφαλοκηκρηπίδας στη Μεσόγειο και σε περίπτωση μη συμφωνίας με διάλογο η παραπομπή τους με παράλληλες (με συνεκδίκαση) οριοθετήσεις στο Διεθνές Δικαστήριο.
Αυτή η θέση βασίζεται στα εξής δεδομένα:
Δεδομένο πρώτο: η ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών και διεκδικήσεων ιστορικά συνεχώς επιβαρύνεται είτε επειδή αντικειμενικά προέκυψαν νέα δεδομένα, όπως η ΑΟΖ, είτε επειδή προσχηματικά εφευρίσκονται πολιτικά σχέδια για την εξυπηρέτηση εσωτερικών πολιτικών στόχων της Τουρκίας, ιδίως δια του Ακάρ και του Ερντογάν, όπως το μεγαλοϊδεατικό σχέδιο για τη «Γαλάζια Πατρίδα». Από την εμπειρία του παρελθόντος και τη διαχρονική συμπεριφορά της η Τουρκία προβάλλει ενεργά τις διεκδικήσεις της όταν: (α) υπάρχει μία επίφαση διεθνούς νομιμότητας, όπως εν προκειμένω το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, παράνομο αλλά βέβαια πρέπει να διαπιστωθεί η παρανομία του από διεθνές δικαστήριο ή να εγερθεί λόγος ακυρότητας από ένα από τα μέρη (πράγμα απίθανο) (β) όταν θεωρεί ότι έχει στρατιωτικά υπεροχή στη συγκεκριμένη περιοχή και (γ) όταν έχει εξασφαλίσει την ανοχή ή σιωπή του διεθνούς παράγοντα και ιδίως των ΗΠΑ.
Εδώ θέλω να επισημάνω ότι η Τουρκία έκανε μία επιτυχία αυθαίρετη ίσως και εκβιαστική με την σύναψη του παράνομου Τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο, όμως, της έδωσε τίτλο επίπλαστης νομιμοποίησης για ενέργειες που αφορούν στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της υφαλοκρηπίδας. Και αυτό που έχει ως συνέπεια είναι ότι το μνημόνιο θα λειτουργήσει, όπως και λειτούργησε, ως άλλοθι διεθνούς δικαίου.
Με την σύναψη αυτή η Τουρκία όρισε δύο πράγματα: (α) το χρόνο της διαφοράς ή ακριβέστερα των διαφορών με τρίτα Κράτη και την Ελλάδα (β) το πεδίο των διαφορών δηλαδή την οριοθέτηση της ΑΟΖ στη Μεσόγειο (το Αιγαίο είναι λιγότερο σημαντικό γι’ αυτήν).
Όμως τι επιδιώκει διαχρονικά η γείτων; Η Τουρκία είναι μία χώρα που είναι εύκολο να την διαβάσεις γιατί συνήθως λέει ακριβώς τι θέλει παρασυρμένη από ένα επικίνδυνο εθνικό μεγαλοϊδεατισμό του Ερντογάν σε αντιστάθμιση εσωτερικών προβλημάτων.. Υπηρετεί ένα σχέδιο πολιτικό του Ερντογάν συμβολικά (και έχει δείξει ότι πλήρως αντιλαμβάνεται τους συμβολισμούς και τη διαχείρισή τους): (α) αποκαθηλώσεως της κοσμικής Τουρκίας του Κεμάλ και εμπέδωσης της ισλαμικής Τουρκίας (β) ένα νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό και (γ) τυχόν οφέλη οικονομικά για την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων (σημείο στο οποίο θα επανέλθω πιο κάτω).
Δεδομένο δεύτερο: έχει και η Τουρκία διεκδικήσεις στις θαλάσσιες ζώνες; η απάντηση είναι πως ναι. Όπως και οι άλλες παράκτιες χώρες της περιοχής. Αλλά το ζήτημα δεν είναι στο επί της αρχής αλλά στο ποσοστό που της ανήκει από την την οριοθέτηση των περιοχών. Και σε αυτό η Τουρκία έχει μία μαξιμαλιστική τάση ως αντίδραση – λέει- στο ελληνικό – εάν υπήρχε ανούσια επικίνδυνο- σχέδιο «αποκλεισμού» της με διμερείς συμφωνίες ΑΟΖ. Η Τουρκία προσχηματικά προβάλλει ότι δεν προσκλήθηκε σε οριοθέτηση, ενώ η ίδια προέβη σε μονομερείς ενέργειες που εξυπακούουν μονομερή οριοθέτηση, πράγμα απαγορευμένο από το δίκαιο της θάλασσας ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης σε διεκδικούμενες και από άλλες χώρες -όπως η Ελλάδα- περιοχές.
Τέτοια δικαιώματα έχουν όλες οι παράκτιες χώρες της Μεσογείου με ποικίλες διαφορές μεταξύ τους που πρέπει να επιλυθούν κατά τη γνώμη μου συνολικά. Διότι μόνο μία συνολική επίλυση διαφορών θα διαμορφώσει ένα σταθερό καθεστώς ειρήνης και αποφυγής εντάσεων). Το πρόβλημα δημιουργείται και είναι ευρύτερο, πολυμερές, από το ότι υπάρχει σύγκρουση δικαιωμάτων μεταξύ τους. Γιατί η οριοθέτηση δύο κρατών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις νόμιμες διεκδικήσεις τρίτης χώρας (κάτι που η Τουρκία με τη Λιβύη δεν έλαβαν και παρανόμησαν).
Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία δεν θα πρέπει να ξεχνά, όπως όλοι άλλωστε, ότι η διαπραγμάτευση πρέπει να γίνει με βάση το διεθνές δίκαιο (και τις διεθνείς Συνθήκες) με βάση την αρχή της καλής πίστης κατά το άρθρο 83 παρα. 1 της UNCLOS που έχει αποκτήσει ισχύ διεθνούς εθιμικού κανόνα σύμφωνα με το Διεθνές Δικαστήριο Χάγης (βλ. Maritime Delimitation and Territorial Questions between Qatar and Bahrain (Qatar v. Bahrain), Judgement, 2001 I.C.J. Rep. 40, at 91, para. 167 (Mar. 16); Nicaragua v. Colombia, para. 139; Maritime Dispute (Peru v. Chile), Judgement, 2014 I.C.J. Rep. 3, at 65, para. 179 (Jan. 27). Κάτι το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να αναθεωρήσει την παράνομη θεώρηση που υιοθέτησε με το τουρκολιβυκό μνημόνιο παραγνωρίζοντας σημαντικά νόμιμα δικαιώματα της Ελλάδας.
Δεδομένο τρίτο: Η Ελλάδα και από τις αρχές της, την παράδοσή της και από το μέγεθος ισχύος της είναι μία χώρα που διαχρονικά σέβεται και ακολουθεί πιστά το διεθνές δίκαιο και επιθυμεί την ειρήνη, όντας μία χώρα σημαντική για την σταθερότητα της ευαίσθητης περιοχής. Το ότι είναι ευρωπαϊκή χώρα την ξεχωρίζει γιατί αν και μη αμυντικός σχηματισμός η Ευρωπαϊκή Ένωση (που κακώς δεν έχει αναπτύξει την ευρωπαϊκή άμυνα) δεν είναι ανίσχυρη ιδίως μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή (αιτία μερικώς και του χάους). Εδώ η Τουρκία δεν τα έχει υπολογίσει καλά. Η χώρα μας έχει βαθιά συναντίληψη και σύμπλευση συμφερόντων με τη Γαλλία που είναι η πλέον σημαντική χώρα ως μεσογειακή και παράλληλα ευρωπαϊκή στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Και πολύ κακώς η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει στην αγορά φρεγατών και υπογραφή αμυντικής συμφωνίας μαζί της ήδη, όποιες και αν ήταν οι πιέσεις, θυμίζουμε τη σοφή απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου και προβήκαμε στην αγορά Μιράζ που ακόμη αποτελούν ό,τι πιο καλό έχουμε έναντι της γείτονος και χωρίς να ξεχνάμε ότι η Γαλλία είναι η μόνη σύμμαχος χώρα που δεν έχει πουλήσει όπλα και στη Τουρκία. Μαζί με τη Γαλλία η Ελλάδα έχει θεμελιώσει μία στέρεη σχέση ισχυρής στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ (μετά την σημαντική στροφή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου το 2010) και παράλληλα έχει άριστη γεωπολιτική σχέση με την Αίγυπτο, την ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και βέβαια ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκ των πραγμάτων και παρά τους διάφορους δισταγμούς εν τέλει, αλλά δεν ξέρω σε ποιο βαθμό, θα σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας και κυρίως σε ποιο βαθμό. Αυτό δεν αφήνει στην Τουρκία περιθώρια για ακρότητες. Το γνωρίζει αυτό ο Ερντογάν ως έμπειρος πολιτικός.
Η χώρα μας δηλαδή έχει νότια συμμαχία ή ακριβέστερα προοπτική νότιας συμμαχίας, με δυνατότητα ίσως και στρατιωτικής έκφρασης (πράγμα δυσκολότερο της διπλωματικής συμπόρευσης πάντως). Όπως δηλαδή παλαιότερα βόρεια με τη βαλκανική συμμαχία (στους βαλκανικούς πολέμους) τώρα νότια σχηματίζεται (και πρέπει να είναι στρατηγικός μας διπλωματικός άξονας) μία μεσογειακή συμμαχία (Αίγυπτος Ισραήλ Κύπρος Ελλάδα και Γαλλία) η οποία μπορεί και πρέπει να διευρυνθεί και με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής ή της Βόρειας Αφρικής.
Και είναι σημαντικό ότι δεν είναι μόνη. Γιατί η ιστορία μας διδάσκει -και ο μεγάλος Ελευθέριος Βενιζέλος- ότι η Ελλάδα πρέπει πάντα να θέτει τα ζητήματα της σε πολυμερές επίπεδο και εάν αναγκαστεί να πολεμήσει να μην είναι μόνη.
Και επίσης είναι σαφές ότι οι άστοχες εδαφικές διεκδικήσεις που ξεκίνησαν δειλά ως «γκρίζες ζώνες» δηλαδή ορισμένα νησιά ιδίως νησίδες στερούμενες των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου και συνεχίζονται ως εδαφικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις, ενώ είναι εδραιωμενη η κυριαρχία επ’ αυτών (πρόσφατα για τη Ρω ξεχνώντας την μέχρι πρόσφατα ηρωίδα Κυρά της Ρω Δέσποινα Αχλαδιώτη η οποία πέθανε το 1982 και τι αυτό σημαίνει κατά το διεθνές δίκαιο), εντείνουν πολύ σοβαρά τις σχέσεις και δυσχεραίνουν την επίλυση τους. Γιατί είναι σαφές ότι η Ελλάδα θα υπερασπίσει κάθε σπιθαμή εδάφους της και κάθε κυριαρχικό δικαίωμα της. Άλλο προσβολή κυριαρχίας και άλλο διεκδίκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης φυσικών πόρων σε θαλάσσιες ζώνες. Και αυτή η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» είναι άφρων, καθόσον για να επιλύσει ένα αδιέξοδο (ως προς τους δυσμενείς για την Τουρκία παράγοντες οριοθέτησης ζωνών εκμετάλλευσης) δημιουργεί ένα άλλο πιο επικίνδυνο και πιο μεγάλο πρόβλημα προσβολής αδιαφιλονίκητης κυριαρχίας και επίσης διότι στο διεθνές δίκαιο οι «γκρίζες ζώνες» είναι το πλέον αδύναμο τμήμα της τουρκικής αναθεωρητικής ρητορικής.
Δεδομένο τέταρτο: ποια συμφέροντα εκμετάλλευσης διακυβεύονται; Εκτός από ορισμένα σημαντικά, αλλά όχι καθοριστικά δικαιώματα, όπως είναι η αλιεία, είναι προφανές ότι το κύριο ζήτημα που έχει προκαλέσει την ένταση και τις διεκδικήσεις καθ’ υπερβολή, είναι αυτό των ενεργειακών πλουτοπαραγωγικών πόρων. Και για να είμαι σαφής, του τι φανταζόμαστε ότι υφίσταται ως πλουτοπαραγωγικοί πόροι. Αμέτρητοι πόροι, αιφνίδιος πλουτισμός!! Στη φαντασία όμως. Και όχι μόνο τη δική μας αλλά και των γειτόνων. Προσοχή, σε αυτό το εν πολλοίς ψευδές και επικίνδυνο αφήγημα. Γιατί ΑΝ υπάρχουν τέτοιοι πόροι δεν είναι βέβαιο ΠΟΤΕ θα εξαχθούν (δηλαδή πότε οι οικονομικές συνθήκες θα το καταστήσουν εφικτό και υπό ποίους όρους) και ΑΝ το καταστήσουν εφικτό (γιατί έως τότε πιθανότατα θα έχει εξελιχθεί η ενεργειακή τεχνολογία, πράγμα πιθανό ώστε να μην είναι οικονομικά συμφέρουσα η εξόρυξη τους). Προσοχή δηλαδή, είναι πιθανό αυτή η ένταση να γίνεται για ένα «πουκάμισο αδειανό». Τουλάχιστον από αυτή τη σκοπιά.
Η χώρα πρέπει να στηριχθεί στις δυνάμεις της και στο υπαρκτό αλλά ανοργάνωτο ταλέντο της. Και όχι να περιμένει μάνα εξ ουρανού. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση: το αυτονόητο να στηριχθούμε στις δυνάμεις μας. Και ενεργειακά και στο πλαίσιο της πράσινης ανάπτυξης θα πρέπει να εξεταστούν όλες οι λύσεις ακόμη και η πυρηνική ενέργεια (που έχουν μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία, ενέργεια που είναι ασφαλής, καθαρή και φτηνή ξεπερνώντας παρωχημένες, αβάσιμες πολιτικές προκαταλήψεις).
Τα ερωτήματα
Ερώτημα πρώτο: είναι σωστό να επιχειρηθεί μία λύση του ζητήματος οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ ή να σπρώξουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί του μέλλοντος, όπως υποστηρίζει μία σχολή σκέψης της ελληνικής διπλωματίας και πολιτικής;
Πριν απαντήσουμε θα πρέπει να πούμε ότι το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, σε σχέση με κυριαρχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, προϋποθέτει την επέκταση ή μη προγενέστερα της αιγιαλίτιδας ζώνης, θέμα λεπτό και σοβαρό γιατί μετά την οριοθέτηση είναι δυνατό να περιορισθείς από τον κανόνα του non-encroachment, αρχή που τέθηκε από την απόφαση του ΔΔΧ στην απόφαση οριοθέτησης Κατάρ/Μπαχρέιν. Και σημειώνω ότι η Τουρκία είχε το 2003 «δεχθεί» (χωρίς οριστική συμφωνία) την επιλεκτική επέκταση έως 8,5νμ με διεθνείς διαύλους ναυσιπλοΐας.
Η ιστορία διδάσκει ότι η επιδίωξη σε κατάλληλο χρόνο (που όμως έχει πλέον σημαντικά καθοριστεί με την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκό μνημόνιο) με κατάλληλη πολυεπίπεδη υποστήριξη (εδώ να υπογραμμίσω τον παράγοντα γνώση και εμπειρία, με ετοιμασία ανάλογη του Ελσίνκι και μετά των διερευνητικών επαφών με Έλληνες και ξένους ειδικούς, με συμμετοχή κατ’ εξοχήν ειδικών όπως ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, οι πρέσβεις Παύλος Αποστολίδης, Δημήτρης Παρασκευόπουλος, Γ. Ζέππος, οι καθηγητές Πέτρος Λιάκουρας και Φαίη Παζαρτζή, και εκ των νεωτέρων επιστημόνων ο εξαίρετος Δρ Άκης Παπασταυρίδης και άλλοι με εμπειρία συγκεκριμένη τέτοιων διαδικασιών και ελπίζω η κυβέρνηση να ενεργοποιήσει) και με δομημένη διαδικασία ή διαδικασίες. Να τονίσω, γιατί το γνωρίζω προσωπικά, ότι η σωστή προετοιμασία είναι μία πολύ λεπτή και δύσκολη άσκηση, απαραίτητη όμως για την αποφυγή σφαλμάτων και επιπολαιοτήτων. Να σημειώσω, τέλος, ότι η διαδικασία πρέπει να επιδιωχθεί να είναι πολυμερής (για την ακρίβεια θα πρόκειται για παράλληλες διμερείς οριοθετήσεις παράκτιων κρατών σε ορισθείσα περιοχή και παράλληλες προσφυγές προς συνεκδίκαση, κατά το προηγούμενο της υπόθεσης της Βόρειας Θάλασσας, 1969).
Ερώτημα δεύτερο: Η συμφωνία με την Αίγυπτο είναι καλή ή κακή συμφωνία; Η αλήθεια είναι ότι έχουν επισημανθεί πιστεύω σωστά σημαντικές αδυναμίες και υποχωρήσεις ιδίως από τον κ. Κοτζιά, τεχνικά απολύτως σωστές. Επί αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία. Και περισσεύουν και οι θριαμβολογίες. Το ζήτημα, όμως, είναι εάν ο πολιτικός χρόνος επέβαλε τη συμφωνία αυτή έναντι της μη συμφωνίας. Εκεί χωρά η πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση. Η κυβέρνηση έκρινε ότι αυτό ήταν ορθότερο από το να μην υπάρξει η συμφωνία που θα αντιταχθεί στην τουρκολιβυκή οριοθέτηση, ενώ η μείζων αντιπολίτευση φαίνεται να διαφωνεί. Εξάλλου αυτές οι διαφορές στις οποίες η ελληνική πλευρά υποχώρησε, πράγματι εμπόδιζαν μέχρι σήμερα τη σύναψή της από άλλες κυβερνήσεις, δεδομένου ότι η συζήτηση αυτή διαρκεί χρόνια. Αυτό που άλλαξε ήταν η πίεση λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου, η αμφισβήτηση ως διαφορά του οποίου απέκτησε προτεραιότητα έναντι των υποχωρήσεων που ο χρόνος επέβαλλε. Δηλαδή και το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο χρόνος επέβαλλε τη συμφωνία αυτή για να δημιουργηθεί και την Ελλάδα νόμιμο δικαίωμα και διεθνής διαφορά στις περιοχές όπου οι δύο συμφωνίες «διπλώνουν» είναι επίσης σωστό. Και έκρινε πολιτικά κατά τη στάθμιση ότι τα οφέλη τώρα από τη συγκεκριμένη συμφωνία θα είναι μεγαλύτερα από τα ελαττώματα αυτής στο μέλλον.
Όπως πιστεύω ότι είναι σωστή χρονικά και η επιλογή της συμφωνίας με την Αίγυπτο και όχι με την Κύπρο. Αντίθετα παραμένει ερωτηματικό γιατί δεν προσέφυγε η Ελλάδα κατά της Λιβύης παράλληλα, όπως είχε έγκαιρα προτείνει ο κ. Ροζάκης, εκτός εάν το κάνει τώρα ή περιμένει αλλαγή κυβερνήσεως και αλλαγή θέσεως της επόμενης κυβέρνησης στο θέμα αυτό (πράγμα αρκετά δύσκολο). Βέβαια και εδώ το πρόβλημα είναι ο χρόνος.
Διαφαίνεται έτσι ότι σε μια μελλοντική προσφυγή η Ελλάδα θα έχει ως βασικό ζήτημα να κηρυχθεί παράνομη η τουρκολιβυκή οριοθέτηση με την δικαστική οριοθέτηση που θα ζητήσει από κοινού με την Αίγυπτο κατά της Λιβύης, στην οποία θα παρέμβει η Τουρκία ή μπορεί να επιλυθεί το ζήτημα των οριοθετήσεων με παράλληλες προσφυγές για να συνεκδικασθούν μεταξύ όλων των κρατών.
Ερώτημα τρίτο: Αντεδείκνυται ο διάλογος για την επίλυση διαφορών; Ασφαλώς και όχι. Αντίθετα είναι επιβεβλημένος, σήμερα τον 21ο αιώνα, και αποδεκτός από το διεθνές δίκαιο. Αρκεί να γνωρίζεις τους κανόνες, το αντικείμενο και να έχεις ικανή τεχνική υποστήριξη. Δεν είμαι όμως σύμφωνος σε διάλογο χωρίς από τώρα δέσμευση με προοπτική προσφυγής σε δικαιοδοτική υποχρεωτική επίλυση, ιδίως εάν η διαπραγμάτευση δεν αποδώσει. Και αυτό γιατί εν τέλει επιδιώκουμε – η διεθνής κοινότητα και τα ενδιαφερόμενα Κράτη- την ειρηνική τελική επίλυση των διαφορών από τις οριοθετήσεις. Το σχήμα συνεπώς θα πρέπει να είναι οι διερευνητικές επαφές/συνομιλίες κατά το επιτυχημένο πρότυπο του χρονικού διαστήματος 2002-2003/4, εάν επιθυμούν οι χώρες διαπραγμάτευση και καθορισμός ατζέντας, ποια είναι τα ζητήματα, κατόπιν διαπραγμάτευση, και στο τέλος δικαστική διευθέτηση για τα ανεπίλυτα ζητήματα, ως πακέτο. Θα τονίσω ότι η σωστή τεχνική προετοιμασία είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για να μην επαναληφθούν λάθη. Και βέβαια θέλει προσοχή στο αντικείμενο του διαλόγου.
Τα θέματα, ορθώς τονίζει η κυβέρνηση, είναι αυτά της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ αφού έχει οριστικοποιθεί το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, του Αιγαίου (που κληρονομήθηκε από το παρελθόν), κατά ανάγκη διμερές αυτό με Τουρκία και της Αν. Μεσογείου. Γνωρίζω ότι η γείτων μπορεί να θέσει , απολύτως κακόπιστα και αβάσιμα, στο τραπέζι θέματα κυριαρχίας ορισμένων βραχονησίδων (στην αρχή αμφισβητούσε τα δικαιώματα τους, στη συνέχεια διερωτάτο εάν ανήκουν στην Ελλάδα και τώρα φαίνεται να αμφισβητεί ευθέως την ελληνική κυριαρχία). Αν και η ελληνική θέση είναι κατά το διεθνές δίκαιο πάρα πολύ ισχυρή – και η Τουρκία οφείλει να το γνωρίζει- η γείτων θα πρέπει να εγκαταλείψει κάθε μπούλιγκ – ανόητο κατά βάση- που θέτει ζητήματα κυριαρχίας γιατί απλώς αυτό θα σημαίνει ότι δεν επιθυμεί ειρηνική λύση με διάλογο και δικαστήριο. Οφείλει να τα αποσύρει από το τραπέζι και όχι να τα επισύρει ως «μπαμπούλα» στην πραγματικότητα για να επιτύχει αδρανοποίηση ζωνών και δικαιωμάτων. Αυτό πρέπει να είναι σαφές και αδιαπραγμάτευτο έναντι όλων.
Με αυτά τα δεδομένα και τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν καταλήγω συνεπώς στο ότι η σωστή στρατηγική επίλυσης του λίαν περίπλοκου και εν μέρει επικίνδυνου ζητήματος καθορισμού άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω συμφωνημένης οριοθέτησης στη Μεσόγειο (ή σε μέρος αυτής συγκεκριμένα της Αν. Μεσογείου) θα ήταν μία πολυμερής διάσκεψη με συγκεκριμένο αντικείμενο και σε περίπτωση αποτυχίας της η παράλληλη προσφυγή από κοινού κατά ζεύγη σε διεθνές δικαστήριο. Και πολιτικά η αναβάθμιση του κλαμπ της Μεσογείου θα ήταν πολύ σωστός πολιτικά και διπλωματικά δρόμος. Μια τέτοια πρόταση συνεισφέρει ασφαλώς στη σταθερότητα στην Αν. Μεσόγειο ώστε να εκλείψουν κρίσιμες διαφορές όσον αφορά στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων του υπεδάφους του θαλάσσιου βυθού. Μια τέτοια πρόταση ορίζει και τη διπλωματική στρατηγική μας και τις συμμαχίες που πρέπει να επιδιωχθούν και να αξιοποιηθούν (και στρατιωτικά αποτρεπτικά εφόσον χρειασθεί και είναι δυνατό).
Η στρατηγική αυτή έχει τα εξής μεγάλα πλεονεκτήματα: (α) επιλύει τα ζητήματα συνολικά, πολυμερώς και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, (β) μεταφέρει το θέμα από απαράδεκτη αναμέτρηση στρατιωτικής ισχύος σε ειρηνική επίλυση διαφοράς, (γ) μπορεί να αποκαταστήσει την έννομη τάξη των θαλασσίων ζωνών στη ΝΑ Μεσόγειο οριστικά, (δ) λογικά θα μειώσει την ένταση αφού κατά τη διάρκεια της πιθανά θα υπάρξει μορατόριουμ αποφυγής μονομερών ενεργειών και (ε) πολιτικά θα έχει τη στήριξη όλης της διεθνούς κοινότητας χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά στο εσωτερικό των Κρατών πολιτικά. Δύσκολα θα εναντιωθεί κάποιος, ο οιοσδήποτε λογικά, σε μία επίλυση με μέσα του Διεθνούς Δικαίου (διαπραγμάτευση και δικαστική επίλυση).
Πολιτικά (και προληπτική προειδοποίηση) η απόρριψη μιας τέτοιας πρότασης είναι σημαντικά διπλωματικά κοστοβόρα καθόσον οδηγεί στην απομόνωση. Πρέπει να ξέρουμε ότι η θέση «δεν μιλάμε» δεν έχει στήριξη από πουθενά. Γιατί δεν στηρίζεται στο λόγο αλλά στη δύναμη. Επομένως όλος ο διεθνής παράγοντας με προεξάρχουσα τη Γερμανία (και από πίσω την ΕΕ) πιέζει για διάλογο.
Όμως θέλει προσοχή: διάλογος ναι, με κανόνες, σοβαρή προετοιμασία και βέβαια εν τέλει δικαιοδοτική επίλυση των διαφορών. Πολύ καλή συλλογική ετοιμασία. Είναι δύσκολα ζητήματα καθόλου απλά και χρειάζονται βαριά τεχνική και διπλωματική προεργασία.
Αυτό που θέλω εδώ να τονίσω ότι είναι σκοπιμότερο (και ορθότερο) να είναι πολυμερές το σχήμα από διμερές και κυρίως πρέπει να συμφωνηθεί το πλαίσιο της τελικής δικαιοδοτικής επίλυσης σε περίπτωση συνολικής ή μερικής αποτυχίας του διαλόγου αλλά από τώρα, εξαρχής. Και εδώ διαφέρει ουσιωδώς αυτό που υποστηρίζουμε έναντι των όσων ακούγονται.
Συνοπτικά τα πλεονεκτήματα της λύσης αυτής είναι εμφανή: είναι πολυμερές σχήμα, βασίζεται στο διεθνές δίκαιο ως αντίκρουση και απομειώνει τη χρονική ένταση, επιλέγεται δε άλλος χρόνος (από εκείνο τον οποίο επέβαλε η Τουρκία).
Το μεγάλο μειονέκτημα είναι πολιτικό και τεχνικό. Πολιτικά προϋποθέτει ότι κάποιος θα αποδεχθεί τη δικαστική κρίση για δικαιώματα του που μπορεί να είναι διαφορετικά από όσα νόμιζε ότι είχε. Και κάθε Κράτος έχει μαξιμαλιστική τάση και επομένως δεν θα κερδίσει σε όλα όσα προβάλλει. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όποιος ζητάει τα περισσότερα κερδίζει. Όχι. Αν δεν στηρίζονται σε συμφωνία όπως απαιτείται στο Διεθνές Δίκαιο απλώς θα χάσει τα περισσότερα από όσα υπερβολικά ζητάει.
Και το καλό στη περίπτωση της πατρίδας μας είναι ότι το διεθνές δίκαιο όπως έχει σήμερα καταγραφεί είναι θετικό ως προς την πλειονότητα των ελληνικών θέσεων. Και πολιτικά χρειάζεται αραγές ενιαίο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Έτσι νοείται η εθνική στρατηγική έναντι της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης.
Τεχνικά το ζήτημα όπως είπαμε είναι πολύπλοκο. Σύνθετο και μία τέτοια προσπάθεια θα πάρει πολύ χρόνο. Χρόνια. Ακόμη και η δικαστική της εκφορά. Αλλά έως τότε προσδοκάται εύλογα ίσως ότι θα υπηρετεί την ηρεμία και την ειρήνη.
Η μεσογειακή συνολική στρατηγική για διεθνή δικαστική επίλυση των οριοθετήσεων της ΝΑ Μεσογείου κατά το διεθνές δίκαιο είναι η καλύτερη για τους λόγους που είπαμε και η μόνη που ιστορικά ίσως προσφέρει αμοιβαία οφέλη για όλους στη μεγάλη εικόνα ακόμη και εάν χάσουν κάτι, από αυτά που εσφαλμένα νόμιζαν ότι είχαν κατά το διεθνές δίκαιο, στη μικρή. Η χώρα ηγέτιδα που καλείται για πολλούς λόγους μετά την αμερικάνικη απόσυρση (που ας ελπίσουμε θα αλλάξει επί Μπάιντεν η ενδεχόμενη εκλογή του οποίου θα αποτελέσει νέα ελπίδα) από τη Μεσόγειο να αναλάβει πρωτοβουλία σχετική είναι η Γαλλία. Εξάλλου διακρίνουμε αποφασιστικότητα και στρατηγικό βάθος ήδη στο λόγο του Γάλλου Προέδρου Μακρόν.
* Ο Χάρης Παμπούκης είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και τ. Υπουργός Επικρατείας