Παρότι το καλοκαίρι δεν είναι η καλύτερη εποχή για εσωκομματικές ζυμώσεις, έχει ενδιαφέρον ότι στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε πρόσφατα μια αναζωπύρωση της εσωκομματικής συζήτησης, έστω και με ανορθόδοξα μέσα και πεδία διαλόγου.
Αφορμή η συνέντευξη του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας κ. Παύλου Πολάκη.
Στη συνέχεια η αντιπαράθεση επεκτάθηκε στο ζήτημα που προέκυψε με το μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα για το Δεκαπενταύγουστο, ενώ μια παράλληλη συζήτηση έγινε με αφορμή τοποθέτηση προερχόμενη από την ομάδα των 53+ σε σχέση με τα εθνικά θέματα και τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά.
Ωστόσο, παρά την ένταση των χαρακτηρισμών ή του ύφους, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι σε όλη αυτή τη συζήτηση λίγες παρεμβάσεις έχουν γίνει που να μπορούν να θεωρηθούν ότι αναλογούν σε συζήτηση για το πρόγραμμα και τη στρατηγική.
Και αυτό παρότι θα περίμενε κανείς ότι ένα κόμμα το οποίο είχε μια πρωτόγνωρη εμπειρία διακυβέρνησης και μάλιστα μέσα στις δύσκολες συνθήκες του τρίτου μνημονίου και που πια μπορεί να υποστηρίζει ότι γνωρίζει όντως τι σημαίνει διακυβέρνηση θα ήθελε να αξιοποιήσει την εμπειρία αυτή για να συζητήσει τι σημαίνει όντως αριστερή πολιτική και διακυβέρνηση.
Ο ορίζοντας του συνεδρίου και το ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ της νέας εποχής
Προφανώς όλα αυτά δεν είναι άσχετα με την προοπτική του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ που προς το παρόν έχει αναβληθεί. Εκεί ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα αφορούν το εάν θα προσαρμοστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο πραγματικό εύρος του πολιτικού ακροατηρίου που τον έφερε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τι θα σημαίνει αυτό για τη φυσιογνωμία του.
Το ερώτημα είχε τεθεί και πριν τις εκλογές του 2019. Σύμφωνα με αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διευρύνθηκε σημαντικά ως προς το εκλογικό του ακροατήριο και την πολιτική του επιρροή, όμως ως κόμμα παρέμεινε κατά βάση το ίδιο με όταν ήταν ένας σχηματισμός του 4% ή του 5%. Κατά συνέπεια σύμφωνα με μια κατεύθυνση, την οποία έχει επικαλεστεί πολλές φορές και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αυτό που χρειάζεται είναι να αντιστοιχηθεί ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ με τον πραγματικό ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην κοινωνία.
Μόνο που αυτό κυρίως θεωρήθηκε ότι μπορούσε να καλυφθεί μέσω μιας πολιτικής διεύρυνσης προς το χώρο του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως προς ακόμη και τμήμα της Κεντροδεξιάς που θα αναζητούσε «προοδευτικές λύσεις».
Όμως, αυτό αντικειμενικά μείωνε την εσωκομματική βαρύτητα των τάσεων που ήδη υπήρχαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και έδινε την αίσθηση ότι διαμορφωνόταν νέος συσχετισμός.
Κυρίως όμως αυτό πυροδότησε μια συζήτηση για τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς την εξουσία και μετά. Το ένα αφήγημα, αυτό που δείχνει να ασπάζεται και ο Αλέξης Τσίπρας είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά απομακρύνθηκε από τη φυσιογνωμία ενός σχηματισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς και μετεξελίχθηκε ως συνολική πολιτική δυναμική και απήχηση σε έναν σύγχρονο προοδευτικό πόλο, κάτι ανάλογο με αυτό που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ.
Η άποψη αυτή συναντά την αντίθεση όσων πιστεύουν ότι η πολιτική έκπληξη του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 ήταν ακριβώς ότι ένα μικρό κόμμα του 4-5%, με σαφώς ριζοσπαστική φυσιογνωμία κατάφερε να καλύψει ένα κρίσιμο κενό να εκτιναχθεί πολιτικά και άρα δεν έχει λόγο να αλλάξει φυσιογνωμία, εφόσον αποδείχτηκε ότι η κοινωνία δεν έψαχνε ένα νέο ΠΑΣΟΚ αλλά ακριβώς τη ριζοσπαστική αριστερά.
Προφανώς και όλα αυτά έχουν να κάνουν και με συσχετισμούς και με την ειδική βαρύτητα κάθε τάσης. Στην περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ο κομματικός μηχανισμός ήταν σχετικά μικρός (δεδομένης και της αποχώρησης σημαντικού αριθμού στελεχών μετά τη συνθηκολόγηση του καλοκαιριού του 2015) όλες οι τάσεις είχαν σημαντική εκπροσώπηση σε όλα τα επίπεδα, στην κοινοβουλευτική ομάδα αλλά και στον κρατικό μηχανισμό.
Μια μεγάλη εισροή στελεχών με άλλη προέλευση και φυσιογνωμία θα σήμαινε υποχώρηση της βαρύτητας των τάσεων που υπερασπίζονται τη «ριζοσπαστική αριστερή» φυσιογνωμία (που ούτως ή άλλως βρέθηκε να έχει σημαντικά μικρότερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μετά τις εκλογές του 2019).
Με αυτή την έννοια η συζήτηση για την «αριστερή ταυτότητα» είναι στην πραγματικότητα και μια συζήτηση για το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε τάσεις στην προοπτική και μιας πιθανής επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Η απουσία προγραμματικής συζήτησης
Όμως, εάν κάτι εντυπωσιάζει δεν είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε τάσεις εντός ενός κόμματος εξουσίας (γιατί σε αυτό έχει αντικειμενικά μετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ) αλλά η απουσία προγραμματικής συζήτησης.
Αυτό φάνηκε για παράδειγμα στην πρόσφατη παρέμβαση του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Την ώρα που ο τέως υπουργός οικονομικών σαφέστατα υπερασπίζεται την αριστερή «ταυτότητα», υποστηρίζοντας ότι «έχει σημασία να συμφωνήσουμε όλοι και όλες ότι το κόμμα μας είναι ένα αριστερό κόμμα που έχει ως στόχο την αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου και όχι την διαχείριση του υπάρχοντος», όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει για ένα άλλο μοντέλο στην οικονομία μένει σε ένα επίπεδο γενικολογιών: γενική ανάγκη της ανάγκης φορολογίας επί του πλούτου και προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος (χωρίς να εξηγεί πώς αυτό μπορεί να γίνει), υπεράσπιση των αυξήσεων στους μισθούς ως τόνωση της ζήτησης και των επενδύσεων (πολιτική που αναπαράγει ένα κλασικό νεοκεϋνσιανό σχήμα), αντιμετώπιση του ενεργειακού και περιβαλλοντικού ζητήματος με μικρές και αποκεντρωμένες ΑΠΕ και υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών.
Μόνο που όλα αυτά δύσκολα θα μπορούσαν θα θεωρηθούν ακριβώς αριστερό πρόγραμμα.
Ακόμη και η πιο ρηξικέλευθη φαινομενικά τοποθέτηση, αυτή που υποστήριξε ότι το Υπερταμείο μπορεί να αποτελέσει εργαλείο μιας άλλης πολιτικής του δημοσίου και «δεν είναι ταμείο ιδιωτικοποιήσεων», εύλογα συνάντησε αντιδράσεις, από τη στιγμή που το Υπερταμείο, όπως ο ίδιος ξέρει καλά, εξαρχής σχεδιάστηκε ως Ταμείο που θα οδηγούσε στην ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων και στην «αξιοποίηση» της περιουσίας του δημοσίου (χαρακτηριστικό και το παράδειγμα με τον κατάλογο των ακινήτων που περιλάμβαναν ακόμη και αρχαιολογικούς χώρους).
Όμως, και η άλλη πλευρά επίσης δεν συνεισφέρει ιδιαίτερα σε πολιτικές προτάσεις. Και προφανώς δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί προγραμματική πρόταση π.χ. το ότι έπρεπε μια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να περάσει στον έλεγχο του δημοσίου, όπως πρότεινε ο κ. Πολάκης, όταν ήταν δεδομένο ότι η ανακεφαλαίοποίηση του τρίτου μνημονίου, την οποία και υπερψήφισε, ήταν σχεδιασμένη ακριβώς ώστε να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ούτε είναι τυχαίο ότι σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει διατυπώσει κάποια συνολική εναλλακτική πολιτική. Μπορεί να διατυπώνει εύλογες κριτικές σε νομοσχέδια ή άλλες νομοθετικές παρεμβάσεις αλλά δεν δείχνει να έχει εναλλακτικό σχέδιο. Για παράδειγμα μπορεί να κάνει κριτική στην Έκθεση Πισσαρίδη, όμως από τη μεριά του δεν έχει παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αναπτυξιακή στρατηγική, την κλαδική πολιτική, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, την ενίσχυση των δυνάμεων της εργασίας, συνολικά οτιδήποτε θα όριζε το διακριτό χαρακτήρα μιας σύγχρονης αριστερής ή και προοδευτικής πολιτικής.
Ακόμη και σε ένα θέμα όπως η πανδημία δεν διατύπωσε κάποια συνολική εναλλακτική πρόταση, παρά μόνο από ένα σημείο και μετά απλώς αναζήτησε αφορμές για επικριτικές ανακοινώσεις.
Μόνο που από μια αριστερή δύναμη θα περίμενε κανείς όχι απλές καταγγελίες για τον τουρισμό ή αμφισβήτηση της δυνατότητας να ανοίξουν τα σχολεία, αλλά πολύ περισσότερο ένα εναλλακτικό σχέδιο για το πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας που εξαρτάται από τον τουρισμό ή προτάσεις και μέτρα για την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και την όσο πιο ασφαλή πραγματοποίηση της σχολικής χρονιάς.
Όσο για τον θόρυβο γύρω από την ανάρτηση του Αλέξη Τσίπρα για το Δεκαπενταύγουστο, θα μπορούσε κανείς να πει φαντάζει παράδοξος, εάν αναλογιστούμε ότι απουσιάζει από τον ΣΥΡΙΖΑ κάποια ολοκληρωμένη πρόταση για χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, ή έστω μια αποτίμηση της εμπειρίας από την προσπάθεια συμφωνίας με την Εκκλησία της Ελλάδος.
Ο κίνδυνος του καιροσκοπισμού
Ενίοτε όλα αυτά επικαθορίζονται και από μια λογική εκμετάλλευσης των αδυναμιών της κυβέρνησης.
Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό σε σχέση με τα εθνικά θέματα. Στην πραγματικότητα η εξωτερική πολιτική είναι από τα πεδία όπου οι αποστάσεις ανάμεσα σε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση είναι μικρές και υπάρχουν στοιχεία συνέχειας. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει στο δρόμο της διαρκούς προσπάθειας αναβάθμισης των σχέσεων με τις ΗΠΑ που σφράγισε και την κυβέρνηση Τσίπρα όπως και στην αναβαθμισμένη συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, παράλληλα με τον κοινό ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Αντίστοιχα και οι δύο παρατάξεις είναι υπέρ στην πραγματικότητα του διαλόγου με την Τουρκία, ενώ και η ΝΔ απαλλαγμένη από προεκλογικούς υπολογισμούς δεν έχει πρόβλημα να εφαρμόζει την Συμφωνία των Πρεσπών.
Ωστόσο, συχνά ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να διαλέγει μια φαινομενικά «πατριωτική ρητορική» με κριτήριο κατά βάση να δώσει την αίσθηση ότι κάνει αντιπολίτευση και δη από «εθνική σκοπιά». Αυτό γεννά αντιδράσεις στο εσωτερικό του π.χ. με κείμενα όπως αυτό των 53+ που καταδίκασαν τη «μαξιμαλιστική» γραμμή και ρητορική και τάχτηκαν υπέρ διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, όμως ακόμη και τέτοιες τοποθετήσεις απέχουν από το να συγκροτούν εναλλακτικό υπόδειγμα πολιτικής.
Το τίμημα αυτής της επιλογής αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών υπό το πρίσμα περισσότερο της πολιτικής επικοινωνίας είναι να απουσιάζει και επί του θέματος μια ολοκληρωμένη πρόταση για το πώς πρέπει να προσανατολιστεί η χώρα και δη στο δύσβατο έδαφος της αναμέτρησης με την τρέχουσα εκδοχή τουρκικής επιθετικότητας.
Η πραγματική φθορά της εξουσίας
Όλα αυτά αποτυπώνουν και τα αποτελέσματα από την τριβή του ΣΥΡΙΖΑ με την εξουσία και την αυξημένη προσαρμογή του σε ένα είδος διαχείρισης της πολιτικής επικοινωνίας που δίνει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στο επιφαινόμενο παρά στην ουσία, αποφεύγοντας την αναμέτρηση με πιο στρατηγικά ερωτήματα (θεωρώντας ότι ως προς αυτά το πλαίσιο είναι λίγο πολύ προδιαγραμμένο).
Αυτό μπορεί να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η πολιτική αντιπαράθεση στις σύγχρονες δημοκρατίες (ή μετα-δημοκρατίες) με τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ «κεντροδεξιάς» και «κεντροαριστεράς» ως προς τα στρατηγικά ερωτήματα, όμως δύσκολα μπορεί να αποτελέσει περιγραφή μιας αριστερής πολιτικής πρακτικής.