Το βράδυ της 20ης Αυγούστου, ο Τζο Μπάιντεν πέτυχε ένα στόχο που στην πραγματικότητα είχε εδώ και χρόνια, ήδη από το 1988: θα ξεκινά και τυπικά την καμπάνια του ως ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, ζητώντας από τους αμερικανούς να έχουν πίστη ότι «μπορούν να ξεπεράσουν αυτή την εποχή του σκότους», όπως είπε χαρακτηριστικά σε μια ομιλία που προσπάθησε να δείξει ότι αυτός μπορεί να ενώσει την Αμερική, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ τον κατηγορούσε ότι είναι μια «μαριονέτα της ριζοσπαστικής αριστεράς» (χαρακτηρισμός μάλλον άτοπος εάν αναλογιστούμε ότι η τελική συσπείρωση γύρω από τον Μπάιντεν έγινε ακριβώς για να αποτραπεί μια πιο ριζοσπαστική υποψηφιότητα όπως αυτή του Μπέρνι Σάντερς).
Μικρή σημασία έχει ότι ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα (που είχε προτιμήσει την Χίλαρι Κλίντον για διάδοχό του και όχι τον Μπάιντεν) κέρδισε τις εντυπώσεις με την ομιλία του, την ώρα που είναι γνωστό ότι ο Μπάιντεν δεν θεωρείται ιδιαίτερα εμπνευσμένος ομιλητής. Ο Μπάιντεν είναι ο υποψήφιος.
Δεν είναι, άλλωστε, μικρό πράγμα για τον γερουσιαστή από το Ντελάγουερ, μια Πολιτεία όπου το βασικό καθήκον των εκπροσώπων της στη Ουάσιγκτον είναι να πείθουν τράπεζες και μεγάλες εταιρείες να διαλέξουν τη μικρής έκτασης Πολιτεία ως έδρα εξαιτίας του ιδιαίτερα ευνοϊκού θεσμικού πλαισίου που προσφέρει για τις επιχειρήσεις.
Από πολλές απόψεις ο Μπάιντεν δείχνει να έχει αρκετά ευνοϊκούς όρους. Η επιλογή της Κάμαλα Χάρις για τη θέση της υποψήφιας Αντιπροέδρου, της πρώτης υποψήφιας με αφροαμερικανική και ασιατική καταγωγή, κέρδισε θετικές εντυπώσεις, ιδίως από τη στιγμή που η πρώην Γενική Εισαγγελέας της Καλιφόρνια (και γερουσιαστής αυτής της Πολιτείας) συνδυάζει και το στοιχείο της «σκληρής» γραμμής σε ζητήματα εγκληματικότητας. Βέβαια ταυτόχρονα σηματοδότησε ότι ο Μπάιντεν δεν είχε σκοπό να κάνει κάποια παραχώρηση προς την αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος.
Κυρίως, όμως, ο Μπάιντεν θέλει να ελπίζει ότι θα κερδίσει τη διάχυτη δυσαρέσκεια που φαίνεται να υπάρχει στην αμερικανική κοινωνία απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην πανδημία, που έχει φέρει τις ΗΠΑ να έχουν τα περισσότερα θύματα (την ώρα που στατιστικά έχουν την υψηλότερη κατά κεφαλή δαπάνη υγείας), την οικονομική κρίση που έχει οδηγήσει σε τεράστια αύξηση της ανεργίας και τις μεγάλες διαμαρτυρίες για την αστυνομική βία, έχουν επιτείνει την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά και έχουν ανατρέψει τον αρχικό σχεδιασμό του Τραμπ που στηριζόταν κυρίως στις πολύ θετικές επιδόσεις της οικονομίας και την εξαιρετικά χαμηλή ανεργία.
Τα μαθηματικά των εκλογών δείχνουν να ευνοούν τον Μπάιντεν
Όπως είναι γνωστό οι αμερικανικές εκλογές δεν στηρίζονται ακριβώς στην αρχή ότι κάθε ψήφος μετράει το ίδιο. Στις εκλογές του 2016 η Χίλαρι Κλίντον είχε κερδίσει σχεδόν τρία εκατομμύρια περισσότερους ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ, όμως έχασε τις εκλογές, γιατί ο Τραμπ κατάφερε να κερδίσει κρίσιμες Πολιτείες και έτσι βρέθηκε να έχει περισσότερους εκλέκτορες.
Με αυτή την έννοια το να έχει ο Τζο Μπάιντεν καθαρό προβάδισμα γενικά στον αμερικανικό πληθυσμό είναι δεδομένο. Όπως και λίγο πολύ ήταν και είναι δεδομένο ότι οι Δημοκρατικοί έχουν πολύ καθαρό προβάδισμα σε συγκεκριμένες δημογραφικές κατηγορίες όπως είναι γυναίκες, οι αφροαμερικανοί, οι απόφοιτοι κολεγίου, οι εργαζόμενοι σε συμμετοχή σε συνδικάτα. Το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν θα κερδίσει τις Πολιτείες που πρέπει.
Για παράδειγμα το 2016 ο Τραμπ κέρδισε οριακά τις Πολιτείες του Μίσιγκαν, της Πενσιλβάνια, του Γουισκόνσιν, στις οποίες σήμερα ο Μπάιντεν έχει καθαρό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Αντίστοιχα, το Οχάιο που το 2016 είχε ψηφίσει καθαρά υπέρ του Τραμπ αυτή στιγμή έχει προβάδισμα Μπάιντεν, ενώ και η Φλόριντα δείχνει να κλείνει προς την πλευρά των Δημοκρατικών. Ακόμη και η Αριζόνα δείχνει να παίζεται με τις δημοσκοπήσεις να τη δίνουν να περνάει στον Μπάιντεν, αν κα εδώ ο Τραμπ δείχνει να καλύπτει τη διαφορά.
Το αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή αρκετές δημοσκοπήσεις να προβλέπουν όχι μόνο προβάδισμα του Μπάιντεν στη γενική ψήφο αλλά και σαφή νίκη ως προς τον αριθμό των εκλεκτόρων. Για παράδειγμα οι Financial Times (σε συνεργασία με το Real Clear Politics) δίνουν στον Μπάιντεν 190 σίγουρους εκλέκτορες που μαζί με άλλους 108 από Πολιτείες που τείνουν οι Δημοκρατικοί να κερδίσουν, σημαίνει μια καθαρή πλειοψηφία 298 εκλεκτόρων (χρειάζονται 270 για να εκλεγεί κάποιος Πρόεδρος). Άλλες εκτιμήσεις, όπως αυτή της ιστοσελίδας 270towin.com δίνουν ακόμη και πλειοψηφία 301 εκλεκτόρων.
Η αποτύπωση της δυσαρέσκειας κατά του Τραμπ
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα εκλογικό σώμα βαθιά διαιρεμένο πολιτικά αλλά και πολιτιστικά. Αυτό αποτυπώνεται και στον τρόπο που κατανέμονται με κομματικούς όρους οι γνώμες ως προς για τον χειρισμό της πανδημίας από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που οι αμερικανοί αποτιμούν την κατάσταση της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάζονται οι Financial Times μαζί με το Peterson Foundation σε σχέση με το πώς βλέπουν την κατάσταση της οικονομίας, για πρώτη φορά στις αρχές Αυγούστου είχαμε το ίδιο ποσοστό (33%) στην απάντηση εάν η οικονομική κατάσταση των ερωτώμενων έγινε καλύτερη ή χειρότερη από όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τώρα πάντα οι απαντήσεις ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι καλύτερη είχε το προβάδισμα. Μάλιστα ενώ το ποσοστό των Δημοκρατικών που υποστηρίζουν ότι η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε ήταν τον Αύγουστο του 2020 52%, το ίδιο με τον Οκτώβριο του 2019, το αντίστοιχο ποσοστό των Ρεπουμπλικάνων αυξήθηκε από 7% σε 11%.
Από την άλλη, παρήγορο για τον Τραμπ είναι το γεγονός ότι ακόμη και τώρα το 48% πιστεύει ότι έστω και λίγο βοήθησε την οικονομία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό όσων υποστηρίζουν ότι την έβλαψε είναι στο 44%, αλλά με σαφή ανοδική τάση. Σημειώνουμε εδώ ότι η πιο πρόσφατη στιγμή μεγάλης θετικής απήχησης του Τραμπ αφορούσε τα πρώτα μέτρα που εξήγγειλε για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Αντίστοιχα, έχει σημασία ότι πια η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων δηλώνει ότι άλλαξε τη συμπεριφορά του εξαιτίας της πανδημίας, με το ποσοστό να φτάνει το 71%, έστω και εάν οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να δείχνουν ότι τους απασχολεί κάπως περισσότερο η πανδημία.
Η μάχη τώρα ξεκινά
Ωστόσο, η εκλογική μάχη απέχει του να έχει ολοκληρωθεί. Άλλωστε, πάντα η στιγμή των συνεδρίων των δύο κομμάτων και της επίσημης εκκίνησης της εκλογικής μάχης είναι στιγμή και μεγαλύτερης δημοτικότητας των υποψηφίων και αυτή τη στιγμή ο Μπάιντεν έχει μια υποψήφια αντιπρόεδρο με θετική απήχηση και μια εικόνα σχετικής συσπείρωσης του κόμματος πίσω του. Όμως, η μάχη στην πραγματικότητα τώρα ξεκινά.
Και μάλιστα θα δοθεί και με νέους όρους, εάν δούμε ότι αναμένεται πάρα πολύ μεγάλη χρήση της επιστολικής ψήφου, καθώς ολοένα και περισσότερες Πολιτείες την επιτρέπουν και για όποιους ανησυχούν για την πανδημία. Αυτό αλλάζει και τους όρους με τους οποίους τα κόμματα κινητοποιούνται για να πείσουν ψηφοφόρους να πάνε να ψηφίσουν ακόμη και την ίδια την ημέρα των εκλογών, σε μια χώρα όπου έχουν γίνει έρευνες ακόμη και για το πόσο επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα οι καιρικές συνθήκες την ημέρα των εκλογών. Τώρα, με ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων να ετοιμάζονται για την επιστολική ψήφο, μένει να δούμε ποιος θα ευνοηθεί από αυτή την αλλαγή.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αμφισβητήσει τη λύση αυτή, υποστηρίζοντας ότι διευκολύνει την εκλογική απάτη και μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν ότι προλείαινε το έδαφος για αμφισβήτηση του αποτελέσματος.
Σε αυτό συνέβαλε και η τοποθέτησή του ενάντια στην πρόταση των Δημοκρατικών για επιπλέον χρηματοδότηση τόσο για την ταχυδρομική υπηρεσία όσο και για μέτρα διασφάλισης του αδιάβλητου των εκλογών. Πάντως ο ίδιος διευκρίνισε ότι η αντίθεσή στη χρηματοδότηση αφορούσε τη διαπραγμάτευση του συνολικού πακέτου οικονομικών μέτρων για την ανάκαμψη της οικονομίας και ότι εάν υπάρξει συνολική συμφωνία θα πάρει και η ταχυδρομική υπηρεσία την επιπλέον χρηματοδότηση.