Στην περσινή μας συνέντευξη, τέτοιο καιρό, η επέτειος ήταν «στρογγυλή»: 50 χρόνια από το Γούντστοκ που θα άλλαζε τον κόσμο. Ακόμη κι αν δεν τα κατάφερε, άλλαξε σίγουρα τον κόσμο της ροκ και τη συναισθηματική της γεωγραφία. Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέλαβε τα σήματα των καιρών που άλλαζαν από τότε ως μακρινός αυτήκοος μάρτυς – τον Αύγουστο του 1969 ο ίδιος ηχογραφούσε το «Περιβόλι του τρελού», δίσκο που ήρθε για να μείνει στη μουσική άνοιξη της δεκαετίας. «Ολη εκείνη η εποχή ήταν σαν φουσκωμένο ποτάμι. Υστερα τα νερά τραβήχτηκαν. Αλλά το σημάδι που φτάσανε ψηλά στον βράχο μένει πάντα εκεί, κτήμα εσαεί, για να μας θυμίζει το αληθινό μας μέτρο για την επόμενη φορά» έλεγε πέρσι.
Με συναυλίες ανά την Ελλάδα και το πρόγραμμα στο «Αλσος», συγκεντρώνοντας δίπλα του νέους καλλιτέχνες που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη μουσική, παρουσίασε το «πνεύμα» εκείνης της εποχής. Συνθέσεις δικές του – «Περιβόλι του τρελού», «Μπάλος», «Βρώμικο ψωμί» – μαζί με τραγούδια των Τζάνις Τζόπλιν, Τζο Κόκερ, Who, Τζον Μπαέζ κ.ά. Νέες ενορχηστρώσεις, πρόζα και αφήγηση για την «αξεδίψαστη δίψα» της επανάστασης που κατέληξε αδύνατη. «Η εξουσία καθεαυτή δεν με φοβίζει γιατί μπορεί και να σημαίνει ευθύνη. Αν όχι όλες, πολλές επαναστάσεις πάντως, όχι απλώς δεν μπόρεσαν να σηκώσουν την ευθύνη των παραδείσων που υποσχέθηκαν αλλά τρεκλίζανε σαν κολασμένες. Ή σέρνονταν ταλαιπωρώντας τους ανθρώπους ή κατέρρεαν αφήνοντας πίσω τους ερείπια» έλεγε επίσης στην περσινή συνέντευξη.
Το δοκιμασμένο πρόγραμμα με τίτλο «Στο Woodstock εγώ – ήμουν εδώ», μεταφέρεται πλέον στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ακριβώς στην εκκίνηση του Σεπτεμβρίου και ενώ οι προσδοκίες για το πολιτισμικό φθινόπωρο είναι μεγαλύτερες. Η συνέντευξή μας έγινε λίγο πριν συνηθίσουμε την ειδησεογραφία για την «έκρηξη των κρουσμάτων», στο μεταίχμιο που ο καθένας μας προσπαθούσε να επιχειρήσει έναν πρώτο απολογισμό από τη χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων. Είχε, όμως, και μία άλλη έμμεση αφορμή: τη συμμετοχή του Διονύση Σαββόπουλου – ήδη από τη διεύρυνση του περασμένου Φεβρουαρίου – ως μέλους στην Επιτροπή 2021, η οποία συνεχίζει το έργο της κάτω από τα ραντάρ της πανδημίας.
Ακούγεται συχνά το τελευταίο διάστημα ότι έχουμε αλλάξει ως κοινωνία εξαιτίας του κοροναϊού. Το πιστεύετε; Εσείς σε τι έχετε αλλάξει προσωπικά;
Εχουμε αλλάξει και δεν έχουμε. Στην αρχή ήταν σαν πρόβα στα καταφύγια. Δεν μας έχει ξανασυμβεί και πιστεύω ότι θα μείνει για καιρό χαραγμένο μέσα μας αυτό. Ηρθαμε κοντά και αυτό είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Μετά άρχισαν πάλι τα ξεσαλώματα στις παραλίες. Η ψυχή είναι φελλός, δεν αντέχει πολύ στον βυθό και ο κόσμος να καεί, πάντα θα υπάρχει ο Αύγουστος και τα νιάτα. Πάντως αισθάνομαι ότι εκτός από την επιδημία έρχεται από παντού κάτι πολύ δύσκολο, κάτι σε όλο τον κόσμο αλλά δεν έχει όνομα. Μια δοκιμασία. Οι κοινωνίες μας είναι ρηχές και θα χρειαστεί να ωριμάσουμε απότομα για να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και τον ανοιχτό τρόπο ζωής μας. Δηλαδή να αποδεχτούμε τη δοκιμασία, χωρίς κανένα μίσος αλλά με αληθινή αποφασιστικότητα.
Νιώσατε κάποια στιγμή ότι ο αυτοεγκλεισμός και η μοναχικότητα είναι μια κατάσταση που δεν την αντέχουν όλοι με τον ίδιο τρόπο; Ποια είναι η δική σας σχέση με τη μοναξιά;
Εμένα μ’ αρέσει να κάθομαι όσο γίνεται πιο μόνος, οπότε με την καραντίνα είχα όλες τις δικαιολογίες. Απ’ την άλλη όμως μ’ αρέσει και να παίζω, να συναντώ τους μουσικούς, το ακροατήριο και ύστερα τον κόσμο στο καμαρίνι. Αυτά μου λείψανε εντελώς, αλλά να τώρα μας καλούν να παίξουμε δυο βράδια στον κήπο του Μεγάρου, 1 και 2 Σεπτεμβρίου, και δεν βλέπω την ώρα. Για τον καλλιτέχνη και ο «έγκλειστος» και ο «αμολημένος» αξίζουν το ενδιαφέρον. Αλλοι μπροστά στο βολάν, άλλοι μπροστά στο γραφείο, όλοι κυνηγάμε τον εαυτό μας ο οποίος προπορεύεται. Εγώ μάλλον μπροστά στο γραφείο. Πάντως τώρα στο Μέγαρο θα είμαστε απολύτως ασφαλείς γιατί θα τηρήσουμε τα μέτρα με το παραπάνω. Θα είναι βέβαια πολύ λίγες οι θέσεις, αλλά έτσι θα χαρούμε τη συναυλία ξέγνοιαστοι.
Αν σας ζητούσα να επιλέξετε πρόσωπα που ξεχωρίσατε μέσα σε αυτή την περιπέτεια της πανδημίας, ποια θα ήταν αυτά;
Τα πρόσωπα με τις λευκές ποδιές στις ΜΕΘ. Η χρυσή καρδιά Σωτήρης Τσιόδρας και ο… σαν ομαδάρχης κατασκήνωσης, Χαρδαλιάς.
Η αφορμή για τη συνέντευξη είναι το Γούντστοκ, μια εποχή αντιηρώων. Ποιοι είναι οι δικοί σας αντι-ήρωες που δεν έχασαν ποτέ τη λάμψη τους;
Ο Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Κόκερ, οι Who μας δείξανε με τη μαγεία τους ότι κάτω από την εξέγερση στα πανεπιστήμια, κάτω από τον χιπισμό και τα κοινόβια, κάτω απ’ τον Μάη του ’68 υπάρχει η αξεδίψαστη δίψα, ο πυρετός του ουρανού. Μια φλεγόμενη αγάπη αχόρταγη και ανικανοποίητη.
Επανάσταση και ουτοπία, λοιπόν. Ζήσατε την εποχή εκείνων των αιτημάτων, αλλά κάποια στιγμή σαρώθηκαν. Είναι πάντα λόγω του «νέου εγωισμού» που συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Μα άλλοι πέφτανε στην ντρόγκα, άλλοι τρέχανε στα οδοφράγματα, άλλοι στους γκουρού κι άλλοι στον Μάο. Τι πολιτική να βγει από τέτοια ασυναρτησία; Το πολιτιστικό προϊόν όμως που γέννησε εκείνη η λαχτάρα – έργα, θέατρο, μουσική κ.λπ. – απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού. Φαίνεται πως ό,τι φαντάσματα και να κατασκεύασε το μυαλό μας εκείνα τα χρόνια στη δεκαετία του ’60, η καρδιά είπε πάλι την αλήθεια με τη δική της προαιώνια παιδεία και στο Woodstock και εδώ.
Γιατί η ουτοπία που επαγγέλλεται ο Χατζιδάκις ή η μουσική «επαναστατικότητα» του Τσιτσάνη είναι πιο αληθινές από εκείνες που επαγγέλλονται οι επαγγελματίες επαναστάτες;
Διότι η καλλιτεχνική έκφραση είναι ανώτερη από όποια πολιτική εφαρμογή. Ο πολιτικός βέβαια πρέπει να κάνει τη δουλειά του αλλά να σέβεται ό,τι δεν μπορεί να φτάσει. Στην «Οδύσσεια», εκεί που σφάζει τους μνηστήρες ο Οδυσσέας, λέει στον τροβαδούρο «εσύ βγες έξω, τα έργα σου είναι ανώτερα από τα δικά μου αλλά εγώ πρέπει να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω». Και συνεχίζει τη σφαγή, ενώ ο τροβαδούρος βγαίνει άρον άρον στην αυλή με το βλέμμα τρελαμένο απ’ το μακελειό που είδε.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός άνοιγε την παράστασή του «Μεταπολίτευση – Κομμώτριες», λίγο πριν από τον κορωνοϊό, με μια δική σας αφήγηση για τη συναυλία στο Τρίτο Πρόγραμμα το 1980. Λέγατε στο κοινό ότι η συναυλία ματαιώνεται και «ουδείς εκινείτο». Είδατε τότε τη «φωτογραφία του πράγματος που επερχόταν». Γιατί άντεξε τόσο πολύ ο λαϊκισμός στη χώρα μας;
Το πάτωμα στο παλιό δημοτικό θέατρο του Πειραιά ταρακουνιόταν επειδή είχανε μπει για τη συναυλία τρεις φορές περισσότεροι. Από κάτω έχασκε είκοσι μέτρα κενό! Τους παρακαλούσα με δάκρυα στα μάτια να αδειάσουν την αίθουσα διότι κινδυνεύουν και παρέμεναν αμετακίνητοι ενώ τους καρτερούσε το βάραθρο. Ο κόσμος πολύ δύσκολα ακούει. Νομίζει ότι τα ξέρει όλα, διότι όταν οι ρήτορες λένε και ξαναλένε «ο κυρίαρχος λαός και ο κυρίαρχος λαός» επόμενο είναι μερικοί να την ψωνίσουν και να πάρουν στον λαιμό τους κι άλλους. Προτιμούν να πιστέψουν συνωμοσίες παρά έγκριτους και σοφούς ανθρώπους. Αυτό θα τελειώσει. Με οδυνηρό τρόπο αλλά θα τελειώσει. Ο φόβος φέρνει τον λαϊκισμό και η φρίκη τον τελειώνει.
Οταν ολοκληρωθούν οι εργασίες της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» ποιο αποτύπωμα θα θέλατε να έχει μείνει στην ελληνική κοινωνία;
Οτι είμαστε μέσα σε μια συναρπαστική ιστορία που συνεχίζεται ώσπου να φτάσουμε σε μια πολιτεία, δίκαιη, γενναία και καλαίσθητη. Είμαστε οι Ελληνες, δεν είμαστε τυχαίοι. Εχουμε πολλά ελαττώματα αλλά έχουμε και μια εκστατική ανοιχτοσύνη που είναι χρήσιμη για όλη την οικουμένη. Προσλαμβάνουμε και μιμούμαστε τα πάντα με έναν πολύ δικό μας τρόπο και κατά περιόδους λειτουργούμε σαν ένας μεγάλος μεταμορφωτικός μηχανισμός.
Τι πιστεύετε ότι οφείλουμε να αποφύγουμε ως κοινωνία, κόμματα, πολίτες σε αυτή την «αναψηλάφηση» του ιστορικού παρελθόντος;
Στις μέρες μας μόδα είναι η απομυθοποίηση. Είναι ο νέος ναρκισσισμός. Σου λένε καμαρωτά-καμαρωτά ότι παραδείγματος χάριν ο Καραϊσκάκης ήταν δίγαμος ή ο Ανδρούτσος παιδόφιλος. Στο λένε θριαμβευτικά λες και σου αποκαλύπτουν την υπέρτατη αλήθεια. Μα και έτσι να ‘ναι, η ουσία δεν αλλάζει. Οι αγωνιστές του ’21 ήταν άνθρωποι τραχείς και μάλιστα με όλα τα στραβά και ανάποδα του κόσμου, αλλά στη δεδομένη στιγμή γίνανε πλάσματα που δέχονται να θυσιαστούν και να πεθάνουν για κάτι που πιστεύουν ανώτερο: για την ελευθερία ή την Αγία Τριάδα ή την πατρίδα ή την περηφάνεια του προσώπου μπροστά στην κοινότητα. Δηλαδή ήταν σαν και εμάς ενώ ήταν ήρωες. Ή, αν προτιμάτε, ήταν ήρωες ενώ ήταν σαν και εμάς. Αυτή είναι η αλήθεια. Τα άλλα είναι σωστές ή λάθος πληροφορίες, κατάλληλες για κουτσομπολιό ή για κανένα συνέδριο ή καμιά ειδική έκδοση. Στην επέτειο των 200 χρόνων, γιορτάζουμε τους εαυτούς μας στις ευγενέστερες και στις ανώτερες στιγμές τους, όχι για λόγους εξιδανίκευσης, αλλά διότι οι υψηλές και θυσιαστικές στιγμές της ελληνικής μας ζωής είναι οι μόνες που μπορούν να τη διασώσουν απ’ τη μαύρη μας μικρότητα που πάντα θα υπάρχει.