Το σύνθημα όλων εκείνων που παρακολουθούν τις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο συνοψίζεται σε μια λέξη: διάλογος. Παρότι, όμως, από την πρώτη στιγμή η Ελλάδα αξιοποίησε όλα τα όπλα που είχε στη διπλωματική της φαρέτρα, υπήρξαν στιγμές που τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν νωθρά. Η σημερινή Τουρκία έχει φροντίσει να καλλιεργήσει τις σχέσεις της με στρατηγικές δυνάμεις της Δύσης – κι αυτό, ενίοτε, δυσκολεύει το τράβηγμα του αφτιού.
Οι ΗΠΑ
Ο Ερντογάν έχει βρει έναν (όχι και τόσο) διακριτικό σύμμαχο στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ. Σ’ αυτή τη φάση, το τελευταίο με το οποίο ασχολούνται στην Ουάσιγκτον είναι η Ανατολική Μεσόγειος: η χώρα έχει μπει για τα καλά σε προεκλογική περίοδο και η πανδημία του κορωνοϊού εξελίσσεται μέρα με τη μέρα. Η σιγή ασυρμάτου, τις πρώτες ώρες εκδήλωσης της ελληνοτουρκικής κρίσης, τον περασμένο Ιούλιο, έγινε αισθητή – σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, και λόγω του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν εξαρχής πρωτοβουλίες για αποκλιμάκωση της έντασης. Στα αργά αντανακλαστικά ήρθε να προστεθεί η μετέπειτα δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για «διαφιλονικούμενα ύδατα», κάνοντας σαφές πως στην Αμερική δεν θέλουν στη δεδομένη φάση να ανοίξουν μέτωπο με την Τουρκία.
Η καλή γνώμη του αμερικανού προέδρου για τον τούρκο ομόλογό του είναι εδώ και καιρό γνωστή, έχει επισφραγιστεί στις αμυντικές συμφωνίες των δύο κρατών. Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρη, όταν, για να περιγράψει τον Ερντογάν, ο Τραμπ μίλησε για έναν «σκακιστή παγκόσμιας κλάσης» που «ακούει μόνο εκείνον». Στις αρχές του Αυγούστου, μάλιστα, ΗΠΑ και Τουρκία ανακοίνωσαν τη σύσταση «κέντρου κοινών επιχειρήσεων» στη Βόρεια Συρία. Οι ΗΠΑ, βέβαια, πάντα στο τέλος μπαίνουν στο διπλωματικό παιχνίδι. Ετσι έγινε κι αυτή τη φορά, με τις διαδοχικές συναντήσεις του Μάικ Πομπέο με τον Νίκο Δένδια και τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, ο Πομπέο έβαλε στο τραπέζι την ανάγκη για διάλογο, σε αυστηρό τόνο προς την τουρκική πλευρά – η οποία φάνηκε και από τον τρόπο που ο Τσαβούσογλου αναγκάστηκε να ταξιδέψει έως τη Δομινικανή Δημοκρατία. Οι σχέσεις του Τραμπ με τον Ερντογάν, πάντως, που εν πολλοίς είναι αυτές που καθορίζουν τη σχέση των δύο χωρών, σκοντάφτουν τόσο σε Ρεπουμπλικανούς που διαφωνούν με τον Τραμπ στην εξωτερική πολιτική, όπως ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον, αλλά και σε Δημοκρατικούς. Μια ερμηνεία λέει πως η επίσημη αντίδραση της Αγκυρας στις (προ οκταμήνου) δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν έγινε λόγω των δημοσκοπήσεων, που τον δείχνουν τον Νοέμβριο στον Λευκό Οίκο – μια τέτοια εξέλιξη σίγουρα θα άλλαζε τα δεδομένα μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας.
Η Γερμανία
Μεγάλο ρόλο στην αντίδραση της Δύσης απέναντι στην προκλητικότητα Ερντογάν έπαιξε και η συγκυρία. Την απουσία των ΗΠΑ από τη διεθνή πολιτική σκηνή έχει αναλάβει να αναπληρώσει η Γερμανία, με την Ανγκελα Μέρκελ να διανύει την τελευταία περίοδο διακυβέρνησης και τη χώρα να έχει αναλάβει γι’ αυτό το εξάμηνο την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η Μέρκελ ήταν αυτή που τον Ιούλιο ανάγκασε τον Ερντογάν να κάνει ένα βήμα πίσω – λίγες μέρες μετά, ανακοίνωσε τη μερική άρση της ταξιδιωτικής προειδοποίησης για την Τουρκία. Τον Αύγουστο δεν έκανε το ίδιο – μόλις πριν από λίγες μέρες με δημόσια εμφάνισή της εξέφρασε την ανησυχία της για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και τάχθηκε στο πλευρό Ελλάδας και Κύπρου απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Είχε, ωστόσο, προηγηθεί μια δύσκολη άτυπη τηλεδιάσκεψη των ευρωπαίων ΥΠΕΞ, όπου τελικά δεν βγήκε κοινό ανακοινωθέν που να συμπεριλαμβάνει το θέμα της Τουρκίας, παρά μόνο μια δήλωση του ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ.
Η ενόχληση του Βερολίνου, στην οποία αποδόθηκε το αποτέλεσμα της τηλεδιάσκεψης, είχε να κάνει με την έλλειψη ενημέρωσης από την ελληνική πλευρά για τη συμφωνία για μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και για το τάιμινγκ που επελέγη – λίγο μετά την ανεπίσημη τριμερή συνάντηση ανάμεσα σε Ελλάδα, Γερμανία και Τουρκία που άνοιγε τον δρόμο στις διερευνητικές επαφές ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα.
Οι σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία είναι, όμως, κατά κύριο λόγο εμπορικές, καθώς η Γερμανία είναι η πρώτη χώρα σε ξένες άμεσες επενδύσεις στην Τουρκία. Το Βερολίνο ήταν αυτό που πρωτοστάτησε στη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό το 2016, όταν η Αγκυρα άφηνε υπόνοιες για ανεξέλεγκτα κύματα μεταναστών. Στις αρχές του μήνα αποκαλύφθηκε πως από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο η Γερμανία έχει εγκρίνει εξαγωγές όπλων ύψους 22,8 εκατ. ευρώ προς την Τουρκία – κι αυτό, παρότι είναι δεδομένη η διαφωνία με την τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και την εμπλοκή στη Λιβύη. Είναι όμως και μια σχέση πιο περίπλοκη, καθώς ένας μεγάλος αριθμός τούρκων μεταναστών διαμένουν πλέον εκεί.
Ο ρόλος της Γαλλίας
Στην Ευρώπη, όμως, η Γερμανία δεν κινείται μόνη της. Η κινητοποίηση της Γαλλίας και η έμπρακτη υποστήριξη στην Ελλάδα όχι μόνο ενισχύει την παρουσία της στην περιοχή (ο Εμανουέλ Μακρόν μόνο κερδίζει – και στο εσωτερικό της χώρας του – από την αμοιβαία αντιπάθεια που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον ίδιο και στον Ερντογάν), αλλά παρακινεί τη Γερμανία. Μια ερμηνεία θέλει τους δύο να έχουν διαχωρίσει τον ρόλο του καλού και του κακού απέναντι στην Τουρκία, αλλά συνεχίζουν να έχουν κοινό στόχο να ενισχύσουν τη θέση της ΕΕ στη διεθνή σκακιέρα. Ακόμα και στο δεδομένο πλαίσιο της ΕΕ, όμως, η Γερμανία δεν θα ήθελε να δει τη γαλλική επιρροή να αυξάνεται, με το βλέμμα στραμμένο και στη Λιβύη.
Η συνάντηση Μακρόν – Μέρκελ στον πύργο Μπεργκανσόν, τη θερινή κατοικία του γάλλου προέδρου, είναι σημαδιακή – πριν από αυτήν, ήταν ο Φρανσουά Μιτεράν που κάλεσε τον Χέλμουτ Κολ το 1985. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν οι επόμενες ευρωπαϊκές προκλήσεις, που εκτός από την πανδημία αφορούν και τη διεθνή πολιτική. Δείχνουν, δε, τη διάθεση για έναν κοινό ευρωπαϊκό βηματισμό και για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου.