Στη μια φωτογραφία απεικονίζεται η εκκλησία πάνω στο νησάκι Βλαχέρνα μπροστά από το Ποντικονήσι. Στην άλλη, νεολαίοι του ΣΥΡΙΖΑ που κρατούν με το ένα χέρι ένα κατακόκκινο πανό και υψώνουν το άλλο σε γροθιά σε μια πλαγιά του Γράμμου. Το πρώτο ενσταντανέ συνόδευε την τσιπρική ανάρτηση για την «Παναγιά την Aνύμφευτη Nύμφη, την Υπέρμαχο Στρατηγό, την Ελεούσα, τη Γιάτρισσα, τη Θαλασσινή, την Παρηγορήτρα» ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
Το άλλο το ανέβασε στον επίσημο λογαριασμό της στο Facebook στις 13 Αυγούστου – για να δώσει μια ιδέα του θεματικού της τουρισμού – η κομματική Νεολαία. Τα δύο φωτογραφικά στιγμιότυπα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αντιφατικά μεταξύ τους. Αποτελούν, όμως, μέρη μιας μεγαλύτερης εικόνας. Εκείνης που θέλει την αξιωματική αντιπολίτευση να είναι στην πραγματικότητα ένα κόμμα χωρίς ιδεολογική ραχοκοκαλιά – δηλαδή που προτάσσει τον χαρακτηρισμό «κόμμα εξουσίας» στη χάραξη της αντιπολιτευτικής του στρατηγικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπολιτεύεται και για λογαριασμό αυτών που χάνουν πελάτες αναγκαζόμενοι να κλείσουν τα μεσάνυχτα και για χάρη εκείνων που ανησυχούν ότι η κυβέρνηση χαλάρωσε επικίνδυνα τους περιορισμούς μετά την άρση του γενικού λοκντάουν. Φωνάζει και εκ μέρους όσων ζητούν να βυθιστεί το «Ορούτς Ρέις» και υπέρ όποιων βλέπουν λύση στα ελληνοτουρκικά μέσω διπλωματικής οδού. Ζητεί, από τη μια, αυστηροποίηση της στάσης της πολιτείας στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και από την άλλη στηρίζει τους νέους που «στοχοποιούνται» ως ανεύθυνοι επειδή δεν εφαρμόζουν τα υφιστάμενα μέτρα.
Για να το πούμε με λιγότερα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται διατεθειμένος να εκμεταλλευτεί κάθε αντίδραση στην κυβέρνηση από όπου κι αν προέρχεται, άσχετα με το αν αυτή κουμπώνει με το αριστερό προφίλ που λανσάρει. Κι όχι μόνο. Δείχνει έτοιμος να υιοθετήσει οποιοδήποτε αφήγημα η δημοσκοπική στιγμή επιτάσσει.
Με στόχο τους πιστούς
Λόγω της ημέρας, για παράδειγμα, μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής ο αρχηγός ενός – κάποτε – ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος διάλεξε να αναρτήσει ένα κείμενο με πολύ περισσότερο λυρικό αλάτι απ’ όσο θα χρειαζόταν ένα εθιμοτυπικό μήνυμα. Η επιλογή δεν διαβάστηκε ως τυχαία ούτε από τους πολιτικούς αντιπάλους, ούτε από πολλούς συντρόφους. Ερμηνεύθηκε ως συνειδητή απόπειρα να προσεγγιστεί το ευρύ ακροατήριο των πιστών – που παραδοσιακά θεωρείται προνομιακή εκλογική δεξαμενή της απέναντι πλευράς. Με όρους πολιτικού κυνισμού, η κίνηση δεν ήταν λάθος. Η εκτέλεση ωστόσο ήταν – αφού έγινε τόσο ωμά που πυροδότησε εσωκομματικές αντιδράσεις, οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν υποψίες για ανειλικρίνεια του υπογράφοντος στο κοινό που εκείνος στόχευε.
Εθνικιστικές κορώνες
Η συζήτηση που προέκυψε στα κομματικά ενδότερα για τις σχέσεις της Αριστεράς με το χριστεπώνυμο πλήθος και την Εκκλησία δεν είναι η μοναδική που αναδεικνύει τον αντιπολιτευτικό διπολισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Την πρώτη μέρα που μπήκε το «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ο καθ’ ύλην αρμόδιος τομεάρχης Γιώργος Κατρούγκαλος τιτίβισε «δεν υπερασπίζεσαι τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας κάνοντας «θόρυβο». Η κυβέρνηση οφείλει να αποτρέψει έμπρακτα κάθε αμφισβήτησή τους, για να μη δημιουργηθούν τετελεσμένα, όπως έκανε η Ελλάδα το 2018». Την επομένη η αποτροπή είχε γίνει επίσημη κομματική θέση.
Τα αριστερά στελέχη που έβγαιναν στα τηλεπαράθυρα χάιδευαν τα εθνικιστικά αυτιά όσων κραύγαζαν «βυθίσατε το «Ορούτς Ρέις»». Ή απέκρυπταν πως στην περιοχή όπου κινείται το τουρκικό ερευνητικό πλοίο δεν υπάρχει νόμιμα, κατά το Δίκαιο της Θάλασσας, οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα. Οπως αποσιωπούσαν ότι στην υφαλοκρηπίδα – που βρίσκεται σε διεθνή ύδατα – μια χώρα δεν ασκεί κυριαρχία, ασκεί ορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης πόρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα ελληνοτουρκική κρίση υποδύθηκε τον Ανεξάρτητο Ελληνα αντιπολιτευόμενο, κραύγασε τη ρητορική του εθνικοπατριωτικού μπλοκ.
Και με τους μεν και με τους δε
Αλλά και στο έτερο μεγάλο θέμα της επικαιρότητας, τον Covid-19, η γραμμή είναι θολή. Ακόμη και μέσα στην ίδια δήλωση, φέρ’ ειπείν, συριζαίος προασπίζεται τόσο την ανοιχτή οικονομία όσο και την αναγκαιότητα σκληρότερων υγειονομικών περιορισμών. Στο τρίτο από τα επτά ερωτήματα που έθετε στην κυβέρνηση με αφορμή το λοκντάουν σε Πάρο και Αντίπαρο ο τομεάρχης του για την Πολιτική Προστασία αναρωτιόταν γιατί άφηναν κατοίκους και τουρίστες να συνεχίζουν αμέριμνοι τις δραστηριότητές τους εκθέτοντας σε σοβαρότατο κίνδυνο την υγεία τους. Στο έβδομο, βέβαια, απαιτούσε να μάθει «ποιος από όλους αυτούς θα αναλάβει τώρα την ποινική και αστική ευθύνη» για τον «»ξαφνικό οικονομικό θάνατο» των δύο νησιών;».
Το ραγκουσικό παράδειγμα δεν είναι μεμονωμένο, είναι απλά το πιο ακραίο. Η Νοτοπούλου κατακεραύνωσε την ακύρωση της ΔΕΘ κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι δεν εφάρμοσε αυστηρότερα υγειονομικά πρωτόκολλα στην πόλη ώστε να αποφευχθεί το «βαρύ πλήγμα» στη θεσσαλονικώτικη οικονομία.
Ενας καλοπροαίρετος οφείλει να παραδεχθεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να απαντήσει στην πρόκληση που αντιμετωπίζει κάθε μεγάλο κόμμα: να εκφράσει όσο το δυνατόν περισσότερες ομάδες ψηφοφόρων. Ωστόσο, η Κουμουνδούρου επιλέγει την εύκολη απάντηση των λαϊκιστών, αγνοώντας πόσο αυτή ενδέχεται να τη δυσκολέψει στη συνέχεια. Τι κι αν η δημοσιοποίηση διαφόρων συντροφικών αντιρρήσεων στην τακτική των προεδρικών δίνει μια ιδέα του ύψους των εμποδίων που μόνο του το κόμμα βάζει στον δρόμο για την ανακατάληψη της εξουσίας;