Η Κωνσταντινούπολη διαθέτει 3.500 τζαμιά, μερικά από τα οποία είναι τεραστίων διαστάσεων. Χρειαζόταν άραγε δύο επιπλέον, την Αγία Σοφία και τη Μονή της Χώρας; Είναι κοινός τόπος πλέον ότι η μετατροπή τους σε τζαμιά δεν εξυπηρετεί θρησκευτικές ανάγκες αλλά κυρίως πολιτικές. Ωστόσο η πολιτική αυτή εξήγηση δεν φαίνεται να είναι αρκετή από μόνη της να δικαιολογήσει τις πράξεις του Ερντογάν. Υπάρχει επιπλέον μια πολιτισμική παράμετρος που δεν τίθεται συχνά στις σχετικές συζητήσεις. Για να την κατανοήσουμε καλύτερα είναι ανάγκη να δούμε από πιο κοντά τη φύση αυτών των μνημείων. Και για μεν την Αγία Σοφία οι περιγραφές και οι αναλύσεις είναι πολλές, τη Μονή της Χώρας όμως αξίζει να τη δούμε από πιο κοντά.
Η μονή αυτή πρωτοϊδρύθηκε τον 6ο αι. λίγο πιο έξω από τα πρώτα τείχη της Πόλης, τα κωνσταντίνεια, και άρα ήταν «στη χώρα», δηλαδή στην εξοχή θα λέγαμε σήμερα. Την ονομασία αυτή τη διατήρησε και αργότερα, όταν πλέον με την εξάπλωση της Πόλης βρισκόταν εντελώς μέσα στον αστικό ιστό. Στις αρχές του 14ου αι. βρισκόταν σε κακή κατάσταση διατήρησης και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος ανέθεσε στον Θεόδωρο Μετοχίτη την ανακαίνισή της. Ο Μετοχίτης κατείχε το αξίωμα του «Λογοθέτη του Γενικού», δηλαδή είχε τις εξουσίες ενός πρωθυπουργού. Δεν ήταν μόνο πολύ πλούσιος, αλλά και ένας πολυμαθής και σοφός λόγιος που ασχολούνταν με τις επιστήμες, την αστρονομία, τη μελέτη των αρχαίων κειμένων και τη θεολογία. Είναι εποχή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, εποχή που παρά την πολιτική εξασθένηση και στρατιωτική παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρατηρείται μια πρωτοφανής ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, πρόδρομος (και σε πολλά σημεία αρωγός) της δυτικής Αναγέννησης. Και ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτής της αναγέννησης ήταν ο Μετοχίτης.
Ο Μετοχίτης ουσιαστικά ανακατασκεύασε τη μονή, προσθέτοντας έναν εξωνάρθηκα και το παρεκκλήσιο της Αναστάσεως στα νότια του αρχικού ναού και κυρίως δημιουργώντας έναν καινούργιο διάκοσμο: ψηφιδωτά στον αρχικό ναό της Παναγίας και τους νάρθηκες, και τοιχογραφίες στο παρεκκλήσιο της Αναστάσεως. Εδώ βρίσκεται τώρα η σημασία της Μονής της Χώρας. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες της μονής είναι ό,τι πιο αριστουργηματικό, ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο υψηλό, ό,τι πιο συμβολικό έχει δημιουργήσει ποτέ η βυζαντινή τέχνη. Αν η Αγία Σοφία θαυμάζεται για την αρχιτεκτονική της και τον συμβολισμό της ως ναού – έδρας της Ορθοδοξίας, η Μονή της Χώρας θαυμάζεται ως μοναδικό δημιούργημα μιας τέχνης που βρισκόταν στη μεγαλύτερη ακμή της.
Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες
Αφού πρώτα λεηλατήθηκε το 1453 και αργότερα έγινε τζαμί, οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά καλύφθηκαν με ασβέστη για να μη φαίνονται, σύμφωνα με τη μουσουλμανική πρακτική. Εργασίες συντήρησης έγιναν επενειλημμένα τον 19ο αι., αλλά ο οριστικός καθαρισμός των τοίχων αναλήφθηκε από το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής και διήρκεσε από το 1948 ως το 1958. Οταν η μονή αποδόθηκε με τη μορφή μουσείου στο κοινό, οι επισκέπτες κυριολεκτικά έμειναν και μένουν μέχρι τώρα άφωνοι από αυτό που βλέπουν: ψηφιδωτά απίστευτης τελειότητας, χρωματικές διαβαθμίσεις πρωτοφανείς, χρυσά «φόντα» και μορφές μοναδικής ομορφιάς διηγούνται δύο εικονογραφικούς κύκλους, τις σκηνές από τη ζωή της Παναγίας και τις σκηνές από τη ζωή του Χριστού, με ένα τεράστιο πλήθος προσώπων, προφητών, αγίων, οικοδομημάτων και διακοσμημάτων που όλα παρουσιάζονται με μια λαμπρότητα που αποσβολώνει τον θεατή. Μπαίνοντας στον εξωνάρθηκα, ο επισκέπτης συναντά μια μεγάλη εικόνα του Χριστού με την επιγραφή «Ιησούς Χριστός, η Χώρα των ζώντων» και μία εικόνα της Παναγίας με την επιγραφή «Μήτηρ Θεού, η Χώρα του αχωρήτου». Ο Μετοχίτης χρησιμοποίησε την ονομασία της μονής προκειμένου να τη συνδυάσει με τις θεολογικές αναφορές στον Χριστό, ως το πρόσωπο, τον «χώρο», που περιλαμβάνει ουσιαστικά όλη την ανθρωπότητα, και την Παναγία όπως περιγράφεται στον Ακάθιστο Υμνο, ως το θαύμα που περιέλαβε εντός της αυτό που είναι «αχώρητο», δηλαδή τον Θεό. Η εικόνα του Χριστού ως «Χώρας των ζώντων» επαναλαμβάνεται και σε άλλο σημείο του ναού με διαφορετικό τρόπο, και εκεί ο Μετοχίτης περιέλαβε και ένα πορτρέτο του εαυτού του κρατώντας ένα μοντέλο του ναού που το προσφέρει στον Χριστό συμβολικά. Από τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου η πιο χαρακτηριστική αλλά και συμβολική για την ορθόδοξη θεολογία και φιλοσοφία είναι η εικόνα της Αναστάσεως. Εδώ ο Χριστός, αντίθετα με το πώς παρουσιάζεται στη δυτική τέχνη, δεν απεικονίζεται να ανασταίνεται ο ίδιος, αλλά η Ανάσταση εδώ συμβολίζεται ως «η εις Αδου κάθοδος»: ο Χριστός κατέρχεται στον Αδη, σπάει τα δεσμά του, πιάνει από τα χέρια τον Αδάμ και την Εύα, σύμβολα του ανθρώπινου γένους, και βίαια τους τραβάει έξω από τον Αδη, με κινήσεις που εκφράζουν ταχύτητα, αποφασιστικότητα και ορμή. Η Ανάσταση του Κυρίου είναι η Ανάσταση του Ανθρώπου και η απαλλαγή του από τα δεσμά του θανάτου. Αυτό είναι το μεστό νόημα της εικόνας.
Χριστιανικό πολιτιστικό δημιούργημα
Η εικόνα της Μονής της Χώρας ως πολιτιστικού δημιουργήματος συμπληρώνεται από το γεγονός ότι ο Μετοχίτης μετέφερε εκεί και στέγασε όλη του τη βιβλιοθήκη, τη μεγαλύτερη της Κωνσταντινούπολης όπως δικαίως περηφανευόταν, μια βιβλιοθήκη πλουσιότατη σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, φιλοσοφικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά και θεολογικά. Η βιβλιοθήκη αυτή, μάλιστα, δεν προοριζόταν τόσο για τους μοναχούς της μονής, όσο για τους έξω από αυτήν ερευνητές και λογίους. Κάποια χειρόγραφά της σώζονται μέχρι σήμερα.
Αυτό το χριστιανικό πολιτιστικό δημιούργημα, όπως και η Αγία Σοφία, δεν μπορεί να καταπιεί ο Ερντογάν. Οι Τούρκοι, από τότε που ένας κλάδος τους, οι Σελτζούκοι, εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία ακριβώς πριν από χίλια χρόνια, ήταν καταδικασμένοι να ζουν σε μια χώρα που είναι γεμάτη από πολιτιστικά δημιουργήματα που δεν τους ανήκουν: πέρα από τα αρχαία λείψανα, διάσπαρτα παντού, που φέρουν επιγραφές σε μια γλώσσα που τους είναι ξένη, δηλαδή τα ελληνικά, τα βυζαντινά μνημεία είναι γι’ αυτούς πολιτιστικά δημιουργήματα ενός άλλου λαού, μιας άλλης θρησκείας και ενός άλλου πολιτισμού, τους είναι δηλαδή ξένα. Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να τα οικειοποιηθούν, μετατρέποντας τις εκκλησίες σε τζαμιά, ασβεστώνοντας τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά και αλλάζοντας τα ονόματά τους, εκτός βέβαια από το όνομα της Αγίας Σοφίας, ο συμβολισμός της οποίας ήταν πολύ μεγαλύτερος από όσο μπορούσαν να διαχειριστούν. Οι κεμαλιστές, που επιθυμούσαν να οικοδομήσουν ένα κοσμικό κράτος μακριά από την οθωμανική (και ισλαμική βέβαια) ταύτιση κράτους και θρησκείας, προώθησαν έναν συμβιβασμό: τα μνημεία αυτά έπαψαν να λειτουργούν ως ισλαμικά, αλλά δεν επανήλθαν και στην αρχική χριστιανική τους λειτουργία. Τώρα πλέον έγιναν μουσεία, δηλαδή απέκτησαν μια ουδέτερη πολιτισμική λειτουργία.
Προσπάθεια οικειοποίησης
Βέβαια, ο επισκέπτης που έμπαινε στο «μουσείο» της Αγίας Σοφίας και το «μουσείο» της Μονής της Χώρας είχε πλήρη συναίσθηση ότι εισερχόταν σε έναν χριστιανικό ναό, μια ορθόδοξη εκκλησία, έστω και «πρώην». Ομως το νεοοθωμανικό όραμα του Ερντογάν δεν είναι απλώς πολιτικό. Δεν περιλαμβάνει την πολιτικοστρατιωτική επέκταση ή/και επιρροή σε διάφορα πρώην οθωμανικά εδάφη. Περιλαμβάνει, ως κύριο ιδεολόγημα, την επιστροφή σε αυτή την οθωμανική και ισλαμική ταύτιση θρησκείας και κράτους, του din και του devlet, ταύτιση που κατά τους Δυτικούς είναι δείγμα ενός «εξτρεμιστικού» Ισλάμ, σε αντίθεση με το «μετριοπαθές» Ισλάμ – μια διάκριση που ο ίδιος ο Ερντογάν απορρίπτει λέγοντας «δεν υπάρχει μετριοπαθές Ισλάμ. Το Ισλάμ είναι το Ισλάμ, τελεία και παύλα». Αυτό το ερντογανικό Ισλάμ δεν αντέχει ότι αυτός ο «δυτικός» αλλά στην πράξη παγκόσμιος πολιτισμός που εκφράζουν αυτά τα μνημεία δεν είναι δικός του πολιτισμός, άρα πρέπει να αλλάξει τη φύση τους. Να τα κάνει «δικά του». Οι ακραίοι ισλαμιστές του ISIS απλώς τα κατέστρεφαν. Ο Ερντογάν δεν μπορεί να το κάνει αυτό και απλώς τα οικειοποιείται – ή προσπαθεί. Διότι την ιστορία δεν μπορεί να την αλλάξει, όπως δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης όπως και της ακρόπολης της Αγκυρας, της πρωτεύουσάς του, φέρουν ακόμη τα ονόματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Ακολουθώντας όμως αυτή την προς το παρελθόν πορεία – και αυτό πρέπει να προσέξουν οι πολιτικοί της Ευρώπης, ξεθάβοντας το κεφάλι από την άμμο -, ο Ερντογάν δεν απομακρύνεται από τον δυτικό ή ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο Ερντογάν απομακρύνεται επικίνδυνα από τον πολιτισμό του 21ου αιώνα.
Ο Δημήτριος Τσουγκαράκης είναι ομότιμος καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου
Αποκατάσταση και τεχνική
– Το 1948, οι Αμερικανοί Τόμας Γουίτμορ και Πολ Α. Αντεργουντ, από το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής και το Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών του Dumbarton Oaks, χρηματοδότησαν ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και η Μονή της Χώρας (Καριγιέ Τζαμί) έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί. Ο Αντεργουντ αποκάλυψε το σύνολο του έργου τοιχογραφιών και ψηφιδωτών του βυζαντινού ναού, το συντήρησε και το δημοσίευσε. Το 1958, άνοιξε στο κοινό ως μουσείο.
– Από καλλιτεχνικής πλευράς είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο διάκοσμος της Μονής της Χώρας δεν βασίζεται καθόλου σε απόδοση σκιάσεων, αλλά στην αντίθεση των χρωματικών κηλίδων. Τα χρώματα εδώ είναι πολύ πιο πομπώδη, πιο φωτεινά, πιο ζωντανά, αν και μερικές φορές αφύσικα – θυμίζουν περισσότερο τη χρωματική γκάμα των έργων σε σμάλτο και διαφέρουν από την ασκητική παλέτα των αγιογράφων του 11ου και 12ου αιώνα. Οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην ψηφιδωτή διακόσμηση της Μονής της Χώρας προηγήθηκαν κατά 200 χρόνια από τον ιταλό αναγεννησιακό ζωγράφο Ραφαήλ σε ορισμένα από τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα.
– Στη διακόσμηση της κάτω ζώνης της αψίδας του παρεκκλησίου απεικονίστηκε και η ολόσωμη Παναγία που τραβά με τα χέρια προς το μάγουλό της το Θείο Βρέφος και χαρακτηρίζεται «ένας από τους πιο συναισθηματικούς τύπους της Παναγίας Ελεούσας στη βυζαντινή τέχνη».