Ήταν το Οκτώβριο του 2018 και η περίσταση ήταν η φορτισμένη παράδοση του υπουργείο Εξωτερικών από τον Νίκο Κοτζιά, παρουσία του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Είχε προηγηθεί η προώθηση της Συμφωνίας των Πρεσπών και η σύγκρουση με τον αρχηγό των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο.
Σε εκείνη την ομιλία του ο Νίκος Κοτζιάς, με τη συμφωνία του πρωθυπουργού όπως διευκρίνισε, ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμα τα Προεδρικά Διατάγματα που θα επεκτείνουν την ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη (τα «χωρικά ύδατα») στο Ιόνιο, από τους Οθωνούς μέχρι τα Αντικύθηρα, στα 12 ν.μ., δηλώνοντας μάλιστα με εμφανή συγκίνηση ότι η χώρα για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια και την ένωση με τα Δωδεκάνησα αυξάνει την κυριαρχίας της.
Ο λόγος είναι τα χωρικά ύδατα ανήκουν στον στενό ορισμό της κυριαρχίας, αποτελούν δηλ. τμήμα της επικράτειας μιας χώρας και δεν αποτελούν απλώς έκταση στην οποία μια χώρα ασκεί κάποια κυριαρχικά δικαιώματα όπως είναι οι εκτάσεις που ανήκουν στη ΑΟΖ ή την υφαλοκρηπίδα μιας χώρας.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που τότε κυρίως είχε την αγωνία να μπορέσει να εξασφαλίσει την απαραίτητη πλειοψηφία για την έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών, δεν προχώρησε στις σχετικές κινήσεις. Συγκεκριμένα, ο Αλέξης Τσίπρας είχε υποστηρίξει ότι θα προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών υδάτων με ψήφιση νόμου και όχι προεδρικό διάταγμα και ότι θα το έκανε μετά τις ευρωεκλογές.
Μάλιστα, ο κ. Κοτζιάς είχε υποστηρίξει ότι ετοιμαζόταν και δεύτερη επέκταση που θα αφορούσε από τα Αντικύθηρα στην Κρήτη, σημειώνοντας ότι απλώς θέλει το τσεκάρισμα από διεθνείς χαρτογράφους, ενώ θέλει ξανά μέτρημα αυτό από τα Αντικύθηρα μέχρι και τον Σαρωνικό και από τον Σαρωνικό μέχρι τον Παγασητικό, τη Μαγνησία, περιλαμβάνοντας και την Εύβοια.
Η τωρινή πρωτοβουλία
Τώρα η ελληνική κυβέρνηση, αφού προχώρησε στην αμοιβαία οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία και τη μερική οριοθέτηση με την Αίγυπτο, επιλέγει να υλοποιήσει την κατεύθυνση για τμηματική επέκταση 12 νμ.
Πάντως, ούτως ή άλλως, η ελληνική πρωτοβουλία εντάσσεται και στο πλαίσιο της «αρχής της αμοιβαιότητας» του Διεθνούς Δικαίου, καθώς τόσο η Ιταλία όσο και η Αλβανία (στο τμήμα που αντικρίζει τους Οθωνούς» έχουν ήδη επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στα 12 νμ.
Σημειώνουμε ότι στο βαθμό που έχει ήδη προηγηθεί η συμφωνία με την Ιταλία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ πάνω στα ίδια όρια με τη συμφωνία του 1977 για την υφαλοκρηπίδα, η επέκταση των χωρικών υδάτων ως προς τα οικονομικά αποτελέσματα (αλιεία, εξορύξεις κ.λπ.) δεν έχει κάποια επίπτωση, γιατί ούτως ή άλλως η ΑΟΖ καλύπτει μεγαλύτερη έκταση. Ακόμη και στα θέματα της αλιείας τα ζητήματα έχουν ρυθμιστεί με τη διαπραγμάτευση για τη χάραξη ΑΟΖ.
Ως προς την οριοθέτηση με την Αλβανία, φαίνεται ότι ήδη από την εποχή Κοτζιά έχουν ξεπεραστεί οι αντιρρήσεις της αλβανικής πλευράς, κυρίως μέσα από επιμέρους υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς ως προς το πώς ορίζονται τα απώτατα νησιωτικά σημεία από όπου θα διαμορφωθούν τα θαλάσσια σύνορα. Θυμίζουμε ότι το 2009 Ελλάδα και Αλβανία είχαν υπογράψει συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ. Όμως, λίγο αργότερα το Συνταγματικό Δικαστήριο γειτονικής χώρας την ακύρωσε. Δημοσιεύματα αργότερα υποστήριξαν ότι είχε υπάρξει τουρκική παρέμβαση/
Η τουρκική θέση και το casus belli
Υπενθυμίζουμε ότι το διεθνές δίκαιο, εν προκειμένω η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας έχει αναγνωρίσει ως αναφαίρετο δικαίωμα των κρατών την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.
Όμως, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ασκήσει αυτό το κυριαρχικό της δικαίωμα μια που αυτό θα «έκλεινε» κάθε τουρκική πρόσβαση στη θάλασσα και δεν αρκείται στην εξασφάλιση της αβλαβούς διέλευσης και της διευκόλυνσης της ναυσιπλοΐας.
Κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Ελλάδα προέβη σε δήλωση σύμφωνα με την οποία «ο χρόνος και ο τόπος άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων […] είναι ένα ζήτημα που απορρέει από την εθνική της στρατηγική». Επιπλέον το άρθρο 2 του Ν.2321/1995, κυρωτικού της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, προβλέπει ότι «η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 της κυρουμένης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ν. μιλίων».
Από τη μεριά της η Τουρκία, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσής της (8/6/1995), μόλις τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, εξέδωσε το γνωστό «casus belli» και έκτοτε θεωρεί ως αιτία πολέμου την επέκταση στα 12 νμ των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι τα 12 ν.μ. αποτελούν αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα, όμως δεν προχώρησαν στην επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο.
Ωστόσο, έχει σημασία ότι στο κοντινότερο σημείο που έφτασαν οι δύο χώρες να υπογράψουν συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη για την επίλυση των διαφορών για την υφαλοκρηπίδα, δηλαδή στην περίοδο 2002-2003, είχε τεθεί θέμα ως την αιγιαλίτιδα ζώνη στην κατεύθυνση της αναζήτησης ενός συμβιβασμού ανάμεσα στα 6 και τα 12 ν.μ.
Οι αντιρρήσεις που υπάρχουν για την τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων
Ήδη από τη συζήτηση της πρωτοβουλίας Κοτζιά είχαν διατυπωθεί σοβαρές αντιρρήσεις σε μια τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Η βασική ήταν ότι εάν η Ελλάδα προχωρήσει σε τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχει τουρκική αμφισβήτηση, είναι ως να παραδέχεται εμμέσως ότι στο Αιγαίο υπάρχει ειδικό καθεστώς και δεν μπορούν να εφαρμοστούν τα 12 νμ, κάτι που είναι ο πυρήνας της τουρκικής θέσης. Είναι, δηλαδή, ως η ίδια η Ελλάδα να παραδέχεται ότι στο Αιγαίο υπάρχουν ειδικές συνθήκες ως προς την άσκηση της κυριαρχίας της.
Ενδεικτικό και το σχόλιο που είχε κάνει τότε ο Ευάγγελος Βενιζέλος: «Μερική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης εκτός Αιγαίου, με τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο να παραμένουν στα 6 μίλια, σημαίνει αποδοχή, πρώτον, του θεμελιώδους τουρκικού επιχειρήματος περί “ειδικών συνθηκών” στο Αιγαίο και, δεύτερον, της τουρκικής πρακτικής καθώς η Τουρκία έχει διαφοροποιημένο μήκος χωρικών υδάτων. Τέτοιες κινήσεις που απασχολούν την εθνική πολιτική επί σαράντα πέντε χρόνια ούτε εξαγγέλλονται υπό τέτοιες ενδοκυβερνητικές συνθήκες, ούτε, πολύ περισσότερο, γίνονται έτσι, ως επικοινωνιακό αντίβαρο.»
Ουσιαστικά, η αντίρρηση – την οποία τότε είχαν εκφράσει και στελέχη της ΝΔ – είναι ότι με το να προχωρά σε τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων, η Ελλάδα είναι ως να παραδέχεται ότι το συγκεκριμένο κυριαρχικό δικαίωμα είναι υπό διαπραγμάτευση και ότι δεν ισχύει παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Γιατί είναι ένα πράγμα μια χώρα να υποστηρίζει ότι έχει ένα αναφαίρετο δικαίωμα ως προς τα όρια της κυριαρχίας της, αλλά στο όνομα της καλής γειτονίας και του διαλόγου να μην το εφαρμόζει και είναι άλλο πράγμα η ίδια αυτή η χώρα να αποδέχεται ότι αυτό το δικαίωμα δεν έχει την ίδια εφαρμογή σε όλη την επικράτειά της.
Είναι ως να αποδέχεται η Ελλάδα την τουρκική θέση (η Τουρκία επίσης έχει κάνει τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στη Μαύρη θάλασσα και στη Μεσόγειο στα 12 ν.μ.) ότι το Αιγαίο έχει «ειδικό καθεστώς» και δεν ισχύουν σε αυτό τα 12 ν.μ.
Όμως, η λογική των «ειδικών συνθηκών» και άρα της διαπραγμάτευσης όχι με βάση το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες τους, αλλά με βάση τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» της περιοχής είναι ο πυρήνας της τουρκικής θέσης για τη διαπραγμάτευση στα ελληνοτουρκικά. Είναι ο πυρήνας των «γκρίζων ζωνών». Είναι ο πυρήνας της θέσης ότι όλα θα κριθούν στη διμερή διαπραγμάτευση χωρίς στήριξη στο διεθνές δίκαιο. Είναι ο πυρήνας της ανάγνωσης που κάνει η Τουρκία ως προς το πώς πρέπει να οριοθετηθούν οι ΑΟΖ ,με βάση τις «ειδικές συνθήκες» και τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής».
Ο ορίζοντας μιας μακράς διαπραγμάτευσης και η αναζήτηση θετικών «τετελεσμένων»
Ο αντίλογος σε αυτή την κριτική, που ακούστηκε και στη Βουλή από τον πρωθυπουργό, είναι ότι η τμηματική επέκταση δεν αποτελεί απεμπόληση του δικαιώματος, το οποίο η χώρα θα εφαρμόσει όταν κρίνει σκόπιμο.
Στην πραγματικότητα βέβαια, μια άρρητη παραδοχή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα 12 νμ στο Αιγαίου δεν είναι στο τραπέζι, ιδίως εάν υπάρξει μια πραγματική πρόοδος στη διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δύο χώρες, μια διαπραγμάτευση που ακόμη δεν έχει ουσιαστικά ξεκινήσει.
Σε αυτό το φόνο θα μπορούσε κανείς να πει ότι η κυβέρνηση που αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η προσπάθειά της για έναρξη διαλόγου προσκρούει πάνω στην επιθετική στάση της Τουρκίας, επιδίωξε και αυτή να δώσει το στίγμα ενός θετικού «τετελεσμένου», με μικρό γεωπολιτικό κόστος και ένα κυρίως συμβολικό πολιτικό όφελος.