Παρότι η προσοχή της κοινής γνώμης έχει στραφεί στην πανδημία και την αύξηση των κρουσμάτων όπως και στη νέα επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εντούτοις την ίδια στιγμή μια άλλη σοβαρή κρίση είναι σε εξέλιξη και αφορά την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, την επιδείνωση όλων των δεικτών και την αγωνία για την επόμενη μέρα.
Και λέμε προκαταβολικά ότι η ελληνική κρίση έχει την ιδιαιτερότητα να αποτυπώνει όχι μόνο τις επιπτώσεις της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί, αλλά και αντιφάσεις που διαπερνούν, ούτως ή άλλως, την ελληνική οικονομία. Δεν αντιμετωπίζουμε δηλαδή μόνο την τοπική έκφανση μιας παγκόσμιας κρίσης αλλά και την έκφραση των ορίων του ιδιαίτερου ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος
Η μεγάλη υποχώρηση του ΑΕΠ
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν έχει ανακοινώσει ακόμη το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου του 2020. Ωστόσο, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει ήδη προβλέψει ύφεση 16% για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και συνολική ύφεση 8% για όλο το έτος. Άλλωστε, είναι πολύ ενδεικτικά και τα στοιχεία που υπάρχουν από την υποχώρηση του ΑΕΠ σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Η εκτίμηση της Eurostat στις 31 Ιουλίου ήταν ότι η Ευρωζώνη θα έχει ύφεση 15% στο δεύτερο τρίμηνο, η ΕΕ 14,4%. Την ίδια περίοδο τα στοιχεία έδειχναν ότι η Ισπανία είχε στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 22,1%, η Γαλλία 19%, η Ιταλία 17,3% και η Πορτογαλία 16,5%.
Όλα αυτά συγκλίνουν και σε μια εκτίμηση ότι και στην Ελλάδα τελικά θα έχουμε σημαντική ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο.
Η κατάρρευση του τουρισμού και το ερώτημα για τη συνολική ύφεση
Για τις περισσότερες χώρες το τρίτο τρίμηνο του 2020, που είναι σε εξέλιξη, είναι μια περίοδος μερικής επανεκκίνησης της οικονομίας. Όμως, για τη χώρα μας έχει μια επιπλέον σημασία, γιατί συμπίπτει και με την περίοδο όπου υπήρχε ελπίδα για ανάκαμψη του τουρισμού, έστω και μερική. Όμως, όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν σε μια κατάρρευση του τουρισμού.
Τα στοιχεία που έδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος για το πρώτο εξάμηνο του 2020 είναι ενδεικτικά. Στην περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2020 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνιση μείωση 4.736 εκατ. ευρώ (-87,5%). Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2020 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 97,5% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, ενώ η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση ήταν μειωμένη κατά 93,8%.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα όμως όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν σε μεγάλη μείωση σε σχέση με πέρσι. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) υποστηρίζει ότι δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί ο αρχικός στόχος για έσοδα 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ από το εξωτερικό κα αυτό σημαίνει ότι η εκτίμηση για τα τουριστικά έσοδα περιορίζεται στα 3-3,5 δισεκατομμύρια ευρώ για όλο το 2020.
Μια σύγκριση με τα δεδομένα του 2019 δείχνει το μέγεθος της υποχώρησης: Το 2019 είχαμε 31,3 εκατομμύρια αφίξεις τουριστών (πλην κρουαζιέρας) και έσοδα 17,7 δισεκατομμύρια ευρώ (δεν περιλαμβάνονται τα έσοδα από την κρουαζιέρα). Και όλα αυτά για έναν κλάδο που εάν συνυπολογίσουμε και όλες τις παράλληλες και συνδεόμενες με αυτόν δραστηριότητες συνεισφέρει έως και το 20,8% του ΑΕΠ και το 21,7% της συνολικής απασχόλησης.
Αυτό σημαίνει ότι για το τρίτο τρίμηνο του 2020 ο βασικός κλάδος που θα σηματοδοτούσε ανάκαμψη παραμένει σε μια βαθιά κρίση και αυτό θα έχει μια ευρύτερη αρνητική επίπτωση, ιδίως όταν ένα μεγάλο μέρος από το εισόδημα τον τουρισμό εμφανίζεται, είτε ως κατανάλωση, είτε ως επένδυση αργότερα στην οικονομία.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Όπως ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, τον Ιούνιο του 2020 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε έλλειμμα 1.4 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι πλεονάσματος 805 εκατομμυρίων ευρώ τον Ιούνιο του 2019. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου υπηρεσιών. Το ισοζύγιο αγαθών βελτιώθηκε, κυρίως επειδή οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν περισσότερο από τις αντίστοιχες εξαγωγές.
Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2020 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 7 δισεκατομμύρια ευρώ, αυξημένο κατά 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με εκείνο της ίδιας περιόδου του 2019.
Και αυτή η εξέλιξη αντανακλά τις δυναμικές της ύφεσης στην ελληνική οικονομία και φυσικά τη σημασία της μεγάλης υποχώρησης του τουρισμού.
Τα άσχημα νέα για την απασχόληση
Την ίδια ώρα η χώρα αντιμετωπίζει το φάσμα της μεγάλης αύξησης της ανεργίας. Παρότι τα έκτακτα μέτρα στήριξης, όπως οι αναστολές συμβάσεων, περιορίζουν την κλίμακα των απολύσεων, είναι σαφές ότι οδεύουμε για κατάρρευση της απασχόλησης. Καθόλου τυχαία και τον Ιούνιο και τον Ιούλιο ο αριθμός των καταγεγραμμένων ανέργων του ΟΑΕΔ ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο.
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή από την άλλη, δίνει για τον Μάιο ποσοστό ανεργίας 17%, όμως το πιο κρίσιμο στοιχείο είναι η σημαντική αύξηση των «οικονομική μη ενεργών» που τον Μάιο του 2019 ήταν 3.196.749 και τον Μάιο του 2020 3.401.996. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η σχετική ανακοίνωση: «Η μείωση του αριθμού των ανέργων σε σχέση με τον Μάιο του 2019 κατευθύνθηκε κυρίως προς τους οικονομικά μη ενεργούς, καθώς λόγω της πανδημίας COVID-19, αρκετά άτομα που αναζητούσαν εργασία δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν και επομένως, σύμφωνα με τους ορισμούς του σχετικού Ευρωπαϊκού Κανονισμού, κατατάσσονται στους οικονομικά μη ενεργούς».
Γι’ αυτό το λόγο και όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι η ανεργία θα ξεπεράσει ξανά το 20%, ιδίως όταν εξαντληθεί η δυναμική των μέτρων και περάσουμε σε κανονικές απολύσεις.
Η εκτίναξη του χρέους
Την ίδια στιγμή ο συνδυασμός ανάμεσα στην αύξηση του δανεισμού, μέσω ομολόγων και εντόκων, και τη μείωση του ΑΕΠ έχει οδηγήσει σε μια εκτίναξη του χρέους που αναμένεται να ξεπεράσει το «ψυχολογικό» όριο του 200% του ΑΕΠ.
Με βάση τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ύψος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους στο τέλος του περασμένου Ιουνίου έφτασε τα 362,87 δισεκατομμύρια ευρώ, από 356,02 δισεκατομμύρια ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019. Έχουμε δηλαδή αύξηση 6,9 δισεκατομμύρια ευρώ σε ένα εξάμηνο και οφείλεται στις εκδόσεις των ομολόγων και εντόκων γραμματίων που πραγματοποιήθηκαν μέσα στην ίδια περίοδο. Ειδικότερα υπήρξε αύξηση των ομολόγων που είχαν ονομαστική αξία 11,27 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι εξοφλήσεις τέτοιων τίτλων που έληξαν ήταν 5.17 δισεκατομμύρια ευρώ, εξ ου και μια αύξηση του χρέους κατά 6.1 δισεκατομμύρια ευρώ. Ακόμη και εάν πάμε σε έναν ορισμό του «Χρέους Γενικής Κυβέρνησης», πάλι μιλάμε για χρέος 342 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του Ιουνίου.
Εάν τώρα δούμε ότι ακόμη και τα μετριοπαθή σενάρια για την ετήσια ύφεση μιλάνε για 8-12%, τότε είναι σαφές ότι από τα 187,46 δισεκατομμύρια ευρώ, που ήταν το ΑΕΠ το 2019, θα πέσουμε στο επίπεδο των 170 δισεκατομμυρίων ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση είτε μιλάμε για το ακαθάριστο δημόσιο χρέος είτε για το Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, μιλάμε για σπάσιμο του φράγματος του 200% του ΑΕΠ.
Και δεν είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, εάν αναλογιστούμε ότι ως αποτέλεσμα των συμβιβασμών σε επίπεδο ΕΕ, τελικά ένα μέρος του πακέτου για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών θα έχει τη μορφή δανεισμού, έστω και με σχετικά χαμηλό επιτόκιο.
Η εκτίναξη του πρωτογενούς ελλείμματος
Παρότι αυτή τη χρονιά δεν τίθεται θέμα επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, καθώς σε όλη την Ευρώπη θεωρείται δεδομένο ότι οι κυβερνήσεις θα τρέξουν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, εξαιτίας της ύφεσης αλλά και των μέτρων που θα πάρουν για να στηρίξουν την οικονομία και την απασχόληση, εντούτοις έχει ενδιαφέρον να δούμε την κατάσταση των δημοσιονομικών στη χώρα μας.
Όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών, για το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020, αντί για στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 1166 εκατομμυρίων ευρώ, το πρωτογενές αποτέλεσμα έδειξε ένα εντυπωσιακό έλλειμμα 7463 ευρώ (συγκριτικά την αντίστοιχη περίοδο του 2019 το αποτέλεσμα ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 1763 ευρώ).
Αυτό αντανακλά την ύφεση, που οδήγησε σε πολύ μεγάλη μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 4231 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά και το κόστος από τα επιπλέον μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον
Είναι προφανές ότι η χώρα είναι στη δίνη μιας οικονομικής κρίσης, οι κοινωνικές επιπτώσεις της οποίας θα αρχίσουν σταδιακά να γίνονται όλο και πιο αισθητές, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι η τρέχουσα κρίση έρχεται σε μια φάση όπου δεν είχαν ακόμη επουλωθεί οι κοινωνικές πληγές από την περίοδο των μνημονίων.
Η έξοδος από την κρίση θα εξαρτηθεί από τη δυναμική της πανδημίας, την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και το εάν και κατά πόσο θα μπορέσει να υπάρξει μια εξισορρόπηση του αναπτυξιακού υποδείγματος, έτσι ώστε να περιοριστεί η πολύ μεγάλη εξάρτηση απόν τουρισμό, κλάδο ιδιαίτερα ευαίσθητο στις διεθνείς οικονομικές τάσεις.
Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει απλώς και μόνο με των αντιμετώπιση των 72 δισεκατομμυρίων ευρώ που αναμένονται το επόμενο διάστημα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πανάκειας. Ούτε όμως και με την απλή επίκληση αιτημάτων εκσυγχρονισμού ή αναδιαρθρώσεων. Περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται μια αναμέτρηση με την πραγματικότητα τα ελληνικής οικονομία και μια ειλικρινής συζήτηση για το είδος οικονομίας και κοινωνίας που θέλουμε.