Παραφράζοντας τον Μολιέρο, θα μπορούσε να πει κανείς πως όλη η ηδονή της πολιτικής είναι στην αλλαγή. Τι συμβαίνει όμως όταν η αλλαγή είναι η αιτία της πολιτικής επιβίωσης; Τα τελευταία δέκα χρόνια για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας κύκλος ατέλειωτων μετασχηματισμών, τόσο αναγκαίων για το κόμμα όσο το νερό για τον άνθρωπο. Κάθε περίοδος του κόμματος, υπό την ηγεσία του ίδιου πάντα πολιτικού, έπρεπε να συνοδευτεί συμβολικά με μια αλλαγή στο ύφος και στο πρόγραμμά του.
Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ του 3% σε κόμμα αντίδρασης ενάντια στη λιτότητα ήρθε με την ενοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και την αποχώρηση των ανανεωτικών. Η Κουμουνδούρου είχε ήδη υιοθετήσει πιο καταγγελτικό ρόλο από τις πρώτες πορείες ενάντια στα Μνημόνια, το 2010 – την περασμένη άνοιξη, με τα αποκαλυπτήρια της πλακέτας έξω από τη Μαρφίν, πολλοί ήταν εκείνοι που θυμήθηκαν τη στάση που είχε κρατήσει τότε το κόμμα, που με δυσκολία καταδίκαζε τη βία χωρίς «αλλά». Τα στελέχη ανανεώθηκαν, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ «ψάρεψε» ανθρώπους που βγήκαν μπροστά στις συνελεύσεις των Αγανακτισμένων, όπως τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Γιώργο Κατρούγκαλο. Ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια ο Αλέξης Τσίπρας παρευρισκόταν χαμογελαστός στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (οι πρώτες πραγματικές συζητήσεις για συνεργασία των δύο κομμάτων έγινε υπό άλλες συνθήκες, το 2007), το 2011 αποκαλούσε τον Γιώργο Παπανδρέου «Πινοσέτ» και αντιλαμβανόταν πως οι μούντζες έξω από τη Βουλή έπρεπε να έχουν έναν αποδέκτη – το ΠΑΣΟΚ ήταν τότε ο ιδανικός στόχος.
Τα γεγονότα επέβαλαν και άλλες αλλαγές. Το κόμμα διαμαρτυρίας έπρεπε γρήγορα να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας, καθώς μετά το αυξημένο ποσοστό των εκλογών του 2012 οι επιτελείς του συνειδητοποίησαν πως, αργά ή γρήγορα, θα αναλάμβαναν τα ηνία της χώρας. Το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», όπως παρουσιάστηκε στη ΔΕΘ, μπορεί σήμερα να συζητιέται ως «αυταπάτη», τότε όμως, τον Σεπτέμβριο του 2014, ήταν η τελική επισφράγιση της μετάβασης του ΣΥΡΙΖΑ. Επαιζε πια, όχι για να αυξήσει τις δυνάμεις του, αλλά για να κερδίσει. Ηταν ένα πρόγραμμα με προεκλογική εσάνς, «μη διαπραγματεύσιμο» και με σαφή αντιμνημονιακή κατεύθυνση, καθώς «το ευρώ δεν είναι φετίχ». Ηταν η αρχή των όσων θα συνέβαιναν. Προανήγγειλε την ετοιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ για μια νέα εκλογική αναμέτρηση (ετοιμαζόταν να «παίξει» τα ρέστα του με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας για να πάρει την εξουσία τον Ιανουάριο του 2015) και αποκάλυπτε ποια πολιτική δύναμη θα επέλεγε για κυβερνητικό εταίρο, σε περίπτωση που δεν κατάφερνε να πετύχει αυτοδυναμία. Ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε φυσικά η ΝΔ μπορούσαν να λειτουργήσουν αντιμνημονιακά – οι ΑΝΕΛ ήταν μονόδρομος, μια εντελώς συνειδητή επιλογή.
Συστημικό
Μετά το εξάμηνο της αυταπάτης, που κατέληξε σε ένα διχαστικό δημοψήφισμα που παραλίγο να βγάλει τη χώρα από τη νομισματική ένωση, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε την καινούργια μεταστροφή, από αντισυστημικό κόμμα σε συστημικό. Το σημείο καμπής, το κρίσιμο δεκαοκτάωρο της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και ο «συμβιβασμός» του πρωθυπουργού, δεν άρεσε σε όλους εντός του κόμματος. Η νέα δανειακή σύμβαση ψηφίστηκε στις 14 Αυγούστου του 2015, σε μια ολονύκτια συνεδρίαση στην οποία η κυβερνητική πλειοψηφία επί της ουσίας χάθηκε: 43 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσά τους ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, διαφοροποιήθηκαν, ψηφίζοντας είτε «όχι σε όλα» είτε «παρών». Το τρίτο Μνημόνιο πέρασε με τις ψήφους των «μνημονιακών», με τη στήριξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού. Λίγο αργότερα, στις πρόωρες εκλογές που προκηρύχθηκαν και στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναβγήκε πρώτος, υπήρξε η πρώτη καθυστέρηση: αντί να ολοκληρώσει τη μεταστροφή του επιλέγοντας να συμμαχήσει με τα κεντροαριστερά κόμματα που στήριξαν την παραμονή της χώρας στο ευρώ, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε έξω από το εκλογικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ αγκαλιά με τον Πάνο Καμμένο. Οι δυο τους, μέχρι το 2018, εφάρμοσαν το Μνημόνιο με χαρακτηριστική ευκολία.
Η μεταστροφή όμως βρισκόταν προ των πυλών. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεζουμίσει όσα θα μπορούσε να του προσφέρει η αντιμνημονιακή ρητορική. Με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών πήρε ένα φιλικό διαζύγιο από τους ΑΝΕΛ και καλωσόρισε στις τάξεις του όσους πρόθυμους μετακόμισαν από την Κεντροαριστερά – κάποιοι εξ αυτών, όπως ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, ανταμείφθηκαν με μια υπουργική θέση. Η ιστορία της Προοδευτικής Συμμαχίας ξεκίνησε ένα βράδυ στο Γαλάτσι, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη μια προσπάθεια διεμβολισμού του Κινήματος Αλλαγής – η οποία, πάντως, δεν πέτυχε και πολύ. Στην προεκλογική περίοδο των εκλογών του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας επικαλέστηκε πολλές φορές, έμμεσα ή άμεσα, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Παρότι έχασε, στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, συνέχισε να το κάνει – κανείς δεν ξεχνά πως, σε μια επίσκεψη στην Αχαΐα, με μια κίνηση από δημαγωγικό πράσινο τεφτέρι αποκάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη «γιο του Εφιάλτη».
Ο Τσίπρας απευθύνθηκε για πρώτη φορά ανοιχτά στους ψηφοφόρους που μετακόμισαν, είτε το 2012 είτε αργότερα, στον ΣΥΡΙΖΑ. Υποσχέθηκε πως η ψήφος τους θα ήταν εντολή μετασχηματισμού του κόμματος για άλλη μια φορά: αυτή τη φορά για να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Παράταξης. Η τακτική, λόγω ποσοστού, θεωρείται πως απέδωσε. Στην Κουμουνδούρου πιστεύουν πως η κεντροαριστερή στροφή μπορεί να τους ξαναφέρει στην εξουσία. Ομως η διεύρυνση, που μεταφράζεται σε μια διάθεση αντικατάστασης του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ, «σκοντάφτει» σε όσους θυμούνται από πού ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και στηρίζουν ακόμα όχι τον αντισυστημικό, αλλά τον αριστερό του χαρακτήρα.
Σαν το νερό, ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρνει να ξεγλιστράει εδώ και δέκα χρόνια, αλλάζοντας μορφή όποτε η ηγεσία του το κρίνει απαραίτητο. Σαν το νερό, υπάρχουν πάντα τα στελέχη που έχουν μνήμη της προηγούμενης κατάστασης – είναι αυτοί που με την αποχώρησή τους επισφραγίζουν κάθε φορά τη νέα αλλαγή. Το καλύτερο; Αν αυτός ο χώρος της Αριστεράς δεν είχε ποτέ γίνει ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν είχε μετατραπεί στον ΣΥΡΙΖΑ του 2012 και δεν είχε κυνηγήσει, τάχα, τις «αυταπάτες» του 2015, η κεντροαριστερή στροφή του σήμερα θα ήταν πολύ ευκολότερη – τότε, στο 3%, ήταν πιο κοντά σ’ αυτό που θέλει να γίνει σήμερα. Απόδειξη, ίσως, πως ένας κύκλος, αργά ή γρήγορα, κλείνει στο σημείο που άνοιξε. Φυσική ανακύκλωση.