Ο πυρετός αποτελεί ένα από τα πλέον κοινά συμπτώματα της πανδημικής νόσου, με αποτέλεσμα το θερμόμετρο να βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή» για πολίτες και γιατρούς. Ομως η ελαφρώς αυξημένη θερμοκρασία – δηλαδή τα δέκατα – αποτελεί πάντα ένδειξη ότι κάποιος αρχίζει να αρρωσταίνει; Και τι γίνεται με την πληθώρα θερμομέτρων που κυκλοφορούν στην αγορά, καθώς το 2020 είναι η χρονιά απόσυρσης των παλαιών θερμομέτρων με υδράργυρο;
Στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα απαντά στο άρθρο που ακολουθεί η ειδική παθολόγος και ιδρύτρια της Ελληνικής Εταιρείας Περιβαλλοντικής και Κλιματικής Ιατρικής, Χαραλαμπία Β. Γελαδάρη.
Το 2020 αποτέλεσε ιδιαίτερη χρονιά καθώς η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με σειρά από αλληλένδετες κρίσεις. Την κλιματική κρίση, την κρίση της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και της βιοποικιλότητας (υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του τρέχοντος αιώνα θα εξαφανιστεί το ~50% των ειδών του πλανήτη) και την πανδημία του κορωνοϊού. Σύμφωνα με τον καθηγητή Παθολογίας και Διευθυντή της Β’ Παθολογικής Κλινικής και του ομώνυμου εργαστήριου της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και του ΓΝΑ Ιπποκράτειο, Σπυρίδωνα Π. Ντουράκη, «το 2020 είναι ένα έτος-σταθμός για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την επίτευξη της κλιματικής δικαιοσύνης και ισότητας. Αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή είναι οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι γυναίκες, τα παιδιά, οι φτωχοί και οι έγχρωμες μειονότητες. Το ίδιο ισχύει και για την πανδημία του κορονωϊού».
Προσφάτως, στο εγκυρότερο διεθνώς ιατρικό περιοδικό, το «New England Journal of Medicine», ειδήμονες της κλιματικής ιατρικής σε άρθρο υποστηρίζουν ότι η κλιματική κρίση αποτελεί μείζονα απειλή για την απάντηση της πολιτείας στην πανδημία του COVID-19 και προτείνουν βραχυπρόθεσμες στρατηγικές για τη διαχείριση ακραίων καιρικών φαινομένων (τυφώνες, φονικές πυρκαγιές, καύσωνες) που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υποστηρίζουν ότι οι πρόσφατες προσαρμογές στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης, απότοκες της πανδημίας, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά και σε περιπτώσεις κρίσεων υγείας λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων. Τονίζουν ότι οι επενδύσεις για την ενίσχυση των υποδομών των εθνικών συστημάτων υγείας και των υγειονομικών παροχών τους (όπως είναι οι αλυσίδες εφοδιασμού) είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς τους σε καταστάσεις κρίσεων, όπως συμβαίνει σε περιόδους πανδημίας ή/και κλιματικών καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των γιατρών είναι πολύ σημαντικός. Χρειάζεται να γίνουν κοινωνοί του προβλήματος και να γνωστοποιήσουν στους συνανθρώπους τους τον κίνδυνο για την υγεία που απορρέει από την ολοένα και επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή. Ξεκινώντας μάλιστα από τον επηρεασμό των ζωτικών σημείων, των κλινικών παραμέτρων δηλαδή (όπως είναι ο αριθμός των αρτηριακών σφύξεων, η θερμοκρασία, ο ρυθμός της αναπνοής και η αρτηριακή πίεση) που αντικατοπτρίζουν την κατάσταση των βασικών λειτουργιών των ασθενών.
COVID-19
Η σωστή εκτίμηση της θερμοκρασίας του σώματος είναι μείζονος σημασίας για τον κλινικό ιατρό. Το γεγονός αυτό έγινε ιδιαίτερα κατανοητό κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος του COVID-19, όπου παρατηρήθηκε στα εξωτερικά παθολογικά ιατρεία αύξηση στην προσέλευση ασθενών λόγω επεισοδίων διαλείπουσας δεκατικής πυρετικής κίνησης μέχρι 37,4°C, κυρίως τις απογευματινές ώρες (δέκατα). Μάλιστα, η αύξηση αυτή παρατηρήθηκε ιδιαίτερα μετά τις συστάσεις των επαγγελματιών υγείας για τακτική, προληπτική θερμομέτρηση του πληθυσμού στο πλαίσιο πρώιμης ανίχνευσης περιπτώσεων λοίμωξης από τον SARS-CoV-2, με απώτερο στόχο την έγκαιρη απομόνωση των ασθενών και τον περιορισμό της εξάπλωσης του φονικού ιού. Σε πολλές περιπτώσεις ενδελεχής έλεγχος με εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις απέβη αρνητικός για παθολογικά ευρήματα.
Διακυμάνσεις
Στην πραγματικότητα, η διακύμανση αυτή της θερμοκρασίας που παρατηρήθηκε ήταν ένα φυσιολογικό βιολογικό φαινόμενο με κιρκάδια (μεταβαλλόμενη στο 24ωρο) διακύμανση. Tο ίδιο άτομο ενδέχεται να παρουσιάζει διακυμάνσεις της θερμοκρασίας του σώματός του κατά τη διάρκεια του 24ώρου, με τις χαμηλότερες τιμές να καταγράφονται περίπου στις 4 π.μ. και τις υψηλότερες μεταξύ 4-7 μ.μ. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην αυξημένη μυϊκή δραστηριότητα και παραγωγή ενέργειας που παρατηρείται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εντονη σωματική άσκηση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος ως και ~38°C – 40°C. Στις γυναίκες απαιτείται συνεκτίμηση της θερμοκρασίας του σώματος με τον εμμηνορυσιακό κύκλο, όπου ορμονικές μεταβολές οδηγούν σε παροδική αύξηση.
Εκθεση στον ήλιο για ορισμένο χρονικό διάστημα θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος (π.χ. οικοδόμοι, αγρότες, πολύωρη ηλιοθεραπεία κ.λπ.). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν πρέπει να αναζητούν ιατρική βοήθεια σε ανάλογες περιπτώσεις, ιδιαίτερα δε σε καιρό πανδημίας. Η σωστή όμως εκτίμηση του κλινικού ιατρού θα μπορούσε να ελαφρύνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς η διενέργεια άσκοπων και περιττών εξετάσεων επιβαρύνει την ήδη εύθραυστη κατάστασή του σε περιόδους κρίσεων.
Χρονιά απόσυρσης για τα θερμόμετρα με υδράργυρο
Τα φυσιολογικά επίπεδα της θερμοκρασίας του σώματος διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο της μέτρησης και το είδος του θερμομέτρου που χρησιμοποιούμε. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τη συνθήκη της Μιναμάτα (Οκτώβριος 2013), η χρήση των υδραργυρικών θερμομέτρων επιτρέπεται ως τη φετινή χρονιά (2020), με μερικές εξαιρέσεις όπου εγκρίνεται παράταση έως το 2030. Ο υδράργυρος αναγνωρίζεται ως «ουσία που προκαλεί σημαντικές δυσμενείς νευρολογικές και άλλες επιδράσεις για την υγεία, ενώ εκφράζονται ιδιαίτερες ανησυχίες για τις επιβλαβείς επιδράσεις του σε έμβρυα και νεογνά. Η μεταφορά του υδραργύρου στο περιβάλλον σε παγκόσμια κλίμακα αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε ότι απαιτείται η ανάληψη διεθνούς δράσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος ρύπανσης από τον υδράργυρο».
Σήμερα, στη χώρα μας, τα ψηφιακά θερμόμετρα μασχάλης είναι ευρέως διαδεδομένα στην καθημερινή κλινική πρακτική για την εκτίμηση της θερμοκρασίας του σώματος. Ωστόσο, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η παρουσία λίπους ή ιδρώτα (και στα δύο φύλα) και ο εμμηνορυσιακός κύκλος στις γυναίκες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μέτρηση.
Το φυσιολογικό εύρος της θερμοκρασίας με τα θερμόμετρα αυτά κυμαίνεται μεταξύ 35°C – 36,9°C, ενώ με τα ψηφιακά θερμόμετρα στόματος το φυσιολογικό εύρος της θερμοκρασίας κυμαίνεται μεταξύ 35,7°C – 37,4°C. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, τα επίπεδα της θερμοκρασίας επηρεάζονται από τις τοπικές συνθήκες (π.χ. κατανάλωση κρύων ή ζεστών αφεψημάτων). Σήμερα έχουν αναπτυχθεί εύχρηστα και αξιόπιστα θερμόμετρα για μέτρηση της θερμοκρασίας στο μέτωπο και στο αφτί με τη χρήση αισθητήρων υπερύθρων. Το φυσιολογικό εύρος της θερμοκρασίας αφτιού και μετώπου είναι 35,8°C – 37,5°C και 33,3°C – 35,6°C αντιστοίχως. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό οι κλινικοί ιατροί και οι πολίτες να γνωρίζουν το φυσιολογικό εύρος της θερμοκρασίας του σώματος που καταγράφεται μέσω των διαφορετικών τεχνικών μέτρησης, ώστε να αποφευχθούν η περιττή και άσκοπη διερεύνηση για δέκατα και η άσκοπη θεραπεία με αντιπυρετικά.