Οταν είδε να χάνονται όλα γύρω του, βρήκε τη δύναμη να φτιάξει τη βαλίτσα του και να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Αυτή η αποδοχή της ήττας του ήταν η αρχή της αστραφτερής πορείας του Τάκη Ζαχαράτου
Βλέπω πίσω σας, στον τοίχο σας, αυτή την τεράστια φωτογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
Για μένα ήταν και παραμένει μια άγκυρα. Η Αλίκη με κρατάει συνδεδεμένο με τον «Τάκη» που δεν έχασα ποτέ. Εκείνο το παιδί που ήταν κομμωτής από την Πάτρα, έπαιρνε το ΚΤΕΛ για να έρθει να δει τις παραστάσεις της και να στηθεί στην ουρά για να πάρει αυτόγραφό της. Είναι η σύνδεσή μου με αυτό που επ’ ουδενί δεν θέλω να χάσω.
Πώς ήταν ο «Τάκης» τότε και πώς ο σημερινός;
Παραμένει ίδιος ακόμη μέσα μου και αυτός είναι ο μάνατζέρ μου. Αυτός μου υπέδειξε πώς θα κάνω αυτή τη δουλειά, με ποιους τρόπους, τους στόχους που θα έχω και πού θέλω να πατήσω. Υπήρχε δηλαδή ένα φίλτρο. Χάνουμε πάρα πολύ χρόνο στο να κοιτάμε εκτός και όχι εντός μας. Πολύ συχνά ρωτάω τον εαυτό μου εάν ό,τι επιλέγω το 2020 με κάνει χαρούμενο. Σκέφτομαι αν επαναλαμβάνω πράγματα τα οποία νομίζω ότι μου δίνουν ευχαρίστηση. Τα τελευταία 10 χρόνια κάνω ξεκαθάρισμα.
Γιατί ειδικά τα τελευταία 10 χρόνια;
Ξέρεις, φρέναρα ο ίδιος πάρα πολλές φορές τον εαυτό μου για να φτάσει εδώ που έφτασε. Ημουν πάρα πολύ ντροπαλός. Εκανα τα δικά μου πράγματα με τις μεταμφιέσεις και τα λοιπά, αλλά ως χόμπι και μόνο για το σπίτι μου. Δεν ήθελα να γίνει επάγγελμά μου. Είχα το κομμωτήριό μου, έβγαζα τα χρήματά μου, είχα τους γονείς μου, τους φίλους μου, τους έρωτές μου, την αγαπημένη μου πόλη, την Πάτρα. Το να φύγεις από μια ωραία ζωή ήταν μεγάλη απόφαση.
Είχατε ωραία παιδικά χρόνια.
Ναι, και όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο τα εκτιμώ. Ακόμη και οι δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισα σε εκείνη την ηλικία με εκπαίδευσαν για να γίνω αυτό που είμαι. Δεν προέρχομαι από πλούσια οικογένεια, αλλά δεν πεινάσαμε και ποτέ. Σιδεράς ήταν ο μπαμπάς μου, δεν μας έλειπε τίποτα στο σπίτι, αλλά ήταν όλα μετρημένα. Υπήρχε αυστηρότητα αλλά και πάρα πολλή αγάπη. Το παιδί λοιπόν αυτό από την Πάτρα είχε τον θαυμασμό για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έβλεπε μέσα στις ταινίες της Φίνος και στην τηλεόραση. Ετσι μ’ ενέπνευσε η Αλίκη και συνεχίζει να με εμπνέει. Είναι ένα μοντέλο απίστευτο που πρέπει να το διαβάσεις πάρα πολύ βαθιά. Ηταν ένας πάρα πολύ έξυπνος άνθρωπος, μια βιομηχανία από μόνη της που προμοτάρει εξαιρετικά τον εαυτό της σε μια εποχή που δεν υπήρχαν managers.
Την πρώτη φορά που είδατε την Αλίκη – όχι ως θαυμαστής – τη θυμάστε;
Την παρατηρούσα σαν έργο τέχνης. Με περιέργεια και αγάπη. Και βεβαίως διερευνητικά για να πάρω όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα, για να φτιάξω την περσόνα της, αυτή δηλαδή που θα μιμούμουν πάνω στη σκηνή. Ηταν ανάμεικτα τα συναισθήματα όταν είχα έρθει στην Αθήνα. Ενιωσα τον φόβο, την αγωνία και την αιώρηση σε έναν χώρο όπου αισθανόμουν ότι δεν χωρούσα γιατί δεν υπήρχε τίποτα αντίστοιχο εδώ για να κάνω.
Τι θέλατε να κάνετε ακριβώς;
Δεν γνώριζα. Θυμάμαι μόνο, όταν ήμουν πέντε χρονών, να λέω στη μητέρα μου να μου δώσει τις γυαλιστερές κουρτίνες που είχαμε. Με ρώτησε τι τις θέλω και της απάντησα πως όταν μεγαλώσω θα ανεβαίνω πάνω στη σκηνή με λαμπερά κοστούμια και θα κάνω τον κόσμο να διασκεδάζει. Να γελάει και να περνάει πάρα πολύ ωραία. Το ήξερα από πέντε ετών. Είχα χιούμορ από τότε και ήμουν και πάρα πολύ πειραχτήρι. Για παράδειγμα, αν με τσάντιζε μια γειτόνισσα, μπορούσα να βάλω φωτιά στην μπουγάδα της. Ή όταν ήμουν στο μαγαζί του πατέρα μου και χτυπούσε το τηλέφωνο, μιμούμουν τη μητέρα μου. Εχουν γίνει άπειρες παρεξηγήσεις και έμειναν αναπάντητες προσκλήσεις.
Πότε άρχισε να σχηματοποιείται αυτό που θέλατε να κάνετε;
Ενα ένα κομμάτι άρχισε ν’ αποκαλύπτεται: άνθρωποι, βιβλία, έργα, ταξίδια. Νομίζω ότι στο θέατρο Αλίκη με την παράσταση «Ι am what Ι am» (2013) μαζεύτηκαν όλα τα υλικά και πήρε μια οριστική μορφή – χωρίς να απορρίπτω τις άλλες δουλειές μου. Μια μέρα που βαφόμουν στο καμαρίνι του θεάτρου, μου ήρθε στο μυαλό κάτι που μου είχε πει η Αλίκη: «Εσύ που με αγαπάς τόσο πρέπει να έχεις κάτι δικό μου». Και το δώρο της ήταν αυτό. Πήγα να παίξω στο θέατρό της για έναν μήνα και έμεινα οκτώ, χωρίς μάλιστα να υπάρχει μπάτζετ για να γίνει μια μεγάλη παραγωγή. Υστερα από πέντε χρόνια είδα σε ένα βίντεο την ουρά που σχηματιζόταν στον δρόμο και δεν το πίστευα. Αλλά καλύτερα γιατί θα με αποσπούσε από αυτό που προσπαθώ να κρατήσω τριάντα χρόνια. Τη συγκέντρωσή μου σε αυτό που κάνω.
Τα τριάντα χρόνια σας τα γιορτάσατε στο Παλλάς τον περασμένο χειμώνα και συνεχίζετε στο Αλσος.
Δεν έχω καταλάβει πώς έχουν περάσει. Είναι μια διαδρομή πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ δύσκολη, ιδιαίτερα στην αρχή.
Το πρώτο σοκ που δεχθήκατε;
Εγκαταλείπω το κομμωτήριό μου στην Πάτρα, έρχομαι στην Αθήνα και το πρώτο πράγμα που κάνω με τα χρήματα που είχα μαζέψει ήταν ν’ αγοράσω ένα σπίτι. Δεν έφτανε αυτό, χωρίς να έχω «μία», το γκρεμίζω για να το φτιάξω όπως θέλω. Μένω άφραγκος. Με θυμάμαι να κάθομαι πάνω στα μπάζα, να κοιτάζω το ταβάνι και να λέω «τι έκανες;». Ευτυχώς όλα πήραν σιγά σιγά μια σειρά. Αλλά τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια ήταν πολύ απαιτητικά. Επρεπε να βρω την καλλιτεχνική μου ταυτότητα σε μια πόλη όπου επικρατούσαν τα μπουζούκια, χωρίς μπουάτ. Το Αχ Μαρία ήταν στα τελειώματά του. Εκεί ξεκίνησα με την Πωλίνα, η οποία είναι η καλλιτεχνική μου νονά και με έφερε από την Πάτρα. Την ευχαριστώ γι’ αυτό. Αυτός ο χώρος δειγμάτισε σε εμένα, γιατί είχε κείμενα, σάτιρα και βέβαια τραγούδι. Επρεπε όμως να περάσω από χίλια δυο κύματα.
Το πιο δυνατό κύμα;
Ημουν αθώος και δεν αντιλαμβανόμουν την υπεροψία με την οποία με αντιμετώπιζαν. Ηταν μια εποχή στην οποία δοκιμάστηκαν τα νεύρα μου, οι αντοχές μου, οι άνθρωποι γύρω μου – κάποιοι από τους οποίους ήταν αρπακτικά. Σαν εκείνα τα έντομα που κολλούσαν πάνω στην αναμμένη λάμπα. Ντρέπομαι που το λέω γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι ξεχωριστό. Κάνω μια δουλειά που δίνει χαρά στον κόσμο. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι κάτι τρομερό.
Ποια είναι η δουλειά σας; Πώς θα την ονομάζατε;
Τάκης Ζαχαράτος, και δεν το λέω εγωιστικά. Ο γιατρός μου, ο κ. Λαμπρόπουλος, είδε στον λαιμό μου ότι έχω περισσότερες καμπύλες. Γι’ αυτό έχω περισσότερες νότες, ας πούμε, που μου δίνουν τη δυνατότητα να μιμηθώ περισσότερες φωνές. Αυτό θέλει να το κάνει μάθημα στο πανεπιστήμιο. Γεννήθηκα με αυτή την ιδιαιτερότητα στη φωνή μου, αλλά ένιωθα ότι το χέρι του Θεού με έσπρωχνε στη σωστή πλευρά. Ακόμη και όταν μισοπνιγόμουν σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Είναι η άλλη περιπέτειά σας που θα μου πείτε.
Βέβαια. Μετά το Αχ Μαρία πάω σε ένα μεγάλο κέντρο με τον Γιάννη Πάριο και τη Μαρινέλλα. Ενας επιχειρηματίας που ερχόταν κάθε βράδυ εκεί να με δει μου έλεγε «μην κλείσεις πουθενά, σε θέλω εγώ». Παράλληλα είχα ετοιμάσει κάποιες μικρές εμφανίσεις στη Ζάκυνθο και τη συμμετοχή μου σε ένα σίριαλ που ετοιμαζόταν. Σε λίγες ώρες κατέρρευσαν όλα. Με παίρνει τηλέφωνο η Μαρία Γεωργιάδου, μου λέει ότι δεν θα παίξω στη σειρά, σε λίγη ώρα με ενημερώνουν ότι δεν θα γίνει το σόου στη Ζάκυνθο και ένας σερβιτόρος με πληροφορεί ότι ο επιχειρηματίας έχει κλείσει το σχήμα για τον χειμώνα και δεν με έχει συμπεριλάβει. Πήγα να τρελαθώ. Κατάφερα όμως να βρω δύναμη, να φτιάξω τη βαλίτσα μου και να επιστρέψω στο κομμωτήριό μου στην Πάτρα. Κούρευα, χτένιζα, έβαφα και την επόμενη σεζόν επέστρεψα. Αυτό με έσωσε, γιατί τόλμησα να πάω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα χωρίς να μασήσω απ’ ό,τι είχα ζήσει στην Αθήνα.
Και καλά κάνατε. Ποιο πρόσωπο έχει ενοχληθεί από τις μιμήσεις σας;
Οι περισσότερες δεν έχουν πρόβλημα, ίσα ίσα. Το όριο και το μέτρο μού τα δίνει αυτός που σατιρίζω. Ανάλογα με το πόσο έχει εκθέσει τον εαυτό του, τόσο περιθώριο έχω για να κάνω τη δουλειά μου. Θυμάμαι τη Βίκυ Μοσχολιού πόσο γελούσε όταν με έβλεπε να τη μιμούμαι. Μου έλεγε «εσύ με κάνεις καλύτερα και από εμένα». Μόνο η Αλέξια και η Μιμή Ντενίση με έχουν πάρει τηλέφωνο για να διαμαρτυρηθούν. Την είχα μιμηθεί άκομψα τη Μιμή και είχε δίκιο. Αλλά ήμουν ακόμη στην αρχή.
Για να κλείσουμε ευχάριστα, η ιστορία με τον πρίγκιπα είναι αληθινή;
Μα ναι. Οταν εμφανιζόμουν με τον Γιάννη Πάριο και τη Μαρινέλλα, μία από τις μιμήσεις που έκανα ήταν η Αντζελα Δημητρίου. Ενας πρίγκιπας που ερχόταν στο μαγαζί με 30 σωματοφύλακες με είχε ερωτευθεί – ως Αντζελα – και έκανε μεγάλες ζημιές. Του είπαν ότι είμαι παντρεμένη με αυστηρό σύζυγο και έτσι δεν είχαμε συνέχεια. Ολα αυτά τα έμαθα πρόσφατα.