Δεν είναι μικρό πράγμα να χρησιμοποιούν το όνομά σου, για να χαρακτηρίσουν μια ιδιαίτερη οικονομική πολιτική. Συνήθως είναι ένδειξη ότι έφερες κάποιες νέες ιδέες ή έστω ένα νέο μίγμα πολιτικής.
Αυτό έγινε εν μέρει και με τα Abenomics που θεωρήθηκαν κάποια στιγμή ότι αποτελούσαν μια ιδιαίτερη οικονομική στρατηγική. Υπενθυμίζουμε ότι το 2013, σε μια προσπάθεια να τονώσει τις δυναμικές της ιαπωνικής οικονομίας, που είχε ξεπεράσει την καθηλωτική στασιμότητα της δεκαετίας του 1990 στη δεκαετία του 2000, αλλά απείχε από το να έχει αποκτήσει δυναμική, ο Άμπε είχε θέσει σε εφαρμογή ταυτόχρονα όλες τις παραλλαγές κεϋνσιανών πολιτικών ως τα δημοσιονομικά και τη νομισματική πολιτική (συμπεριλαμβανομένης και της υποτίμησης του νομίσματος), την ίδια στιγμή που απέφευγε όλες τις εκδοχές κεϋνσιανισμού που θα σήμαιναν αναδιανομή και βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.
Αντίθετα, πάτησε πάνω στις ιδιωτικοποιήσεις, την αναδιάρθρωση των τραπεζών και τους φόρους στην κατανάλωση που είχα εισάγει οι κυβερνήσεις Κοϊζούμι, αλλά και τη δική του προσπάθεια να περιορίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Για να εφαρμόσει αυτές τις πολιτικές, που περιλάμβαναν και μεγάλης κλίμακας αγορές ομολόγων από την κεντρική τράπεζα, ως τμήμα μιας πολιτικής ανάλογης από με την ποσοτική χαλάρωση στην ΕΕ, ο Άμπε επέλεξε να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το ήδη διογκωμένο ιαπωνικό χρέος, παρά το ρίσκο μια άνοδος των επιτοκίων να οδηγήσει και σε άνοδο του κόστους εξυπηρέτησής του.
Ουσιαστικά, ήταν ένα είδος νεοφιλελεύθερου κεϋνσιανισμού, που πατούσε και πάνω στη βελτίωση της κερδοφορίας των ιαπωνικών επιχειρήσεων, αλλά την ίδια στιγμή απείχε από το αντιμετωπίζει τα περισσότερο δομικά προβλήματα της ιαπωνικής οικονομίας, παρότι οδήγησε σε μια άνοδο των επενδύσεων.
Ποια ήταν η πραγματική απόδοση της οικονομικής του πολιτικής
Ο συνδυασμός ανάμεσα σε κεϋνσιανά και νεοφιλελεύθερα μέτρα έκαναν τον Άμπε ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των οικονομολόγων, αφού στην πολιτική μπορούν να αναγνωρίσουν και στοιχεία της δικής τους ιδιαίτερης ιδεολογίας.
Ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης, ο Άμπε πέτυχε μια μέση ανάπτυξη περίπου 2% ως το τέλος του 2019. Αυτοί προφανώς και δεν ήταν οι καλύτεροι μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων. Στην Ιαπωνία ο αριθμός γεννήσεων υπολείπεται και χρόνια του αριθμού των θανάτων και αυτό οδηγεί σε μια σχετική πληθυσμιακή υποχώρηση. Την ίδια στιγμή οι πραγματικοί μισθοί στην Ιαπωνία παραμένουν σε υποχώρηση και αρκετά κάτω από το 2013 που είναι το έτος αναφοράς. Η κατανάλωση έχει μείνει στάσιμη, ως αποτέλεσμα και της καθήλωσης στα ίδια επίπεδα των μισθών. Την ίδια στιγμή η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ιαπωνία παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και αρκετά χαμηλότερη της αντίστοιχης αμερικανικής.
Αυτό ήταν και το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η αύξηση των επενδύσεων (που ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από 23,2% το 2013 σε 24,2% το 2018) δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρέμειναν σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με την περίοδο της ύφεσης 2008-2009.
Ως προς τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και την καταφυγή στην έκδοση νέου χρέους, ο Άμπε φάνηκε ότι μπορούσε εν μέρει να τα περιορίσει, όμως η συγκυρία της επιδημίας υποχρέωσε την ιαπωνική κυβέρνηση να προχωρήσει ξανά στην έκδοση χρέους ύψους 58,2 τρισεκατομμυρίων γιεν.
Τα όρια των μέτρων «τόνωσης» της οικονομίας
Στην πραγματικότητα το γεγονός ότι τα Abenomics δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν μια συνολικότερη εικόνα στασιμότητας της ιαπωνικής οικονομίας, αντανακλά ένα συνολικότερο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομία στη δεκαετία του 2010.
Την επαύριον της κρίσης δοκιμάστηκε, σε διάφορες παραλλαγές, σε όλα τα βασικά κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας, η λογική των μεγάλων πακέτων τόνωσης με την ελπίδα ότι αυτό θα αντιστρέψει τις επιπτώσεις της κρίσης.
Όμως, παρότι τα μέτρα φάνηκε να οδηγούν αρχικά στην έξοδο από τη συνθήκη της ύφεσης, στη συνέχεια δεν οδήγησαν σε κάποιο ιδιαίτερο οικονομικό δυναμισμό, κυρίως επειδή δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στα περισσότερο δομικά προβλήματα, που αφορούσαν τις μεγάλες τομές στην παραγωγικότητα της εργασίας αλλά και την επέκταση της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων.
Στην πραγματικότητα, η έκταση της τρέχουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των επιπτώσεων της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν, αποτυπώνει τα όρια των προηγούμενων οικονομικών πολιτικών στις διάφορες παραλλαγές τους.
Ουσιαστικά, είναι η απόδειξη ότι μόνο η παροχή ρευστότητας, ή «πακέτων στήριξης» ή η επεκτατική νομισματική πολιτική, χωρίς τομές στο επίπεδο της παραγωγής, της τεχνικής και της κατανάλωσης, δεν αρκούν για τη διαμόρφωση ισχυρής και μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής ή για την αποφυγή των μεγάλων κρίσεων.
Το βάρος των σκανδάλων και η πτώση της δημοτικότητας
Ο ίδιος ο Άμπε επικαλέστηκε λόγους υγείας. Άλλωστε, λόγους υγείας – μια σοβαρή περίπτωση ελκώδους κολίτιδας – είχε επικαλεστεί και όταν είχε πάλι παραιτηθεί από την πρωθυπουργία το 2007. Όμως, θα μπορούσε να είναι και το βάρος από την υποχώρηση της δημοτικότητας της κυβέρνησής του, που είδε τον Αύγουστο τη θετική απήχησή της να πέφτει το 32,7%, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό από το 2012, οι αυξημένες καταγγελίες για σκάνδαλα και διαφθορά, αλλά το γεγονός ότι η ιαπωνική οικονομία βρίσκεται σε σημαντική υποχώρηση με την ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 να είναι 7.8% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ή 27,8% εάν προβληθεί σε ετήσια βάση.
Σε κάθε περίπτωση για την Ιαπωνία όλα αυτά σηματοδοτούν ένα «τέλος εποχής», που όμως αφήνει ως κληρονομιά στη νέα εποχή που ανατέλλει το βάρος σημαντικών ανοιχτών προβλημάτων.