Παρατηρώ τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα.
Σίγουρα είναι ανησυχητικές.
Η Τουρκία κινείται με περισσή αλαζονεία στην προσπάθειά της να δείξει ότι είναι «περιφερειακή δύναμη».
Δε ζητά απλώς μεγαλύτερο μερτικό από τις εξορύξεις, αλλά αμφισβητεί ευθέως κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Κάποιες στιγμές δείχνει να μην θέλει καν διαπραγμάτευση αλλά κλιμάκωση της έντασης.
Όλα αυτά όντως διαμορφώνουν μια κατάσταση ανησυχητική και απειλητική.
Απέναντι σε αυτό η χώρα μας καλείται να χαράξει στρατηγική.
Να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα αλλά και να μπορέσει να συζητήσει με την Τουρκία, για να βρεθεί κοινός τόπος και έντιμοι συμβιβασμοί που να εξασφαλίζουν την ειρήνη στην περιοχή.
Αυτό προφανώς προϋποθέτει ότι η χώρα μας σε αυτή τη διαδικασία δεν προσέρχεται ούτε αδύναμη ούτε αμήχανη.
Σε τέτοιες καταστάσεις πρέπει να δείχνεις αποφασιστικότητα και ετοιμότητα, εάν χρειαστεί, να απαντήσεις.
Προφανώς δεν εννοώ ούτε πολεμοκάπηλες κραυγές ούτε όσα οραματίζονται οι στρατηγοί και οι ναύαρχοι του… καναπέ.
Λέω απλώς να δείξει η χώρα ότι μπορεί να υπερασπίζεται δικαιώματα και μην κάνει πίσω από «κόκκινες γραμμές».
Κομμάτι της ισχύος μιας χώρας είναι οι συμμαχίες της.
Άλλη παρουσία έχει μια χώρα που έχει συμμαχίες και καλές σχέσεις με άλλες χώρες και άλλη μια χώρα απομονωμένη.
Μόνο που κάποιες φορές αισθάνομαι ότι φερόμαστε λες και ψάχνουμε για προστάτη.
Για κάποιον που θα καθαρίσει για εμάς.
Για κάποιον που θα δώσει αντί για εμάς τις μάχες.
Για αυτόν που θα τσαμπουκαλευτεί για λογαριασμό μας.
Το κάναμε για πολλά χρόνια με τις ΗΠΑ. Και δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι ο απολογισμός ήταν ακριβώς θετικός.
Άλλοτε, πιστέψαμε ότι θα καθάριζε για εμάς η ΕΕ και ειδικά η Γερμανία.
Και τώρα βλέπω πώς αντιμετωπίζουμε τη Γαλλία σχεδόν ως «σωτήρα».
Προφανώς με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, άρα και με μια μεγάλη χώρα όπως η Γαλλία, πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις και αυτές να στηρίζουν τις ελληνικές θέσεις.
Αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες ότι θα καθαρίσουν για εμάς ή ότι όλα τα κάνουν για εμάς.
Η Γαλλία για παράδειγμα είναι σε κόντρα με την Τουρκία γιατί θεωρεί ότι η τελευταία αμφισβητεί το ρόλο που είχε στην Αφρική και στη Μεσόγειο και θα ήθελε να τη συνετίσει.
Αυτό είναι σημαντικό. Είναι κάτι που μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε, αρκεί να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται και να μην το βλέπουμε ως «φιλελληνισμό».
Το ίδιο ισχύει και για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Να κάνουμε αυτά που πρέπει, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων μας, για να έχουμε αναβαθμισμένες αμυντικές δυνατότητες αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες ότι αγοράζοντας γαλλικά αεροπλάνα θα εισπράξουμε αυτόματα και φιλελληνική πολιτική. Δεν λειτουργούν έτσι οι διεθνείς σχέσεις. Αν είναι να τα αγοράσουμε ας το κάνουμε γιατί είναι καλά και συμφέρουν, όχι επειδή «εξαγοράζουν» υποστήριξη.
Άλλωστε, για να μην ξεχνάμε και άλλα προβλήματα, τον «φιλελληνισμό» της Ευρώπης τον είδαμε και στην διαχρονική απροθυμία να αλλάξει ρότα στο προσφυγικό για να σταματήσουμε να έχουμε καταστάσεις τύπου Μόριας, καταστάσεις που προκύπτουν από τη λογική ότι τα νησιά είναι «φραγμοί».
Δεν τα λέω όλα αυτά γιατί θέλω να υποτιμήσω την ανάγκη διπλωματικών πρωτοβουλιών και συμμαχιών που να πιέζουν την Τουρκία και να τη φέρνουν στο τραπέζι του διαλόγου.
Αλλά γιατί κάποτε πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε αφελείς στον τρόπο που σερνόμαστε από τον έναν σύμμαχο στον άλλο.
Ο αφελής στο τέλος πάντα βγαίνει χαμένος.