Οι απώλειες και τα τραύματά του τού έδειξαν τον δρόμο του θεάτρου με έναν τρόπο φυσικό. Διοχέτευσε τις εμπειρίες μιας δύσκολης ζωής στην τέχνη του, μαθαίνοντας να ψηλαφίζει τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων. Μιλάει ο Λεωνίδας Κακούρης.
Πώς ήταν η επάνοδος στην καθημερινότητά σας μετά τις διακοπές και με την πανδημία να δείχνει ακόμη τα δόντια της;
Η επιστροφή στο πλατό είχε μια πρώτη αμήχανη στιγμή, καθώς όλοι έπρεπε να υποβληθούμε σε τεστ. Δεν είχαμε κανένα κρούσμα, αλλά ξεκινήσαμε με φόβο, ο οποίος έχει διασπαρεί σε όλες τις κοινωνικές μας επαφές και αυτό είναι το μεγάλο κόστος.
Ο δικός σας φόβος ποιος είναι;
Δεν φοβάμαι τόσο τον θάνατο ή το να νοσήσω από τον ιό, όσο φοβάμαι αυτή τη διαιώνιση των στερητικών ανθρώπινων αναγκών. Να είμαστε δηλαδή σε επαφή με τον διπλανό μας, τα παιδιά μας, τους γονείς μας, τον σύντροφό μας, τους φίλους μας, τους νέους ανθρώπους που θα γνωρίσουμε όταν θα βγούμε έξω για να διασκεδάσουμε. Δεν μπορώ να πάω σε κάποιο μπαρ γιατί δεν θέλω να είμαι με μια μάσκα και να πίνω το ποτό μου μ’ ένα καλαμάκι.
Πιστεύετε ότι έχει μετακινηθεί ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη ζωή;
Φυσικά νιώθω ότι έχουμε πάει στα μετόπισθεν της ζωής μας. Οταν δεν έχεις φόβο, είσαι μπροστά όπως η νιότη. Οταν έχεις γνώση, φροντίζεις να κάνεις βήματα πιο συγκρατημένα. Επιθυμείς να προφυλαχτείς έτσι ώστε να έχεις τον χρόνο αντίδρασης. Τώρα νιώθω ότι έχουμε πάει στα «πίσω» της ζωής. Κάνουμε σχέδια, αλλά είναι μέσα σε εισαγωγικά και καραδοκεί η αμφιβολία. Ο φόβος συνδέεται και με το τι προσλαμβάνουμε ως κοινωνία. Και κατάφερε να μας πάρει ό,τι δεν μπόρεσε κανένα Μνημόνιο και καμία σκληρή οικονομική πολιτική. Στις αρχές της πανδημίας τα δελτία ειδήσεων έδειχναν εικόνες από τις εντατικές των νοσοκομείων, τους νεκρούς και κλειστήκαμε όλοι στα σπίτια μας. Ηταν – και είναι – κάτι πρωτόγνωρο για όλους μας.
Αν μου επιτρέπετε, θεωρώ ότι ως κοινωνία λειτουργήσαμε αρκετά ευσυνείδητα και με μια σχετική ωριμότητα.
Σαφώς και αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πούμε ότι όταν νιώσουμε λίγο χαλαρά ξεχνάμε τα πάντα. Είναι κι αυτό μια αντίδραση ανθρώπινη. Αλλά η ζωή πάντα βρίσκει τον τρόπο να προχωράει με ή χωρίς εμάς.
Και έτσι επιστρέψατε στα γυρίσματα των «Αγριων μελισσών». Περιμένατε να διαγράψουν αυτή την πορεία;
Κάθε ηθοποιός όταν παίρνει στα χέρια του ένα σενάριο, η προσδοκία του είναι να έχει μπροστά του κάτι πάρα πολύ ωραίο. Οσο μεγαλώνεις βέβαια, δύσκολα βρίσκεται στον δρόμο σου κάτι που να σε συγκινεί τόσο πολύ και να σου δημιουργεί συναισθήματα. Οταν άρχισα να διαβάζω τα πρώτα επεισόδια από τη σειρά, εκείνο που παρατήρησα ήταν ότι δεν μπορούσα να σταματήσω. Αυτό ήταν μια πάρα πολύ καλή ένδειξη.
Δεδομένου ότι όλοι οι ηθοποιοί θέλετε να φτάνει η εικόνα σας μέσα από αγαπητούς ρόλους στο κοινό, σας απασχόλησε ο ρόλος σας;
Σαφώς και είναι έτσι και πρέπει να πούμε ότι έχουν υποφέρει πολλοί συνάδελφοι, ιδιαίτερα πιο παλιά που ο κόσμος ήταν πιο αφελής. Σκέψου ότι υπήρχαν αντιστασιακοί άνθρωποι, με αγώνες και πορεία σημαντική, που όμως στην καριέρα τους ως ηθοποιοί ερμήνευσαν ρόλους Γερμανών και στον δρόμο τούς φώναζαν «προδότες». Πλέον δεν ισχύουν αυτά, αλίμονο. Το σημαντικό είναι πόσο καλά θα ερμηνεύσεις τον αρνητικό ρόλο. Δεν υπάρχει μονοσήμαντα κακός. Αυτοί άλλωστε είναι οι πιο ενδιαφέροντες ρόλοι, διότι είναι περίπλοκοι και σύνθετοι χαρακτήρες. Προσπαθώ πάντα να βρω τους λόγους και τις βαθύτερες αιτίες που διαμόρφωσαν έναν τέτοιο χαρακτήρα. Το παρελθόν και οι δύσκολες εμπειρίες που είχαμε χαράσσουν τις γραμμές της προσωπικότητάς μας.
Η δική σας ζωή είχε δυσκολίες;
Πήρα αρκετή αγάπη, αλλά μεγάλωσα σαν να έκανα από μικρός περιοδεία. Οι γονείς μου εργάζονταν στη Γερμανία και με πρόσεχαν οι συγγενείς. Εκεί που έκανα φίλους, παρέες σε ένα σχολείο, την επόμενη χρονιά, επειδή άλλαζα οικογένεια, ξεκινούσα από την αρχή. Μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού αυτό συνέβαινε. Ενα παιδί στα πρώτα χρόνια της ζωής του χρειάζεται ασφάλεια. Ολα αυτά που περιγράφω τώρα τα αναμόχλευσα μεγαλώνοντας τα δύο παιδιά μου. Αρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου σε αυτά τα χρόνια και να νιώθω τις εκρήξεις, τις αλλαγές και τις αμφιθυμίες των ευαίσθητων αυτών ηλικιών. Και κάθε ηλικία είναι μια άλλη πίστα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια δύσκολη ηλικία αθωώνει έναν ενήλικο για τις παραβατικές του συμπεριφορές. Αλλά εξηγεί πολλά.
Αυτή ήταν η δύσκολη στιγμή;
Οχι, διότι κάποια στιγμή ενώθηκε η οικογένειά μας, αλλά οι γονείς μου χώρισαν. Επειτα ήρθαν και οι απώλειες. Πρώτα έχασα την αδελφή μου, τέσσερα χρόνια μικρότερή μου, και έπειτα τον πατέρα μου.
Πώς έφυγε η αδελφή σας;
Είχε υποστεί ένα ατύχημα στο κεφάλι που της άφησε μια βλάβη, νευρολογικά μη αναστρέψιμη. Πέθανε στα εννέα της χρόνια. Εγώ ήμουν δεκατριών. Θυμάμαι την αναταραχή, την περίοδο της νοσηλείας, τον θρήνο της μητέρας μου. Ενιωσα τότε ότι πήγαινα προς μια εσπευσμένη ενηλικίωση. Ολα αυτά που συνέβαιναν είχαν κάποια απόνερα.
Ποια είναι αυτά;
Η έλλειψη, η απουσία των αγαπημένων προσώπων, η ανασφάλεια. Σε όλη αυτή τη βεβαρημένη κατάσταση ήρθε να προστεθεί και ο χωρισμός των γονιών μου, που λειτούργησε επίσης καταλυτικά. Πήγαινα και από τη μια και από την άλλη πλευρά για να υπάρχει – έτσι φανταζόμουν – μια ισορροπία ανάμεσα στη μητέρα και στον πατέρα μου.
Αισθανόσασταν μοιρασμένος;
Είναι διχαστικό το διαζύγιο για ένα παιδί. Θα ήταν ψέμα να πούμε ότι δεν είναι έτσι. Οπως επίσης ψέμα είναι να πούμε πως δεν πρέπει να χωρίζουν οι γονείς. Ενα ζευγάρι που δεν μπορεί να είναι μαζί πρέπει να αποφασίζει να δώσει τέλος στον γάμο. Ολη αυτή η διαδρομή κατέληξε στο θέατρο.
Ασχοληθήκατε από νωρίς;
Από το Γυμνάσιο άρχισα να κάνω παραστάσεις. Ολες αυτές οι εμπειρίες λειτούργησαν θετικά γιατί έκανα – όπως πολλοί καλλιτέχνες – τα τραύματά μου δημιουργία.
Πότε αποφασίσατε ότι η ζωή που έχετε ζήσει σας οδηγεί στο σανίδι;
Δεν το αποφάσισα. Ηρθε μόνο του. Αισθανόμουν ωραία στις πρόβες, στις παραστάσεις. Ετσι, όταν πέρασα στο Εθνικό, εγκατέλειψα τις σπουδές μου στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής. Και πρακτικά δεν μπορούσα ν’ αντεπεξέλθω, διότι η σχολή στο Εθνικό Θέατρο ήταν πολύ απαιτητική. Κάναμε μαθήματα από τις 8 το πρωί έως τις 9 το βράδυ.
Από πού κρατηθήκατε για να αντιμετωπίσετε τις δυσκολίες;
Τους φίλους μου, τις συντρόφους μου, τους κοντινούς μου ανθρώπους. Μετά τα 18 όμως άρχισε η πραγματική ζωή που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Η διαβίωση, οι σπουδές, οι σχέσεις, η πρώτη συγκατοίκηση. Και ξαφνικά βρίσκεσαι όπως τώρα, 30 χρόνια μετά, και μιλάς γι’ αυτά.
Υπάρχει κάποιο περιστατικό στη ζωή σας στο οποίο αναγνωρίσατε τα βιώματά σας; Που είπατε «λειτούργησα έτσι, γιατί είχα ζήσει αυτό».
Συμβαίνει πολύ συχνά. Απλώς επιμερίζεται και μειώνεται η σημασία του. Κυρίως όμως αυτό το αντιμετωπίζω στην ανατροφή των παιδιών μου, όπου φέρνω συνεχώς εικόνες από εκείνη την ηλικία. Αλλά αντιδρώ έτσι και στους ρόλους. Σκέφτομαι δηλαδή πώς θα μπορούσε ν’ αντιδράσει ο ήρωας και πώς αντιδρά. Κάνω αυτούς τους συσχετισμούς για να βρω πάντα τον λόγο, την αιτία της συμπεριφοράς. Ετσι, τα βιώματά μου τροφοδοτούν τον τρόπο που θα προσεγγίσω έναν ρόλο. Φυσικά, είναι μόνο ένα συστατικό οι εμπειρίες. Για να δημιουργηθεί η τελική μορφή χρειάζεσαι και άλλα πράγματα.
Τον χειμώνα πού θα εμφανιστείτε;
Αν όλα πάνε καλά, θα είμαι με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη στο έργο του Ρομπέρ Τομά «Παγίδα», το οποίο σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας, και θα υποδυθώ τον ρόλο του επιθεωρητή.