Στην ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων ημερών αναφέρεται σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal κάνοντας λόγο για «σημείο βρασμού» στη θάλασσα του Αιγαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο «η διαμάχη του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με την Ελλάδα μπορεί να επιλυθεί μέσω της διπλωματίας. Το ερώτημα είναι αν ο Ερντογάν θέλει να διαπραγματευτεί ή απλά θέλει να επιδείξει την δύναμη της Τουρκίας».
Οι διαμάχες για τις περιοχές γύρω από τις τουρκικές ακτές και αρκετά κοντινά ελληνικά νησιά υπήρχαν πριν να έρθει στην εξουσία ο Ερντογάν αλλά η αυξανόμενη επιθετικότητα έχει προκαλέσει τον τελευταίο γύρο της έντασης. Μονομερώς διεκδικεί μεγάλα κομμάτια κυριαρχίας για την Τουρκία και έχει κλιμακώσει στέλνοντας ερευνητικά πλοία σε αμφισβητούμενες περιοχές με τη στήριξη του ναυτικού. Κάθε πλευρά έχει τα δικά της νόμιμα επιχειρήματα αλλά η Άγκυρα δικαιολογεί την άσχημη συμπεριφορά της με εθνικιστική ρητορική» προστίθεται στο άρθρο.
Στο δημοσίευμα της η WSJ θυμίζει τη δήλωση του Ερντογάν από το περασμένο Σάββατο ότι «είτε θα καταλάβουν τη γλώσσα της πολιτικής και της διπλωματίας είτε θα το καταλάβουν στο πεδίο με επώδυνες συνέπειες» και παρατηρεί ότι «ενώ ηγέτες χρησιμοποιούν συνήθως τέτοια ρητορική για εχθρούς, ο κ. Ερντογάν απειλεί έναν σύμμαχο στο ΝΑΤΟ».
«Η συμμαχία ήλπιζε ότι οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα βελτιωνόταν με την ένταξή τους το 1952 αλλά οι δύο χώρες έχουν έρθει κοντά στον πόλεμο τρεις φορές από τη δεκαετία του ’70. Η ένταση επιδεινώθηκε όταν εντοπίστηκε φυσικό αέριο στην ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια» συνεχίζει το άρθρο.
«Η στρατιωτική διένεξη ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία παραμένει μια λιγότερο πιθανή αλλά πραγματική πιθανότητα. Το ΝΑΤΟ προσπάθησε να οργανώσει συνομιλίες αλλά η Ελλάδα λέει ότι δεν θα συμμετάσχει μέχρι η Τουρκία να αποσύρει όλα τα πολεμικά πλοία από τις αμφισβητούμενες περιοχές. Αυτές οι δυσκολίες προκάλεσαν το ξέσπασμα το Σαββατοκύριακο του Ερντογάν, ο οποιος αντιμετωπίζει την διαμάχη αυτή ως κάτι περισσότερο από ό,τι για τα αβέβαια ενεργειακά αποθέματα».
Η WSJ υπενθυμίζει ότι η δημοτικότητα του κ. Ερντογάν έχει υποχωρήσει εν μέσω των οικονομικών προβλημάτων της Τουρκίας «αλλά μια σκληρή στάση στην ανατολική Μεσόγειο προκαλεί στήριξη σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας. Η Άγκυρα έχει επενδύσει κατά βάση στις ναυτικές της φιλοδοξίες με ένα αεροπλανοφόρο να ετοιμάζεται να βγει στη θάλασσα τον επόμενο χρόνο. Η Ελλάδα από την πλευρά της έχει ανακοινώσει χρήματα για εξοπλιστικά προγράμματα αλλά θα απαιτηθούν χρόνια για να έχουν αποτέλεσμα».
«Στο παρελθόν ΗΠΑ και Ευρώπη έχουν εργαστεί από κοινού προκειμένου να διαχειριστούν τις εντάσεις στην περιοχή. Αυτή τη φορά η Ουάσινγκτον έχει καλέσει σε διάλογο αλλά η Ευρώπη το μεταθέτει. Οι Βρυξέλλες παραμένουν διαιρεμένες – με τη Γαλλία να κλιμακώνει σε συμβολικό επίεδο απέναντι στην Τουρκία και τη Γερμανία να προσπαθεί να παίξει το ρόλο του δίκαιου διαμεσολαβητή – και οι προσπάθειές της δεν θα έχουν αποτέλεσμα χωρίς το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος των ΗΠΑ» προστίθεται στο άρθρο.
«Η Τουρκία αποτελεί έναν στρατηγικά σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ κυρίως στην Μαύρη Θάλασσα αλλά οι απειλές προς άλλο σύμμαχο απαιτούν απάντηση. Αν ο κ. Ερντογάν χρησιμοποιήσει δύναμη ή απειλεί να ανοίξει την «κάνουλα» με τους μετανάστες για την Ευρώπη, Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες θα πρέπει να δώσουν ενιαία απάντηση» τονίζει η WSJ.
Και το άρθρο καταλήγει: Οι αναρτήσεις του Τραμπ στο twitter και το πρίσμα της συναλλαγής με το οποίο αντιμετωπίζει τις διεθνείς σχέσεις συγκεντρώνουν την προσοχή των media. Αλλά το ΝΑΤΟ όπως το ξέρει ο κόσμος μπορεί να ξηλωθεί στην ανατολική Μεσόγειο».