Έχουν περάσει 90 και πλέον χρόνια από τότε που ο Χασάν Αλ Μπάννα ίδρυσε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Ισμαηλία (αιγυπτιακή πόλη στο κανάλι του Σουέζ), μια οργάνωση που αποτελεί -από ιστορικής άποψης- την πλέον σημαντική ισλαμιστική πολιτική οργάνωση του 20ού αιώνα.
Το δίκτυο έχει άρρηκτες σχέσεις με την Τουρκία, και ιδιαίτερα με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ασπάζεται μια πανισλαμιστική, νεοοθωμανική ιδεολογία.
Κι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τις «υπόγειες» διαδρομές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο «βαθύ κράτος» του Ερντογάν. Μια Ένωση που φαίνεται ότι ξεκάθαρα χρησιμοποιείται ως «όχημα» επιβολής της ερντογανικής κυριαρχίας στην Τουρκία και της δημιουργίας ενός μουσουλμανικού τόξου που θα εξυπηρετεί τις επιδιώξεις των εμπνευστών της.
Καθόλου τυχαίες δεν είναι οι συνεχείς αναφορές του «σουλτάνου» στην ανάγκη αλλαγής της συνθήκης της Λωζάνης, ουσιαστικά δηλαδή σε αλλαγή των ισχυόντων συνόρων.
Ούτε μπορεί κανείς να παραβλέψει την εμμονή της Αγκυρας στην «Γαλάζια Πατρίδα», κάτι που επίσης σημαίνει γεωπολιτικές ανατροπές στην περιοχή.
Έχοντας ως μεγαλόπνοο σχέδιο την ιδεολογική πολιτική επιρροή στη Μέση Ανατολή, στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο -σε μια σύγχρονη ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- ο τούρκος πρόεδρος προσφάτως αποφάσισε να «βάλει πόδι» στη Λιβύη, κίνηση η οποία πυροδότησε εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ηταν αναμενόμενο να αναζωπυρωθεί και η ελληνοτουρκική ένταση αναφορικά με την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και να επανέλθουν στο προσκήνιο οι διαφορές Αθήνας και Άγκυρας. Κι όχι μόνο, καθώς πλέον η στάση της Τουρκίας ενοχλεί πολύ περισσότερες χώρες, όπως η Γαλλία, με τους ισχυρούς οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία επιθυμεί να αποκτήσει χαρακτηριστικά περιφερειακής δύναμης. Δηλαδή, να είναι ρυθμιστής των εξελίξεων, να έχει προνομιακές οικονομικές σχέσεις και πρόσβαση σε ενεργειακούς και άλλους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, και να πετύχει μια ευρύτερη στρατηγική παρουσία στην περιοχή, εξ’ ου και η επιλογή της να εμπλακεί στη Λιβύη μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Βασική επιδίωξη του Ερντογάν είναι να παίξει καθοριστικό ρόλο στην περιοχή για πρώτη φορά από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μέσω αυτού του ρόλου να προωθήσει και τα συμφέροντα της Τουρκίας που αφορούν στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια και Κεντρική Αφρική.
Στην προσπάθεια αυτή έχει ως σύμμαχο -χρησιμοποιώντας τη μάλιστα και ως «όχημα»- τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η επιρροή της οποίας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο στον πολιτικό βίο της Μέσης Ανατολής και ευρύτερα του ισλαμικού κόσμου είναι ιδιαιτέρως σημαντική και μακροχρόνια.
Η Τουρκία, παρ’ ότι δεν είναι η κατ’ εξοχήν χώρα στην οποία έδρασε η Μουσουλμανική Αδελφότητα, επιθυμεί την κυριαρχία κομμάτων που συνδέονται με αυτή στη Μέση Ανατολή ώστε να μπορέσει η ίδια να επηρεάζει τα πολιτικά και γεωστρατηγικά τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή, τονίζει, μιλώντας στο in.gr, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Σωτήρης Ρούσσος.
Η σχέση με την Τουρκία και οι δεσμοί με τον Ερντογάν
Οι δεσμοί του Ερντογάν με την Αδελφότητα χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970, καθώς ήταν μαθητής του Ερμπακάν που θεωρούνταν «πατέρας» του ισλαμισμού στην Τουρκία. Ως πολιτικός προσπάθησε να δημιουργήσει ρωγμές στον κοσμικό χαρακτήρα της τουρκικής Δημοκρατίας, αμφισβητώντας την επικρατούσα κεμαλική ιδεολογία.
Το 1969 δημοσίευσε μάλιστα ένα μανιφέστο θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα, το Millî Görüş (Εθνική Άποψη ή Γνώμη), σύμφωνα με το οποίο η έννοια «εθνικός» αποκτά ένα διαφορετικό περιεχόμενο, αυτό του «μονοθεϊστικού οικουμενισμού». Το μανιφέστο και η οργάνωση επικαλούνταν τις ηθικές αξίες της ισλαμικής πίστης, την οποία αντιπαρέβαλαν στο κοσμικό πνεύμα, τόσο στην Τουρκία όσο και τη Δύση.
Όταν ο Ερμπακάν πέθανε το 2011, κορυφαία στελέχη της Αδελφότητας παρευρέθηκαν στην κηδεία του στην Κωνσταντινούπολη. Περίπου την ίδια περίοδο, καθώς οι διαδηλώσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική είχαν ενταθεί, η Τουρκία παρείχε στήριξη προς τους ισλαμιστές. Η υποστήριξη του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) προς τα κινήματα που συνδέονταν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στο εξωτερικό άλλαξε ριζικά τότε, ενώ η Άγκυρα επιδίωξε να χρηματοδοτήσει οργανώσεις που ήταν ιδεολογικά συγγενείς. Στο κομμάτι αυτό καθοριστική ήταν η συμβολή του Κατάρ.
Επίσης, μετά την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι τον Ιούλιο του 2013 στην Αίγυπτο, ο Ερντογάν επιδίωξε να προσφέρει ασφαλές καταφύγιο για διωκόμενα μέλη του κινήματος. Σήμερα, δε, αρκετές προσωπικότητες που σχετίζονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και ζουν στην Τουρκία θεωρούνται ως ηγετικά στελέχη του δικτύου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Σωτήρη Ρούσσο, η σχέση της Τουρκίας με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα αφορά κυρίως στην προσπάθεια της πρώτης -η οποία γίνεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000- να αποτελέσει τη βασική δύναμη υποστήριξης της Αδελφότητας στη Μέση Ανατολή, κάτι που προσπάθησε και κατά τη διάρκεια της «Αραβικής Άνοιξης».
Όπως τονίζει «επειδή σήμερα τα κινήματα που συνδέονται με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στις χώρες που ήταν βασικές για την ανάπτυξή τους δεν παρουσιάζουν μεγάλη ισχύ, αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να προστρέξουν στην Τουρκία, η οποία χρησιμοποιεί αυτή τη σχέση για να έχει μεγαλύτερη γεωπολιτική επιρροή».
Οι γεωπολιτικοί στόχοι Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο
Η ολοένα και πιο ενεργητική εμπλοκή της Τουρκίας στις εμφύλιες συγκρούσεις στη Λιβύη, και γενικότερα στο μακροχρόνιο λιβυκό ζήτημα, είναι αποκαλυπτική των προθέσεων της Άγκυρας να διαδραματίσει ρόλο δραστήριου γεωπολιτικού παίκτη στην περιφέρειά της, ανασύροντας ακόμη και σχέδια ανασύστασης μιας μετα-οθωμανικής αυτοκρατορίας του 21ου αιώνα.
Όποιος ελέγχει ή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη Λιβύη έχει ρόλο συνολικά στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ μπορεί να επηρεάσει σημαντικά και τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή γενικότερα.
Η κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Φαγιέζ Αλ Σάρατζ αποτελεί μία από τις δύο χώρες -η άλλη είναι η Τυνησία- που έχει μεγάλη επιρροή αυτή τη στιγμή η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Ρούσσος, η οργάνωση δεν έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει γεωπολιτικά την Τουρκία λόγω περιορισμένης δυναμικής της.
«Αυτές είναι οι δύο περιοχές που η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει μεγάλη επιρροή. Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες βρίσκεται σε υποχώρηση, επομένως δεν μπορεί να δώσει προς το παρόν πάρα πολλά άμεσα αποτελέσματα στην Τουρκία, η οποία «δουλεύει» πιο πολύ στην προοπτική» λέει χαρακτηριστικά.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον κ. Ρούσσο, ο Ερντογάν παρουσιάζει τον εαυτό του και την Τουρκία ως τον υποστηρικτή και προστάτη των δικαιωμάτων του σουνιτικού Ισλάμ σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μια προσπάθεια που αυξάνει την ήπια ισχύ, δηλαδή την ιδεολογική μόνο επιρροή της Τουρκίας στις μουσουλμανικές κοινωνίες.
«Ο Ερντογάν δεν μπορεί βασιζόμενος στους Αδελφούς Μουσουλμάνους να γίνει ηγεμονική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά μόνο ενδυναμώνει τον τουρκικό ισλαμιστικό λόγο στις μουσουλμανικές κοινωνίες. Παράλληλα, ωφελείται γιατί δείχνει πως έχει μεγάλο ακροατήριο, ενώ σε ένα βαθμό παίζει ρόλο και στο εσωτερικό της χώρας του, όπου παρουσιάζεται ως σαν να διαδραματίζει ρόλους σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο» συμπληρώνει.
Η επιρροή της Αδελφότητας στη Δύση
Η δράση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας όμως δεν περιορίζεται στον ισλαμικό κόσμο, αλλά επεκτείνεται στο εσωτερικό των δυτικών κρατών. H ενεργός παρουσία της (σύμφωνα με στοιχεία του ερευνητή Ιωάννη Κωτούλα για το ΕΚΠΑ) ξεκίνησε περί τα τέλη του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν μικρές ομάδες ριζοσπαστών μουσουλμάνων μετανάστευσαν από διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής για να εγκατασταθούν στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Η δράση της εκεί πραγματοποιείται µέσω συγγενικών οργανώσεων, ενώ ισχυρή είναι η επιρροή της οργάνωσης στο δίκτυο τζαμιών και σχολών, το οποίο έχει δημιουργηθεί σε πολλά κράτη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης.
Η ίδρυση και η ταυτότητα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας
Η ιστορική διάρκεια της Αδελφότητος υπερβαίνει τις εννιά δεκαετίες, διάστημα στο οποίο υπέστη εκτεταμένες διώξεις και απαγορεύσεις, αλλά επίσης πέτυχε να διαδώσει τις ιδέες της στο εσωτερικό της ισλαμικής κοινότητας.
Αναπτύχθηκε µε επίκεντρο την Αίγυπτο, το 1928, όπου βρήκε πρόσφορο έδαφος εξαιτίας των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν τον αιγυπτιακό λαό. Ο αναλφαβητισμός, η φτώχεια, η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, οι κομματικοί ανταγωνισμοί και φυσικά η αποικιοκρατία ήταν παράγοντες που είχαν οδηγήσει σε παρακμή την αιγυπτιακή κοινωνία.
Έτσι, λοιπόν, ο Χασάν Αλ Μπάννα αποφάσισε να σχηματίσει μια μικρή ισλαμική ένωση, η οποία προσπάθησε να αναπτύξει φιλανθρωπικές δραστηριότητες για τους απόρους. Η ειρηνική δραστηριότητα όμως δεν θα διαρκέσει πολύ, και σύντομα θα δημιουργηθεί μια βίαιη πτέρυγα που πραγματοποιεί επιθέσεις κατά των Βρετανών, ενάντια στους οποίους είχε ταχθεί ο Αλ Μπάννα.
Η οργάνωση ακολούθησε διαφορετικά μονοπάτια: από τη μία πλευρά, υπήρχαν εκείνοι που υποστήριζαν ένα ειρηνικό κίνημα, του οποίου η δραστηριότητα θα βασιζόταν σε πρωτοβουλίες και υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα, ενώ η άλλη πτέρυγα παρουσιαζόταν διατεθειμένη να ακολουθήσει μια πιο βίαιη δραστηριότητα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως μέσα σε σύντομο διάστημα η Αδελφότητα εξελίχθηκε σε μια ιδιαιτέρως δυναμική οργάνωση, με μεγάλη επιρροή στον αιγυπτιακό πληθυσμό και γενικότερα στον αραβικό κόσμο.
Οι θέσεις της δε, συνοψίζονται στις ρήσεις του κινήματος, οι οποίες έχουν ως εξής: «Σκοπός µας είναι ο Αλλάχ. Ηγέτης µας είναι ο Προφήτης. Νόμος µας είναι το Κοράνι. Μέθοδός µας είναι η τζιχάντ. Μεγαλύτερη ελπίδα µας είναι να πεθάνουμε για τον Αλλάχ».