Η συχνότητα διενέργειας μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς αυξάνει ταχέως στην Ευρώπη και ενδεικτικά μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο o ετήσιος αριθμός των εξετάσεων αυτών τριπλασιάσθηκε εντός μίας πενταετίας. Ποιες είναι όμως τελικά οι κύριες ενδείξεις της μαγνητικής καρδιάς; Οπου απαιτείται ακριβής καρδιακή μορφολογική απεικόνιση, όπως σε μυοκαρδιακούς όγκους ή σε συγγενείς καρδιοπάθειες συχνά η μαγνητική είναι απαραίτητη.
Οι ασθενείς με κλινική εικόνα μυοκαρδίτιδας έχουν απόλυτη ένδειξη για μαγνητική καρδιάς προκειμένου να επιβεβαιωθεί η διάγνωση αλλά και να εκτιμηθεί η μακροχρόνια πρόγνωσή τους. Η εξέταση προσφέρει τη δυνατότητα εκτίμησης της ύπαρξης ουλής, ίνωσης, οιδήματος ή φλεγμονής, δεδομένα που παλαιότερα λαμβάνονταν μόνο με την επεμβατική – και δυνητικά επικίνδυνη – ενδομυοκαρδιακή βιοψία. Η τριάδα οίδημα – υπεραιμία – ίνωση των περίφημων κριτηρίων Lake Louise πρόσφατα εμπλουτίσθηκε με νεώτερες τεχνικές ποσοτικοποίησης των μαγνητικών ιδιοτήτων των ιστών για αύξηση της ακρίβειας της.
Η μαγνητική καρδιάς διενεργείται πλέον ευρέως για την ανίχνευση και τον χαρακτηρισμό των κληρονομικών μυοκαρδιοπαθειών. Ενδεικτικά, η ανίχνευση εντοπισμένης ή και συνολικής μυοκαρδιακής υπερτροφίας – η οποία εύκολα διαφεύγει με το απλό υπερηχοκαρδιογράφημα σε περιπτώσεις π.χ. ανεπαρκούς ακουστικού παραθύρου – με ή χωρίς αποφρακτικά φαινόμενα στοιχειοθετούν τη διάγνωση της υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας. Η ύπαρξη ουλής σχετίζεται με τον κίνδυνο αιφνιδίου θανάτου σε αυτούς τους νέους συνήθως ασθενείς. Διάταση, διαταραχές στην κινητικότητα, μικρά ανευρυσμάτια είναι μερικά από τα στοιχεία της αρρυθμιογόνου μυοκαρδιοπάθειας που στην κλασική της μορφή προσβάλλει κυρίως τη δεξιά κοιλία και που μόνο η μαγνητική καρδιάς μπορεί να αναγνωρίσει με ακρίβεια.
Να σημειωθεί όμως ότι για την εκτίμηση της στεφανιαίας νόσου – που αποτελεί σήμερα την κύρια καρδιακή πάθηση – δεν είναι απαραίτητη η μαγνητική καρδιάς. Τις περισσότερες φορές οι σύγχρονες υπερηχοκαρδιογραφικές τεχνικές δίνουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την καρδιακή λειτουργία, την έκταση ενός εμφράγματος, την έκταση της ισχαιμίας και της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου. Να σημειωθεί επίσης ότι η μαγνητική τομογραφία εξακολουθεί να είναι μία ακριβή εξέταση ενώ υπάρχουν και συγκεκριμένες ομάδες ασθενών όπως τα άτομα με κλειστοφοβία, οι νεφροπαθείς και οι ασθενείς με ηλεκτρονικές συσκευές (απινιδωτές, βηματοδότες) που δεν δύνανται να υποβληθούν σε μαγνητική.
Ο θεράπων καρδιολόγος οφείλει να συνεκτιμήσει συνολικά την κλινική εικόνα του ασθενούς, τη διαθεσιμότητα και το κόστος της εξέτασης και την εμπειρία του εργαστηρίου πριν ζητήσει μία απεικονιστική εξέταση (π.χ. μία μαγνητική καρδιάς) για τον ασθενή του για να έχει την καλύτερη σχέση κόστους – ωφέλειας.
Ο Κώστας Τσιούφης είναι καθηγητής Καρδιολογίας του ΕΚΠΑ