Ο φόβος για τον θάνατο, η αβεβαιότητα για το αύριο και η «φυλακή» της παρατεταμένης περιόδου «Μένουμε Σπίτι» (ακόμη και μετά το lockdown), φαίνεται να… στραγγαλίζει την ψυχολογία των ηλικιωμένων, όπως προκύπτει από τα αρχικά συμπεράσματα νέας μελέτης. Είναι ενδεικτικό ότι οι Ελληνες άνω των 65 ετών παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης του στρες (96%), με τον πανδημικό ιό να στοιχειώνει την καθημερινότητά τους.
Επιπρόσθετα – και σύμφωνα με ίδια στοιχεία – τα ποσοστά επιδείνωσης του θυμού είναι υψηλότερα στους ηλικιωμένους (96%), με τον καθηγητή Ψυχιατρικής και διευθυντή της Β’ Ψυχιατρικής κλινικής ΑΠΘ Βασίλειο-Παντελεήμονα Μποζίκα, να εντοπίζει τη ρίζα της ψυχικής πίεσης στην απελπισία που βιώνουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία λόγω της ασύμμετρης απειλής σε συνάρτηση με την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται.
Αντίστοιχα, όμως, η οργή φαίνεται να διαποτίζει και τη «ραχοκοκαλιά» της κοινωνίας, δηλαδή τους νέους (57%), γεγονός που πιθανόν να εξηγεί το καλοκαιρινό «ξέσπασμα» που καταγράφτηκε τους μήνες των διακοπών με τη συμμετοχή τους σε πάρτι στις παραλίες και σε συναθροίσεις στις πλατείες.
Αλλωστε, μία ακόμη σημαντική παράμετρος που αποκαλύπτει η ίδια έρευνα είναι ότι η μοναξιά -που μεταφράζεται στην απουσία του ανθρώπινου αγγίγματος και της ελεύθερης, χωρίς περιορισμούς, συμμετοχή σε κοινωνικά δρώμενα – είναι μια ακόμη σκληρή… θυσία εν μέσω πανδημίας για τους νεαρούς ενηλίκους και τους ηλικιωμένους.
Μελέτη
Τα παραπάνω είναι μόνον μερικά από τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της Παγκόσμιας Μελέτης Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (Μελέτη COH-FIT) στον ελληνικό πληθυσμό. Το ερευνητικό αυτό εγχείρημα προωθείται στην Ελλάδα, από την Β΄Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με πάνω από 200 ερευνητές σε ερευνητικούς φορείς και πανεπιστήμια τουλάχιστον 40 χωρών ανά την υφήλιο και υπό την αιγίδα μεγάλου αριθμού εθνικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών.
Σε ό,τι αφορά το δείγμα στη χώρα μας, συνολικά 7.467 άτομα συμμετείχαν μέχρι τώρα με τη μέγιστη πλειονότητα των απαντήσεων να αφορά το διάστημα από 26/4/2020 ως το τέλος Ιουνίου – δηλαδή, οι απαντήσεις αποτυπώνουν και την περίοδο της επιστροφής στη νέα κανονικότητα με περιορισμούς αντίστοιχους με τους σημερινούς.
Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων που απάντησε στη συγκεκριμένη έρευνα ήταν 41 έτη. Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες (74% έναντι 26%). Η διάμεση ηλικία των γυναικών ήταν 40 έτη και των ανδρών 42 έτη.
Αντίβαρο η οικογένεια
Από τις απαντήσεις τους εντούτοις φαίνεται ότι αντίβαρο στην αρνητική επίδραση της πανδημίας στην ψυχολογία των Ελλήνων, αποτελεί το ισχυρό οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο που… χτίστηκε εν μέσω της υγειονομικής κρίσης.
Ειδικότερα, η κοινωνικά επωφελής συμπεριφορά (δηλαδή, η βοήθεια σε άλλους ψωνίζοντας γι’ αυτούς στο σουπερμάρκετ, δίνοντας χρήματα ή βοηθώντας στην καθημερινότητα κρατώντας τα παιδιά τους κ.λπ.) βελτιώθηκε στο 66% των συμμετεχόντων τις τελευταίες δύο εβδομάδες και συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν βρέθηκαν διαφορές στα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς μεταξύ των νεαρών ενηλίκων και των ατόμων μέσης ηλικίας, όμως οι ηλικιωμένοι βελτίωσαν την κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά τους σε ποσοστό 96%.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι νέες συνθήκες άλλαξαν και τις συνήθειες των πολιτών. Η χρήση του Ιντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ αυξήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ήταν μεγαλύτερη στους νεαρούς ενήλικες (81%) και στους ηλικιωμένους (98%) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (72%).
Στρατηγικές
Σε ό,τι δε αφορά τις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης της πανδημίας αυτές είναι η άσκηση ή το περπάτημα (63%), η χρήση του Διαδικτύου (61%), τα χόμπυ (61%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (60%), η μελέτη ή η μάθηση κάτι νέου (49%), τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (48%), η εργασία στον χώρο ή στο σπίτι (42%), η ενημέρωση για την πανδημία Covid-19 (41%), τα ΜΜΕ (41%), ο χρόνος με ένα κατοικίδιο (36%), καθώς και η σωματική εγγύτητα και η σεξουαλική δραστηριότητα (36%). Αλλες στρατηγικές διαχείρισης, όπως η χρήση αλκοόλ ή ουσιών και τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, είχαν πολύ μικρά ποσοστά.
Στο ερώτημα των ερευνητών σχετικά με την «ικανοποίηση από την κυβέρνηση», το 98% του ελληνικού δείγματος δήλωσε ικανοποιημένο (βαθμολογία πάνω από 60 στα 100) με τις κυβερνητικές αποφάσεις. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Εντούτοις, όσον αφορά τις ηλικιακές ομάδες, οι νεαροί ενήλικες ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι με την κυβέρνηση (διάμεση βαθμολογία 63) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (διάμεση βαθμολογία 73) και των ηλικιωμένων (διάμεση βαθμολογία 86).