Τις τελευταίες μέρες φάνηκε να υπάρχει ένα σύνολο αντιδράσεων, όχι πάντα με την ίδια στοχοθεσία και επιδίωξη αλλά με ανάλογο τόνο, ως προς την επιθετική ρητορική και πρακτική που έχει υιοθετήσει η Τουρκία σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αυτό περιλάμβανε και κρίσιμες παρεμβάσεις χωρών, αλλά και τη διαπίστωση ότι μεγάλα δυτικά ΜΜΕ, επέλεξαν να αναβαθμίσουν την κάλυψη της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης με τρόπο που υπογράμμιζε το στοιχείο της τουρκικής επιθετικότητας μέσα στην τρέχουσα ένταση.
Όλα αυτά έδωσαν την εντύπωση ότι ένα σύνολο διεθνών κέντρων, όχι πάντα με ταυτόσημες ατζέντες, όχι μόνο έχουν μια ανησυχία για το ενδεχόμενο «θερμής» ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αλλά και για τον τρόπο που η τουρκική κυβέρνηση έχει χειριστεί την κατάσταση το τελευταίο διάστημα.
Η αντιπαράθεση με τη Γαλλία
Από τη μια υπήρξε η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Γαλλία και την Τουρκία, αντιπαράθεση που ως ευρύτερο φόντο έχει τον τρόπο που το Παρίσι βλέπει με όλο και μεγαλύτερη ανησυχία την τουρκική προσπάθεια απόκτησης επιρροής και δυνατότητας παρέμβασης σε χώρες και περιοχές για τις οποίες η Γαλλία επιμένει ότι διατηρεί τον πρώτο λόγο, ιδίως στην Αφρική. Η αντιπαράθεση αυτή που είχε αποτυπωθεί και στη σύγκρουση γύρω από τη Λιβύη, τώρα ρητά επεκτάθηκε και στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το σημείο αυτό εξηγεί και γιατί αντίστοιχα κλιμακώθηκε και η επιθετική ρητορική από την τουρκική πλευρά κατά της Γαλλία που επικεντρώνει ακριβώς στο ότι το Παρίσι θέλει να διατηρήσει συσχετισμούς που ανάγονται στην εποχή της αποικιοκρατίας.
Την ίδια στιγμή είναι εμφανής μια ανησυχία στην τουρκική πλευρά για το ενδεχόμενο η ιδιαίτερη γαλλική επιμονή, όπως και η προσπάθεια του Παρισιού να αναλάβει το ρόλο της «μεγάλης δύναμης» εντός της ΕΕ, να οδηγήσουν σε μια σχετικά «σκληρή» απόφαση στη σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου και κάποιου είδους κυρώσεων.
Η σημασία της αμερικανικής παρέμβασης
Την ίδια στιγμή έχει σημασία και η στάση των ΗΠΑ. Παρότι οι ΗΠΑ έχουν αποφύγει ανοιχτά αντιτουρκικές τοποθετήσεις, εντούτοις το γεγονός ότι εμμέσως πλην σαφώς κάλεσαν σε διαπραγμάτευση, όπως και ο συμβολισμός της επίσκεψης Πομπέο στην Κύπρο και ο τρόπος που αυτός τοποθετήθηκε για ένα ενδεχόμενο εκ νέου άνοιγμα των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό ήταν ένα σαφές μήνυμα προς την Άγκυρα.
Το μήνυμα ήταν ότι εάν η Τουρκία θα ήθελε τις ΗΠΑ να συμβάλλουν σε μια πιο «ισορροπημένη» (με βάση την τουρκική οπτική) διαπραγμάτευση, θα έπρεπε αντίστοιχα να κατεβάσει τους τόνους και να αποφύγει τις προκλήσεις όσο συνεχίζεται αυτή η συζήτηση.
Ας μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση, που ένα προηγούμενο διάστημα είχε εν μέρει επενδύσει στην καλή επικοινωνία ανάμεσα στον Τραμπ και τον Ερντογάν, πρέπει να προσανατολιστεί και για το ενδεχόμενο να αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκο και το ενδεχόμενο να ενισχυθούν οι φωνές μέσα στο αμερικανικό στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο που θεωρούν ότι εάν δεν αλλάξουν τα πολιτικά πράγματα στην Τουρκία, η έστω και μερική ρήξη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία είναι αναπόφευκτη, ιδίως σε μια περίοδο όπου ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» χαράσσει νέες διαχωριστικές γραμμές και απαιτεί από τα κράτη πιο σαφείς τοποθετήσεις.
Τι σηματοδοτεί μια τακτική αναδίπλωση
Το κλίμα αυτό διάχυτης ανησυχία για την τουρκική στάση όπως και οι διπλωματικές πρωτοβουλίες που φάνηκε να ξεδιπλώνονται μπορεί να εξηγήσει γιατί σε αυτή τη φάση η Τουρκία επιλέγει να αποσύρει προσωρινά το Oruc Reis από τις επίμαχες ζώνες, έστω και με το πρόσχημα της συντήρησης, όπως και να μην ανανεώσει τη σχετική NAVTEX.
Είναι εμφανές ότι η Άγκυρα θέλει να φτάσει τουλάχιστον μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ χωρίς να υπάρχει το «τυπικό» πρόσχημα ότι όντως αμφισβητεί κυριαρχικό δικαίωμα χώρας της Ένωσης και δίνοντας ταυτόχρονα το στίγμα ότι επιθυμεί να συνεχίσει το διάλογο.
Με αυτό τον τρόπο θέλει να βοηθήσει και τις χώρες εκείνες της ΕΕ που σε αυτή τη φάση δεν θα ήθελαν να περάσει η ευρωπαϊκή στάση από τις φραστικές καταδίκες της Τουρκίας στις κυρώσεις σε βάρος της.
Ας μην ξεχνάμε ότι παρά την ανησυχία που υπάρχει στην Ευρώπη για το ενδεχόμενο η ΕΕ να χρειαστεί να αντιμετωπίσει θερμό επεισόδιο ανάμεσα σε δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ (όπως και ανάμεσα σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ και μια χώρα σε υποτίθεται ενταξιακή διαδικασία), αρκετές χώρες θεωρούν ότι απλώς χρειάζεται μια αποκλιμάκωση της έντασης αλλά όχι ρήξη με την Τουρκία, δεδομένης της σημασίας της συμφωνίας ΕΕ και Τουρκίας για το προσφυγικό αλλά – στην περίπτωση της Γερμανίας – και της παρουσίας σημαντικού αριθμού μεταναστών τουρκικής καταγωγής αλλά και οικονομικών σχέσεων. Οι χώρες αυτές αναζητούν μια αρκούντως εύσχημη δικαιολογία ώστε πέραν φραστικών εκφράσεων αλληλεγγύης σε Ελλάδα και Κύπρο να μην προχωρήσουν σε παραπέρα κυρώσεις και μεγαλύτερη επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία.
Τα πολλαπλά μηνύματα που θέλει να στείλει η Άγκυρα
Ως προς το γιατί η Τουρκία επέλεξε μια ορισμένη διγλωσσία για να δικαιολογήσει την τακτική αναδίπλωση σε σχέση με τις θαλάσσιες έρευνες είναι προφανές ότι η Άγκυρα θέλει να στείλει μηνύματα και προς εξωτερικό και προς το εσωτερικό.
Προς το εξωτερικό θέλει να δείξει είναι έτοιμη για διάλογο, βέβαια με τον τρόπο που αυτή τον ορίζει, δηλαδή έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο χωρίς μεγάλη γείωση μέσα στο διεθνές δίκαιο και τις προβλέψεις του. Ωστόσο, θέλει να αποφύγει να χρεωθεί ότι δεν επιθυμεί διαπραγμάτευση, ιδίως όταν ξέρει ότι η Αθήνα, σε αυτή τη φάση θα δυσκολευτεί να προσέλθει σε έναν διάλογο που δεν θα περιορίζεται αποκλειστικά στα ζητήματα που αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και κατ’ επέκταση της ΑΟΖ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει όλες τις δηλώσεις από την τουρκική πλευρά που εμμέσως πλην σαφώς παρουσίασαν την απόφαση ως βήμα προς το διάλογο.
Προς το εσωτερικό, όμως, η τουρκική κυβέρνηση θέλει να διατηρήσει τους υψηλούς τόνους. Εξ ου και η αναφορά ότι είναι απλώς θέμα συντήρησης η προσωρινή απομάκρυνση του Oruc Reis και γενικά η προσπάθεια να συντηρηθούν υψηλοί τόνοι. Ας μην ξεχνάμε ότι για την κυβέρνηση Ερντογάν η όλη στρατηγική διεκδικήσεων, «προβολών ισχύος» και ερευνών για υδρογονάνθρακες στην περιοχής είναι οργανικό κομμάτι της συνολικότερης προσπάθειας να προβληθεί η εικόνα ότι η Τουρκία είναι πλέον «περιφερειακή δύναμη», που όλοι πρέπει να αναγνωρίζουν και να σέβονται, εικόνα πάνω στην οποία έχει επενδύσει πάρα πολύ για να δείξει ότι έχει όντως μια στρατηγική για το μέλλον της γειτονικής χώρας. Ταυτόχρονα, ας μην ξεχνάμε ότι αντιμέτωπη με μια βαθιά οικονομική κρίση, που αποτυπώνεται και στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική λίρα, η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει μια γεωπολιτική «φυγή προς τα εμπρός» ως τρόπο απόσπασης συναίνεσης.
Σύντομο διάλειμμα ή στρατηγική μετατόπιση;
Σε αυτό το φόντο είναι δύσκολο να πει κανείς ότι απλώς θα έχουμε ένα σύντομο διάλειμμα πριν επανέλθει η ένταση που χαρακτήρισε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τους τελευταίους μήνες, ή εάν ανεξαρτήτως ρητορικών εξάρσεων στην πράξη θα έχουμε μια δύσκολη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Αυτό θα εξαρτηθεί από το εάν και σε ποιο βαθμό η Τουρκία θα αισθανθεί ότι μπορεί να δουλέψει και προς όφελος της η αποκλιμάκωση της έντασης, ιδίως στην αναμονή και για το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ, αλλά και από τα μηνύματα που θα στείλουν οι ευρωπαίοι. Θα εξαρτηθεί ακόμη από το συσχετισμό στα άλλα μέτωπα στα οποία έχει εμπλακεί η Τουρκία, τόσο σε σχέση με τις εξελίξεις στο Συριακό μέτωπο, όσο και σε σχέση με τη Λιβύη και την όποια τελικά ισορροπία δυνάμεων θα διαμορφωθεί, χωρίς να υποτιμάμε το διαρκώς ανοιχτό ζήτημα του Κουρδικού. Και βέβαια θα εξαρτηθεί και από την όλη πολιτική κατάσταση στην Τουρκία και το κατά πόσο θα χρειάζεται να υποστηρίζεται η εθνικιστική ρητορική και από ανάλογες «προβολές ισχύος».
Η πρόκληση για την Αθήνα
Την ίδια στιγμή όποια τουρκική αναδίπλωση με τη σειρά της δίνει χρόνο στην Αθήνα αλλά τη φέρνει και αυτή αντιμέτωπη με το ερώτημα του διαλόγου και των πραγματικών «κόκκινων γραμμών» αυτής της διαπραγμάτευσης. Ας μην ξεχνάμε ότι η όποια πίεση του διεθνούς παράγοντα προς την Τουρκία για μερική έστω αναδίπλωση από την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Ελλάδα έγινε με τη σχεδόν ρητά διατυπωμένη προϋπόθεση ότι εάν η Τουρκία φανεί συνεπής σε βήματα εκτόνωσης της έντασης, θα πρέπει και η Αθήνα να προσέλθει με «θετικό πνεύμα» στο διάλογο, ένα «θετικό πνεύμα» που στην εσωτερική πολιτική συζήτηση εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε φωνές περί «ενδοτισμού».