Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, που για προφανείς επικοινωνιακούς λόγου εξαιτίας του προηγούμενου του Αλέξη Τσίπρα το 2014 δεν πήραν την επωνυμία «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» ήρθαν να δείξουν πώς η κυβέρνηση σκέφτεται την οικονομική κρίση αλλά και τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον. Αυτό αποτυπώνει ο συνδυασμός ανάμεσα σε συγκεκριμένα μέτρα άμεσης ανακούφισης και την αναγκαστική αβεβαιότητα των γενικότερων εξαγγελιών.
Η προσπάθεια αποφυγής της διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής.
Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι η χώρα είναι μέσα σε μια χωρίς προηγούμενο ύφεση. Αυτό έδειξε η ύφεση 15,2% στο δεύτερο τρίμηνο, αυτό δείχνει η αύξηση της ανεργίας τον Ιούνιο, αυτό θα δείξει η αναμενόμενη κακή επίδοση και στο τρίτο τρίμηνο με δεδομένη την πολύ μεγάλη υποχώρηση του τουρισμού, ενώ αυτό θα δείξει και η τελική ύφεση είτε είναι μονοψήφια στα ούτως ή άλλως πολύ υψηλά ποσοστά π.χ. του 9%, είτε ακόμη χειρότερα διψήφια. Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ειδικά το εισόδημα που χάθηκε από τον τουρισμό είναι ένα εισόδημα που είτε ως επένδυση είτε ως κατανάλωση θα φαινόταν κυρίως αργότερα. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα, λιγότερο από 10 χρόνια μετά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, ξαναζεί τον εφιάλτη της μεγάλης ύφεσης και αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι μια σειρά από κυβερνητικά μέτρα κυρίως αποσκοπούν στο να αποφευχθεί ο κίνδυνο αυτή η ύφεση να μετατραπεί σε μια βίαιη ανατροπή κοινωνικών συνθηκών, με ανθρώπους που θα πέφτουν έξω από το όποιο «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας». Εξ ου και η προσπάθεια να αποτραπεί η ακραία αποπτώχευση και κατά το δυνατό να στηριχθεί το εισόδημα των νοικοκυριών.
Αυτό αποτυπώνει η παράταση των επιδομάτων ανεργίας και η μείωση των απαραίτητων ενσήμων για την επιδότηση ανεργίας, η διατήρηση του καθεστώτος της αναστολής συμβάσεων ώστε να αποτραπεί μια έκρηξη της ανεργίας μέσα από την επέκταση του προγράμματος ΣΥΝ-εργασία, όπως και τα μέτρα για τη μαζική επιδότηση θέσεων εργασίας. Αυτό δείχνει η παράταση της αναστολής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και η αναστολή πληρωμής φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών. Είναι μέτρα που προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια σχετική αποφυγή ακραίων κοινωνικών καταστάσεων.
Στο ίδιο πλαίσιο και διάφορα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων όπως ο κύκλος της Επιστρεπτέας Προκαταβολής ΙΙΙ, η διατήρηση μειωμένου ΦΠΑ για κλάδους που πλήττονται, οι υπεραποσβέσεις για νέες ψηφιακές και πράσινες επενδύσεις, που στόχο έχουν να εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις δεν θα καταφύγουν σε μαζικές απολύσεις.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση προχωρά στην αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης για μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, επαγγελματίες και αγρότες για το 2021 και στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, κινήσεις που θα φέρουν μια μικρή ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, ιδίως από τη στιγμή που αναβλήθηκε η όποια συζήτηση για την αύξηση του κατώτερου μισθού. Παρότι παραδοσιακά οι μειώσεις των εισφορών θεωρούνται ότι δημιουργούν θέσεις εργασίας, σε αυτή τη φάση κυρίως θα στηρίξουν εισόδημα κρίσιμων κοινωνικών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένης της «μεσαίας τάξης» που είναι και η πιο ωφελημένη ιδίως από την αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης. Στο ίδιο πλαίσιο και τα αναδρομικά στους συνταξιούχους, με την ελπίδα ότι επίσης θα αποτελέσουν μια ενίσχυση των νοικοκυριών.
Τα ανοιχτά ερωτήματα
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση εμμέσως πλην σαφώς επενδύει και στο γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων τα νοικοκυριά ανέπτυξαν διάφορες «τεχνικές επιβίωσης» και είναι πιο έτοιμα να αντιμετωπίσουν μια συνθήκη σχετικά μειωμένων εισοδημάτων, έτσι να αποφευχθεί η αίσθηση ενός αρνητικού κοινωνικού σοκ, όπως αυτού των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας.
Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει το μεγάλο ερώτημα για τη διάρκεια της ύφεσης και πότε θα εξαντληθεί η δυναμική των μέτρων στήριξης και θα αρχίσει να αποτυπώνεται η δυναμική της κρίσης και της μεγάλης απώλειας εισοδημάτων σε όλη την οικονομία. Σε μια τέτοια περίπτωση θα δούμε και μεγάλη αύξηση της ανεργίας και νοικοκυριά που θα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Αντίστοιχα, τότε θα είναι που θα φανεί και η αντοχή των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρών και μεσαίων, στην παρατεταμένη ύφεση.
Τα όρια της αυτοπεποίθησης
Από εκεί και πέρα οι πρωθυπουργικές ανακοινώσεις προσπάθησαν να περιγράψουν ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο, στο πλαίσιο και της συζήτησης που ξεκίνησε με τα πρώτα πορίσματα της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Από μία άποψη, οι εξαγγελίες παραπέμπουν σε ένα συνδυασμό ανάμεσα σε μέτρα θεσμικού εκσυγχρονισμού, όπως είναι η ψηφιακή στροφή του δημοσίου ή η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης ή η αναβάθμιση της παιδείας και κατευθύνσεων που έχουν συχνά ακουστεί ως ο πυρήνας της οικονομικής πολιτική της ΝΔ.
Αυτό καταρχάς αφορά τις προτάσεις για τις αλλαγές στην εργασιακή νομοθεσία, με την έμφαση σε μεγαλύτερη ευελιξία του χρόνου εργασίας και μείωση του κόστους της υπερωριακής εργασίας και με βάση και περιορισμό στα δικαιώματα που είχαν συνδικαλιστικές οργανώσεις. Με τις προτάσεις αυτές προφανώς και ο πρωθυπουργός είναι συνεπής σε απόψεις που ιστορικά έχει και ο ίδιος και ο πολιτικός χώρος που εκπροσωπεί.
Ωστόσο, με το δεδομένο ότι τέτοιες πολιτικές με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν εφαρμοστεί σε πλήθος χώρες ήδη από τη δεκαετία του 1980, κανείς θα μπορούσε πια να αναρωτηθεί εάν το πρόβλημα της οικονομίας ή το εμπόδιο στην ανάπτυξη είναι οι ρυθμίσεις για το χρόνο εργασία ή οι όποιες απαλλαγές των συνδικαλιστικών στελεχών. Αντίθετα, εύλογα θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα μήπως μια τέτοια κατεύθυνση οδηγήσει σε επιδείνωση της πραγματικής κατάστασης στην αγορά εργασίας, χωρίς κάποιο αντιστάθμισμα ως προς την αύξηση των θέσεων εργασίας.
Έπειτα, υπάρχει η πρόταση για την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση. Και εδώ η πρόταση είναι διατυπωμένη από καιρό. Ωστόσο, εξακολουθεί να μην έχει γίνει μια ουσιαστική συζήτηση γιατί μια τέτοια πρόταση προσφέρει μεγαλύτερη δικαιοσύνη και καλύτερη εξασφάλιση σε σχέση με ένα αναδιανεμητικό σύστημα που θα στηριζόταν στην αλληλεγγύη των γενεών. Επιπλέον, ούτε εδώ είναι δεδομένο ότι μια τέτοια κατεύθυνση θα οδηγήσει απαραίτητα σε μια αναπτυξιακή δυναμική.
Στη συνέχεια υπάρχουν όλες οι προτάσεις για την επιτάχυνση των επενδύσεων μέσα από αλλαγές στην αδειοδότηση επενδύσεων. Και εδώ υπάρχει μια συζήτηση που δεν έχει γίνει στο βάθος που δεν έπρεπε ως προς το εάν για όντως το εμπόδιο για την ανάπτυξη είναι η περιβαλλοντική και αρχαιολογική νομοθεσία, όπως επίσης και για το είδος της ανάπτυξης που θέλουμε, ιδίως σε μια εποχή που η πράσινη διάσταση είναι κεντρική.
Μάλιστα, εάν αναλογιστούμε ότι βήματα προς τις παραπάνω κατευθύνσεις έγιναν και στην περίοδο των μνημονίων, χωρίς να οδηγήσουν σε αναπτυξιακή έκρηξη, παρότι το διεθνές οικονομικό κλίμα ήταν σαφώς ευνοϊκότερο, τότε γίνεται σαφές ότι στο πιο στρατηγικό επίπεδο υπάρχει ένας βαθμό αβεβαιότητας ως προς το εάν αυτό που χρειάζεται είναι απλώς πιο φιλελεύθερες (ή και νεοφιλελεύθερες πολιτικές).
Γιατί η συγκυρία της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης, μαζί και με την κλιματική αλλαγή, έχουν δείξει ότι οδεύουμε προς μια συνολικότερη «αλλαγή παραδείγματος» και μια αναγκαστική εκ νέου ιεράρχηση προτεραιοτήτων στην οικονομία αλλά και σε μια επιτακτική ανάγκη για στοχασμό των αναπτυξιακών παρεμβάσεων έξω από τα όρια της απλής «απελευθέρωσης αγορών».