Στο τέλος του 2020 θα κατατεθεί το σχέδιο νόμου για το νέο Επικουρικό με καθαρά κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά στο οποίο θα ενταχθούν από το 2022 οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας. Το νέο Επικουρικό θα στηρίζεται στη λογική ότι οι εισφορές των ασφαλισμένων δεν θα χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των σημερινών επικουρικών συντάξεων αλλά θα κεφαλαιοποιούνται στον ατομικό «κουμπαρά» του κάθε ασφαλισμένου. Τα ποσά θα επενδύονται σε επιλογές χαμηλού ή υψηλότερου ρίσκου με στόχο την αύξηση της σύνταξης. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, ειδικά για αυτό το θέμα, ανέφερε ότι θα δημιουργηθεί δημόσιος φορέας ο οποίος θα αναλάβει τη διαχείριση των ατομικών κεφαλαίων.
Με την προώθηση του σχεδίου νόμου για διαβούλευση θα ανοίξει διάλογος με τους εμπλεκόμενους φορείς, ενώ ταυτόχρονα θα καταρτιστούν οικονομοτεχνικές και αναλογιστικές μελέτες. Το επικίνδυνο σημείο του νέου εγχειρήματος είναι η κάλυψη του λεγόμενου κόστους μετάβασης στο νέο σύστημα, το οποίο μπορεί να προκαλέσει διόγκωση του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, με δεδομένο ότι οι νέοι εργαζόμενοι θα ασφαλίζονται στο νέο Ταμείο, θα μειωθούν δραματικά οι πόροι του ισχύοντος συστήματος επικουρικής ασφάλισης. Πάντως ο Πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου επισήμανε ότι υπάρχουν τρόποι να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση για την κάλυψη του κενού και ότι δεν πρόκειται να μειωθούν οι συντάξεις.
Ο υπολογισμός
Με το προωθούμενο σύστημα οι επικουρικές θα υπολογίζονται με τις ίδιες παραμέτρους, με τη μόνη διαφορά ότι οι εισφορές του ασφαλισμένου θα επενδύονται ή δεν θα επενδύονται με δική του απόφαση. Το νέο αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα ενεργοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2022 και θα αφορά όσους ενταχθούν τότε στην αγορά εργασίας.
Επισημαίνεται ότι στο νέο σύστημα θα ενταχθούν όσοι εισέλθουν από το νέο έτος (όχι οι σημερινοί ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι) στην αγορά εργασίας, οι οποίοι θα καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές από την ψήφιση του νέου νόμου και μετά. Ο κάθε εργαζόμενος θα καταβάλλει για τη δική του σύνταξη τις εισφορές που αναλογούν στον μισθό του και χρόνο με τον χρόνο θα χτίζει και το ποσό της δικής του επικουρικής σύνταξης.
Ο ασφαλισμένος θα έχει λόγο και δικαίωμα στη συνδιαμόρφωση του συνταξιοδοτικού βίου του. Κάθε ασφαλισμένος θα διαθέτει τον δικό του ατομικό λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ και τα χρήματά του θα επενδύονται βάσει της στρατηγικής που ο ίδιος έχει επιλέξει ανάμεσα σε τρία επενδυτικά προϊόντα χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου. Επίσης ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει – εντός ενός πλαισίου – και την ηλικία συνταξιοδότησής του, ανεξαρτήτως του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Τέλος, το 25% του κεφαλαίου που συσσωρεύεται στην ατομική μερίδα του ασφαλισμένου θα μπορεί να καταβληθεί κατά τη συνταξιοδότηση με τη μορφή εφάπαξ, ενώ το υπόλοιπο με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο οι ενταγμένοι στο νέο σύστημα ασφαλισμένοι θα μπορούν ελεύθερα να επιλέγουν πού και πώς θα επενδυθούν οι εισφορές τους, προχωρώντας σε κινήσεις χαμηλού ή και υψηλού ρίσκου. Το σχέδιο προβλέπει επικουρική σύνταξη αμιγώς κεφαλοποιητική, ενώ η κύρια θα παραμένει δημόσια και αναδιανεμητική.
Αύξηση συντάξεων
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Εργασίας η συγκεκριμένη αλλαγή αναμένεται να οδηγήσει σε μεσοσταθμική αύξηση των μελλοντικών συντάξεων για τις επόμενες γενιές ως και 30%. Με βάση τις πρώτες εκτιμήσεις το κόστος για το ασφαλιστικό σύστημα την πρώτη χρονιά μετατροπής θα ανέλθει στα 100 εκατ. ευρώ και στα 40 χρόνια για την πλήρη ανάπτυξη του συστήματος το σωρευτικό κόστος μετάβασης δεν θα ξεπεράσει το 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που επεξεργάζονται οι αρμόδιοι στο υπουργείο Εργασίας, σήμερα οι μισθωτοί ασφαλισμένοι δίνουν το 6,5% του εισοδήματός τους και η μέση επικουρική από κάθε αιτία (γήρας, θάνατος, αναπηρικές) είναι στα 172 ευρώ, με το 70% των δικαιούχων να λαμβάνει χαμηλότερη της μέσης σύνταξης. Με τις ίδιες εισφορές στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα – και με μετριοπαθείς υποθέσεις – μπορούν να επιτευχθούν σημαντικές αυξήσεις. Για παράδειγμα, ένας ασφαλισμένος με ετήσιο εισόδημα 12.000 ευρώ και με 35 χρόνια εργασίας με το σημερινό σύστημα θα λάβει 178 ευρώ επικουρική, ενώ στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα λάβει 257 ευρώ (αύξηση 44%) με τη μορφή εφάπαξ και το υπόλοιπο με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης.