Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ζόραν Ζάεφ ήταν όπως περίπου θα ανέμενε κανείς τη συνάντηση δύο γειτονικών χωρών που έχουν καλές σχέσεις και συμμετέχουν μάλιστα και στην ίδια αμυντική συμμαχία. Μάλιστα, θετικό ήταν το κλίμα στα διμερή θέματα, με τον πρωθυπουργό της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας να δεσμεύεται για την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δεσμεύεται για την επιμονή της χώρας στο στόχο της έναρξης των ενταξιακών διαδικασιών στην ΕΕ για τη γειτονική χώρα.
Η εικόνα αυτή έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα της Αθήνας 18 μήνες πριν, στις 20 Ιανουαρίου 2019, όταν έγινε το συλλαλητήριο κατά της συμφωνίας της Πρεσπών, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει ότι πρέπει ο Αλέξης Τσίπρας να ακούσει τον λαό και να μην προχωρήσει στην υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ακόμη περισσότερο σε αντίθεση με το κλίμα εκείνων των ημερών – όταν, θυμίζουμε, περίπου αναδομήθηκε η κυβερνητική πλειοψηφία για να καταστεί δυνατή η υπερψήφιση της Συμφωνίας – έρχεται η διαπίστωση ότι στο διάστημα που πέρασε ούτε μεγάλες αντιδράσεις υπήρξαν στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, ούτε κάποια αίσθηση μεγάλης αναδρομικής πικρίας. Με έναν τρόπο δύσκολα κανείς μπορεί να πιστέψει ότι τόσο σύντομα ένα θέμα που φόρτισε και δίχασε την πολιτική ζωή της χώρας για σχεδόν τρεις δεκαετίες, πλέον απλώς δεν υφίσταται ως τέτοιο.
Μια λύση που είχε ωριμάσει από καιρό
Στην πραγματικότητα ως προς το Μακεδονικό το περίγραμμα μιας λύσης, περίπου με τα χαρακτηριστικά που τελικά είχε η Συμφωνία των Πρεσπών, δηλαδή ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, που ταυτόχρονα θα εξασφάλιζε τη συνοχή της γειτονικής χώρας, μέσα από την παραδοχή κάποιου είδους «μακεδονικής ταυτότητας» και ταυτόχρονα θα αποσαφήνιζε (σε συνδυασμό με συνταγματικές τροποποιήσεις) ότι δεν ετίθετο θέμα αλυτρωτισμού καθησυχάζοντας την ελληνική πλευρά, είχε τεθεί περίπου από τη στιγμή που διαμορφώθηκε η τρέχουσα εκδοχή «Μακεδονικού» προβλήματος.
Δηλαδή, ήδη από τη δεκαετία του 1990 γνωρίζαμε ότι η λύση του προβλήματος θα ήταν κάτι ανάλογο με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ακόμη περισσότερο γνωρίζαμε ότι η σταθερότητα στα Βαλκάνια πέρναγε μέσα από το να μην αποδιαρθρωθεί το γειτονικό κράτος, εξ ου και το γεγονός της ελληνικής υποστήριξης στη δύσκολη φάση της παρ’ ολίγον εμφύλιας σύρραξης που οδήγησε στη Συμφωνία της Αχρίδας το 2001.
Μάλιστα, οι αυξημένες οικονομικές συναλλαγές, ιδίως στη φάση της αυξημένης ελληνικής οικονομικής παρουσίας στα Βαλκάνια, έδειχναν ότι οι δύο χώρες μπορούσαν να έχουν και μια αμοιβαία επωφελή οικονομική σχέση.
Γιατί καθυστέρησε η λύση;
Ωστόσο όλοι ξέρουμε καλά ότι η λύση αυτή καθυστέρησε. Ακόμη και στη δεκαετία του 2000, σε ασφαλή απόσταση από το σοκ που έφερε το 1991 η διάλυση της Ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, η δυστοκία της ελληνικής πλευράς ήταν εμφανής, κάτι που εξηγεί και τις επιλογές της περιόδου, όπως ήταν η ελληνική στάση στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008.
Μάλιστα, ακόμη και στην περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα, η επιτάχυνση της λύσης του Μακεδονικού δεν ήταν αρχικά στις πρώτες προτεραιότητες, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα που είχε εξαρχής ιδεολογικές θέσεις που διευκόλυναν την υπογραφή σχετικής συμφωνίας. Αντίθετα, χρειάστηκε να υπάρξει κυρίως η αμερικανική πίεση, τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού για αναβάθμιση της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας στα Δυτική Βαλκάνια, ως απάντηση και στη Ρωσία, μαζί με την πολιτική αλλαγή στη Βόρεια Μακεδονία , για να προχωρήσουν οι δύο χώρες αρχικά σε μυστικές διαπραγματεύσεις και μετά στη «δημόσια φάση» των σχετικών ανακοινώσεων και συζητήσεων.
Η καθυστέρηση δεν είχε να κάνει τόσο με το άγχος για πραγματικούς κινδύνους από μια λύση, όσο με τον τρόπο που το Μακεδονικό είχε γίνει τμήμα της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, με αποτέλεσμα όποιο κόμμα ήθελε να πάρει την πρωτοβουλία για μια λύση να κινδυνεύει να δεχτεί ένα καταιγισμό επικρίσεων για «ενδοτισμό».
Μάλιστα, αυτού του είδους η ιδεολογική εκμετάλλευση του θέματος υπήρξε έντονη και σε περιοχές, όπως η Μακεδονία, όπου υπήρχε και εύλογη ευαισθησία για το ζήτημα, με τους τοπικούς πολιτευτές και βουλευτές επίσης να πρέπει να επενδύουν σε μια αρκούντως «αποφασιστική» ρητορική επί του θέματος, σε συνδυασμό φυσικά με κάθε λογής «σωματεία» και «φορείς» που γύρω από αυτό το θέμα έβρισκαν ένα επιπλέον πεδίο παρέμβασης.
Όλα αυτά οδηγούσαν σε μια διαρκή αναβολή της αναμέτρησης με το ζήτημα της λύσης, την ίδια ώρα που η πολιτική κυριαρχία του VMRO για σημαντικό διάστημα στη Βόρεια Μακεδονία, με την έντονα εθνικιστική ρητορική (και το απαραίτητο εθνικιστικό κιτς) επίσης δυσκόλευαν τα πράγματα.
Η εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών
Για να είμαστε δίκαιοι τα όσα έγιναν την περίοδο 2018-2019 είχαν να κάνουν και με τον ορίζοντα των ελληνικών εκλογών. Δηλαδή, ένα μέρος των κομμάτων της αντιπολίτευσης θεώρησε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να διευκολύνει την κυβέρνηση, αντίθετα ήταν προτιμότερο να εκμεταλλευτεί ένα μέρος της δυσαρέσκειας απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, την ώρα που μια τέτοια στάση ήταν εν μέρει και «εκ του ασφαλούς», εφόσον ήταν δεδομένο ότι τελικά η συμφωνία θα περνούσε από την ελληνική Βουλή. Με έναν τρόπο ήταν πιο βολικό μια άλλη κυβέρνηση να πάρει το κόστος.
Άλλωστε, η ίδια η ΝΔ σχετικά έγκαιρα –και ανεξαρτήτως επιμέρους τοποθετήσεων βουλευτών και στελεχών– είχε κάνει σαφές ότι εάν η συμφωνία περνούσε από τη Βουλή, ως κυβέρνηση θα την εφάρμοζε (όπως ακριβώς και έγινε), προσφέροντας ουσιαστικά μια έμμεση αλλά σαφή συναίνεση, εφόσον ξεκαθάριζε ότι δεν ετίθετο ζήτημα εκ των υστέρων διακύβευσης της συμφωνίας.
Η δυσπιστία της κοινωνίας
Είναι αλήθεια ότι η Συμφωνία των Πρεσπών συνάντησε αρκετή δυσπιστία από την ελληνική κοινωνία. Διάφοροι λόγοι συνετέλεσαν σε αυτό: η κυριαρχία μιας συγκεκριμένης ρητορικής, που παρουσιαζόταν ως η «εθνική γραμμή», η απουσία ανοιχτής δημόσιας συζήτησης για μεγάλο διάστημα, το γεγονός ότι η συμφωνία προωθήθηκε περισσότερο με όρους «μυστικής διπλωματίας» και ως εξυπηρέτηση προς τις ΗΠΑ και όχι ως λύση με προοπτική, τα κενά που υπάρχουν ακόμη και στα σχολικά βιβλία πάνω σε σελίδες της νεώτερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Ωστόσο, δεν είναι τυχαίο ότι τα συλλαλητήρια του 2018 και του 2019 απείχαν από το μέγεθος και τον παλμό εκείνων του 1992. Δηλαδή, μπορεί να υπήρξε μια γενικότερη δυσπιστία, τμήμα και μιας συνολικότερης κοινωνικής δυσαρέσκειας, όμως δεν υπήρξε και μαζική συστράτευση στο πλευρό των πιο εθνικιστικών φωνών.
Τα διδάγματα για το μέλλον
Ο τρόπος που τελικά αντιμετωπίζεται σήμερα η συμφωνία και σε σχέση με τις αντιδράσεις της κοινωνίας και σε σχέση με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με το πώς είχε αντιμετωπιστεί στο παρελθόν, είναι ιδιαίτερα διδακτικός.
Δείχνει ότι όταν υποχωρήσουν οι εύκολες εθνικιστικές κραυγές και όταν σταματήσει ο πολιτικός υπολογισμός των καταγγελιών περί ενδοτισμού, τότε είναι πιο εύκολο να αναζητηθούν λύσεις που μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπίζουν προβλήματα αντί να τα συντηρούν με όρους πολιτικού κόστους και οφέλους.
Αυτό έχει μια σημασία και για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα ελληνοτουρκικά. Σίγουρα, υπάρχουν διαφορές καθώς δεν έχουμε διαφωνία για κάτι που αφορά το επίπεδο του συμβολισμού, όπως είναι το όνομα, αλλά πραγματική αντιπαράθεση που αφετηρία έχει τις επιθετικές και αναθεωρητικές «προβολές ισχύος» της Τουρκίας, που θέτουν το ερώτημα του κινδύνου με πολύ πιο πραγματικούς όρους από ό,τι το «ονοματολογικό».
Όμως και στα ελληνοτουρκικά υπάρχει η ανάγκη να συζητηθεί το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις και με έμφαση στους πραγματικούς κινδύνους και στην αναζήτηση ειρηνικής λύσης (που περιλαμβάνει και την έννοια των αμοιβαίων υποχωρήσεων) πέραν από εθνικιστικές λογικές και κοντόθωρους πολιτικούς υπολογισμούς. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το παραβλέπουμε.