Σε αυτή την περίπτωση δεν χρειάστηκε ένας αλλά δύο πολύ σκληροί για να πεθάνουν. Ο ένας είναι ο Κάρλο ντε Μπενεντέτι που στα 85 του χρόνια είχε τη διάθεση να εκδώσει μια εφημερίδα η οποία «θα εκφράζει τον προοδευτικό χώρο χωρίς να την ενδιαφέρουν οι πολιτικοί καβγάδες». Αλλά ο άλλος σκληρός είναι ο ίδιος ο έντυπος Τύπος: παρά το τέλος που έχει προαναγγελθεί ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια, οι εφημερίδες όχι μόνο δείχνουν να αντέχουν, αλλά καμία φορά πληθαίνουν κιόλας.
Κάπως έτσι, στις ήδη πολλές εθνικές και επαρχιακές εφημερίδες της Ιταλίας προστέθηκε από προχθές ακόμη μία. Η «Domani», ιδιοκτησίας του ιταλού επιχειρηματία που πλούτισε πρώτα από τις περίφημες γραφομηχανές Olivetti κι έπειτα από τους υπολογιστές, εμφανίστηκε στα περίπτερα με τις υψηλές φιλοδοξίες που συνοδεύουν κάθε νέο εκδοτικό εγχείρημα: «Θα είναι μια εφημερίδα μετά τον COVID-19 γεννημένη μαζί με την ελπίδα για την ανοικοδόμηση της χώρας» έλεγε ο Ντε Μπενεντέτι, ο άνθρωπος που στα μέσα της δεκαετίας του ’70 χρηματοδότησε αυτό που στη συνέχεια θα αποδεικνυόταν ένα εκδοτικό θαύμα, την εφημερίδα «La Repubblica».
Επαναλαμβάνονται τα θαύματα; Την έκδοση της «Repubblica» είχε αναλάβει τότε ένας θρύλος της ιταλικής δημοσιογραφίας, ο Εουτζένιο Σκάλφαρι, ο οποίος μέχρι σήμερα, στα 96 του χρόνια, δεν έχει λείψει ποτέ από το κυριακάτικο ραντεβού του με τους αναγνώστες. Στο τιμόνι της «Domani», αντίθετα, βρέθηκε ένα νέο αστέρι της ιταλικής δημοσιογραφίας, ο 35χρονος Στέφανο Φέλτρι. Το κύριο άρθρο που φέρει την υπογραφή του και με το οποίο παρουσιάζει την εφημερίδα του στους αναγνώστες τιτλοφορείται «Domani inizia oggi» («Το Αύριο ξεκινάει σήμερα»), ενώ περιλαμβάνει τρεις παραδοχές. Η πρώτη είναι πως «δεν υπάρχουν αντικειμενικές εφημερίδες, αλλά μόνο έντιμες που δηλώνουν ανοικτά την κατεύθυνσή τους». Η δεύτερη, πως «η πιο βαθιά μορφή ανισότητας είναι αυτή που αφορά το περιβάλλον». Και η τρίτη, πως «για να είναι αξιόπιστη μια εφημερίδα πρέπει να είναι ανεξάρτητη».
Είναι μια ανεξαρτησία α λα ιταλικά
Ο ίδιος ο Ντε Μπενεντέτι είχε επιχειρήσει να επανακτήσει τον έλεγχο της «Repubblica» από τους γιους του, με τους οποίους συγκρούστηκε, για να καταλήξει τελικά ο εκδοτικός όμιλος στην οικογένεια Ανιέλι της Fiat. Η έκδοση της «Domani» φαίνεται να είναι ένα είδος ρεβάνς για εκείνον, αλλά και η απόδειξη του γεγονότος πως μπορεί να κάνει τα πράγματα διαφορετικά: η ιδιοκτησία της εφημερίδας, υπόσχεται ο ίδιος, θα περάσει σύντομα σε κάποιο ίδρυμα ώστε να μην εξαρτάται από τα συμφέροντα ενός και μόνο προσώπου όπως υποτίθεται πως συμβαίνει με τις άλλες εφημερίδες της χώρας του – «Οι ιταλικές εφημερίδες εξαρτώνται από την άποψη του ιδιοκτήτη και τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα που έχει εκείνος εκτός εφημερίδας» είχε δηλώσει σχετικά.
Διαφορετικά θέλει να κάνει τα πράγματα ασφαλώς και ο διευθυντής της νέας εφημερίδας. «Η εφημερίδα λέγεται “Αύριο” επειδή, αντί να γράφει αυτά που συνέβησαν χθες, όπως έκαναν κάποτε οι εφημερίδες, φιλοδοξεί να φτιάξει μαζί με τους αναγνώστες της μια μοίρα διαφορετική από εκείνη που δημιούργησαν οι επιλογές και τα λάθη του παρελθόντος. Το μέλλον σήμερα πρέπει να το χτίσουμε. Από το βάρος του δημόσιου χρέους και τις δυναμικές της παγκοσμιοποίησης έως την ταχύτητα της κλιματικής αλλαγής: όλα αυτά που έως πριν από έναν χρόνο έμοιαζαν αναπόφευκτα, σήμερα μοιάζουν απρόβλεπτα» γράφει στο κύριο άρθρο.
Η Ιταλία, λέει ακόμη, υποφέρει από τον λαϊκισμό – «Από την ψευδαίσθηση πως σύνθετα προβλήματα έχουν απλές λύσεις και πως εχθρικές μειονότητες (οι δικαστές, η πολιτική τάξη, οι γραφειοκράτες, οι μετανάστες) εμπόδιζαν τη χώρα να κυβερνηθεί προς το συμφέρον του “λαού”. Ο ιός και η ύφεση μας υπενθύμισαν πως η αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου τράγου βοηθάει στις δημοσκοπήσεις αλλά δεν φέρνει αποτελέσματα (…) Τώρα ξέρουμε πως η αναδόμηση της χώρας απαιτεί τη συμβολή όλων μας» λέει ακόμη.
Περισσότερο από editorial, το κείμενο του 35χρονου διευθυντή μοιάζει με πολιτικό μανιφέστο. Αλλά δεν είναι αυτό. Για να μην πεθάνουν οι εφημερίδες, είναι σαν να λέει αυτός ο νεαρός διευθυντής, πρέπει να παραμείνουν παρεμβατικές. Να διακινούν ιδέες, να υποστηρίζουν αξίες, να συμμετέχουν στην πολιτική κατεύθυνση της χώρας. Και να το κάνουν καμία φορά μέσα από μόλις 16 σελίδες – όσες είναι ακριβώς οι σελίδες του «Αύριο που ξεκινάει σήμερα»…