Για την «αυγή μιας νέας Μέσης Ανατολής» έκανε λόγο ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ χαιρετίζοντας τις ιστορικές συμφωνίες του Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, που υπογράφηκαν στον Λευκό Οίκο. Τα δύο αραβικά κράτη εξομάλυναν πλήρως τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και ο Τραμπ – η κυβέρνηση του οποίου μεσολάβησε για τις συμφωνίες – πασχίζει να δώσει την εικόνα του «ειρηνοποιού ηγέτη» ενόψει των κρίσιμων εκλογών της 3ης Νοεμβρίου. Ο αμερικανός πρόεδρος ελπίζει ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και άλλες αραβικές χώρες, όμως οι Παλαιστίνιοι αντιδρούν, καθώς το θέμα της δημιουργίας του κράτους τους δεν έχει επιλυθεί ακόμα.
Εδώ και δεκαετίες επισήμως, τα περισσότερα αραβικά κράτη μποϊκοτάρουν το Ισραήλ, επιμένοντας ότι θα ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους, μόνο όταν επιλυθεί το Παλαιστινιακό. Ανεπίσημα, όμως, αρκετές αραβικές πετρελαιοπαραγωγοί χώρες καλλιεργούν διακριτικά σχέσεις με την ισραηλινή κυβέρνηση εδώ και χρόνια. Πριν από τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν, οι μόνες εξ αυτών που είχαν αναγνωρίσει επισήμως το Ισραήλ ήταν η Αίγυπτος το 1978 και η Ιορδανία το 1994. Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε λόγο για «άλλες 5-6 αραβικές χώρες» που έπονται σύντομα, χωρίς να διευκρινίσει ποιες είναι. Τώρα το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στη Σαουδική Αραβία, που όμως μέχρι στιγμής δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει ένα τέτοιο βήμα. Το Σουδάν και το Ομάν είναι πιο πιθανό να προχωρήσουν σε ανάλογες συμφωνίες, αναλυτές πάντως θεωρούν πως το Μπαχρέιν προχώρησε επειδή του επέτρεψε το Ριάντ και ότι ο οίκος των Σαούντ, η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας, εξετάζει την επόμενη κίνηση.
Στον κήπο του Λευκού Οίκου, οι ηγέτες των τριών κρατών, παρουσία του Τραμπ, υπέγραψαν μια γενική διακήρυξη αρχών, που ονομάστηκε Συμφωνίες του Αβραάμ, από τον βιβλικό πατέρα των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, ενώ υπέγραψαν και διμερείς συμφωνίες μεταξύ τους. Σε αυτές περιγράφεται η δημιουργία πρεσβειών και η έναρξη νέων διπλωματικών και οικονομικών δεσμών – στον τουρισμό, την τεχνολογία και την ενέργεια. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, που αντιμετωπίζει προβλήματα στο εσωτερικό τού κυβερνητικού του συνασπισμού, είπε πως «αυτή η μέρα αποτελεί άλμα στην Ιστορία». Οι Παλαιστίνιοι πάντως εξέφρασαν την οργή τους για τις συμφωνίες εκτοξεύοντας ρουκέτες από τη Γάζα προς το Ισραήλ, την ώρα που υπογραφόταν η συμφωνία.
Ο σχεδιασμός της τελετής φαινόταν ξεκάθαρα ότι ήθελε να ξυπνήσει μνήμες της συμφωνίας που υπογράφηκε στο ίδιο σημείο πριν από 25 χρόνια, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, και χαρακτηρίστηκε από την ιστορική χειραψία που αντάλλαξαν ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν και ο παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ. Ο Ντένις Ρος, πρώην διαπραγματευτής για τη Μέση Ανατολή που συνέβαλε στη συμφωνία του 1993, θεωρεί όμως πως οι δύο τελετές ήταν «πολύ διαφορετικές». Πιστεύει πως «οι συμφωνίες της Τρίτης είναι σημαντικές επειδή δείχνουν πως οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να παγώσουν τις εξελίξεις στην περιοχή και να αποτρέψουν την ανοιχτή συνεργασία με το Ισραήλ». Από την άλλη, παρατηρεί, «τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν ήταν χώρες που δεν βρίσκονταν σε πόλεμο με το Ισραήλ, έτσι η ημέρα δεν είχε εκείνη τη βαρύτητα της τελετής του 1993, όταν όλοι νιώθαμε κάτι εξαιρετικά ιστορικό να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας».
«Δεν πρόκειται για επίλυση σύρραξης ούτε για ειρήνη – πρόκειται για επιχειρηματική συμφωνία», λέει ο Τζέρεμι Μπεν-Αμί, πρόεδρος μιας φιλοϊσραηλινής οργάνωσης στις ΗΠΑ. «Είναι ξεκάθαρο ότι οι δύο αραβικές χώρες έχουν κοινά συμφέροντα με το Ισραήλ – στρατιωτικά, διπλωματικά, οικονομικά. Οι συμφωνίες τα επισημοποιούν, όμως δεν πρέπει να υπερβάλλουμε θεωρώντας ότι επιλύεται η βασική σύγκρουση του Ισραήλ με τους γείτονές του», προσθέτει.
Εκείνο που ήταν ξεκάθαρο από την τελετή, η οποία μεταδόθηκε ζωντανά από όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ, λιγότερες από 50 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ήταν τα πολιτικά συμφέροντα του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος εκμεταλλεύθηκε τις συμφωνίες για να κυκλοφορήσει διαδικτυακές πολιτικές διαφημίσεις που τονίζουν πως του αξίζει το βραβείο Νομπέλ, για το οποίο τον έχουν προτείνει δύο δεξιοί σκανδιναβοί πολιτικοί.