Η απόφαση θα ισχύσει από το 2024 (στην 96η απονομή), αλλά ο αντίκτυπός της είναι μετρήσιμος ήδη στις μέρες μας. Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τροποποιεί τα κριτήρια που οφείλει να πληροί μια κινηματογραφική παραγωγή για να κερδίσει την πολυπόθητη υποψηφιότητα για Oσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Στόχος είναι να αποτυπώνεται πλέον η διαφορετικότητα σε ζητήματα φύλου, χρώματος, ερωτικού προσανατολισμού και αναπηρίας. «Για να ενθαρρυνθεί η δίκαιη εκπροσώπηση μπροστά και πίσω από την κάμερα, ώστε να αντανακλά καλύτερα την ποικιλομορφία του κινηματογραφικού κοινού».
Η Ακαδημία, μάλιστα, όρισε τέσσερις ενότητες στις οποίες θα πρέπει να τηρούνται τα νέα κριτήρια: στην ίδια την ταινία, στο δημιουργικό και τεχνικό προσωπικό, στα άτομα που εργάζονται στην παραγωγή με καθεστώς επαγγελματικής μαθητείας και στα τμήματα προώθησης και διανομής.
Δύο από αυτά πρέπει να πληρούνται για να περάσει η ταινία το στάδιο της έγκρισης. Για να μείνουμε στα πρώτα παραδείγματα που δίνονται, ισότιμη επί της οθόνης εκπροσώπηση υπάρχει όταν ένας από τους πρωταγωνιστές ή σημαντικούς δευτεραγωνιστές είναι ασιατικής καταγωγής ή λατινόφωνος, αυτόχθονας, Βορειοαφρικανός ή γεννημένος στη Χαβάη ή να ανήκει σε φυλή που υποεκπροσωπείται. Τουλάχιστον το 30% των ηθοποιών σε μικρότερους ρόλους να προέρχεται από τις εξής ομάδες: γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, άτομα με σωματική αναπηρία, κωφοί ή βαρήκοοι.
Αυτοπροστασία της κινηματογραφικής βιομηχανίας ή προληπτική «λογοκρισία» στα μέτρα της πολιτικής ορθότητας; Μπορεί ο κινηματογράφος (και συνακόλουθα η λογοτεχνία) να ακολουθεί καλούπια προδιαγραφών; Ή αντιδρά με αυτόν τον τρόπο ύστερα από την πίεση ακτιβιστικών οργανώσεων που είδαν μια καλή ευκαιρία μετά το κίνημα #MeToo;
Είναι σίγουρο ότι ο διάλογος θα συνεχιστεί όσο η βιομηχανία προσαρμόζεται – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – στα ερεθίσματα της εποχής. Απευθυνθήκαμε, λοιπόν, σε δημιουργούς της ελληνικής σκηνής αναζητώντας τις σκέψεις τους για αυτό που συμβαίνει όχι και τόσο μακριά μας.
Ολγα Μαλέα, σκηνοθέτρια
«Η Ακαδημία έπρεπε να αλλάξει»
Καταρχήν θεωρώ την απόφαση της Ακαδημίας να δημιουργήσει κίνητρα έτσι ώστε τεράστιες μειονότητες – όπως οι γυναίκες, οι μαύροι, οι Ασιάτες, οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι – να εκπροσωπούνται πλέον στα Οσκαρ εξαιρετικά θετική. Δεν μιλάμε για κάποιες περιθωριακές ομάδες, αλλά για το μεγαλύτερο ποσοστό του πλανήτη! Πιστεύω πως τρεις παράγοντες δημιούργησαν το κατάλληλο έδαφος για να πάρει αυτή την απόφαση η Ακαδημία τώρα:
1. Το πρόβλημα που απέκτησε όνομα
Ο ντόρος που τα τελευταία χρόνια έγινε από τον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταδεικνύοντας ότι στα Οσκαρ συμμετέχουν και κερδίζουν μόνο λευκοί άνδρες, άρχισαν να φέρνουν σε αμηχανία την Ακαδημία και να δημιουργούν πίεση για απαντήσεις ή αλλαγές. Πώς να αιτιολογήσει η Ακαδημία ότι καμία γυναίκα, κανένας μαύρος ή Ασιάτης στα 92 χρόνια της πορείας της δεν θεωρήθηκε αρκετά καλός ή καλή για να κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματάκι; Το πρόβλημα υπήρχε πάντα, αλλά τώρα απέκτησε όνομα. Και αυτό έκανε τη διαφορά.
2. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του Χόλιγουντ!
Παράλληλα, τα τελευταία τρία χρόνια, το Χόλυγουντ συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη σεξουαλικών παρενοχλήσεων, το #MeToo κίνημα και την αποκαθήλωση σημαντικών ειδώλων του. Τρεις από τους αγαπημένους της Ακαδημίας βρίσκονται… στη φυλακή ή στα αζήτητα. Στις 12 Μαρτίου 2020, ο Χάρβι Γουάινστιν, με 81 Oσκαρ στο τσεπάκι του, καταδικάστηκε σε 23 χρόνια κάθειρξη για σεξουαλική κακοποίηση και βιασμό κατ’ εξακολούθηση και βρίσκεται πλέον στη φυλακή. Ο Κέβιν Σπέισι, άλλος αγαπημένος της Ακαδημίας και συχνά παρουσιαστής της τελετής, έχει εξαφανιστεί από τις σειρές και τις ταινίες, μετά τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση αγοριών. Και ο τρίτος πολυαγαπημένος της Ακαδημίας, ο Γούντι Aλεν, δεν βρίσκει διανομή για τις ταινίες του μετά τις κατηγορίες της θετής του κόρης για σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική της ηλικία.
3. Τα «Παράσιτα»
Οταν τον περασμένο Φεβρουάριο ο Κορεάτης Μπονγκ Τζουν-χο και η παρέα του παρέλαβαν το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας, μια νέα σελίδα Ιστορίας γράφτηκε στο παγκόσμιο σινεμά. Τα «Παράσιτα» έγιναν το πρώτο ξενόγλωσσο φιλμ που πέτυχε τη συγκεκριμένη διάκριση.
Τώρα η Ακαδημία έρχεται να επισημοποιήσει αυτή τη νέα σελίδα Ιστορίας ανακοινώνοντας τα κριτήρια για τη συμμετοχή των ταινιών με άξονα τη διαφορετικότητα. Και άριστα έπραξε. Γιατί η Ακαδημία ή θα έπρεπε να αλλάξει ή θα άρχιζε να αφορά όλο και λιγότερο κόσμο. Ευτυχώς επέλεξε το πρώτο!
Ελίνα Ψύκου, σκηνοθέτρια, σεναριογράφος, παραγωγός
«Ο κινηματογράφος δεν λειτουργεί με συνταγές»
Διαβάζοντας τις πρόσφατες αποφάσεις της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου σχετικά με την αλλαγή στον κανονισμό των Βραβείων Οσκαρ και την επιβολή κανόνων επιλεξιμότητας που θα εξασφαλίζουν τη συμμετοχή όλων των φύλων και όλων των φυλών στις ταινίες (μπροστά και πίσω από την κάμερα), σκέφτηκα πως από κάθε άποψη αυτές είναι υποκριτικές.
Από τη μια μου φαίνεται παράλογο ο κινηματογράφος να μπαίνει σε τόσο αυστηρά κουτάκια και η βιομηχανία να ορίζει θεματικές και να επιβάλλει συνεργάτες προκειμένου να σώσει την κοινωνία από το βύθισμα. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργεί με συνταγές, είναι ένας επικίνδυνος δρόμος αυτός, που αν σήμερα τον πάρουμε δεν ξέρουμε πού μπορεί να μας οδηγήσει αύριο, όπου αντίστοιχοι κανόνες μπορεί να επιβληθούν για άλλα ζητήματα, διαφορετικής όμως ιδεολογίας και κατεύθυνσης.
Από την άλλη, αν κάποιος σχετικός με την παραγωγή ταινιών διαβάσει αναλυτικά αυτούς τους νέους κανόνες, θα διαπιστώσει πως τα κριτήρια που εισάγουν βάζουν τον πήχη εξαιρετικά χαμηλά, δηλαδή πραγματικά αμφιβάλλω για το αν υπάρχουν ταινίες που δεν πληρούν τα 2 από τα 4 κριτήρια όπως και απαιτείται (κάποια μάλιστα από τα κριτήρια έχουν και επιπλέον δικά τους εσωτερικά κριτήρια, όπου απαιτείται το 1 από τα 3). Οπότε αυτό που διαφημίζεται ως συμβολή της Ακαδημίας στην ισότιμη αντιπροσώπευση και στην υπεράσπιση της διαφορετικότητας είναι κάτι σαν διαφημιστικό κόλπο, μια κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά συντηρητική αντιμετώπιση και πρόταση που μάλλον διαστρεβλώνει το πρόβλημα παρά το επιλύει.
Προφανώς και η κοινωνία μας πάσχει από βαθύ συντηρητισμό και προφανώς ο κινηματογράφος μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό των ιδεών και στην έλευση πραγματικών αλλαγών, αλλά αμφισβητώ πως αυτός είναι ο τρόπος. Αντί η κινηματογραφική βιομηχανία να επιβάλλει στους δημιουργούς κανόνες, νομίζω θα ήταν πιο αποτελεσματικό να επιβάλλει στα κράτη την παρουσίαση και ανάλυση ταινιών με σχετικές θεματικές στα σχολεία, εκεί δηλαδή όπου ο ρατσισμός και οι στείρες προκαταλήψεις επωάζονται. Αντί μιας εσωστρεφούς πολιτικής, μιας πολιτικής που απευθύνεται δηλαδή στα μέλη της, θα ήταν προτιμότερη μια εξωστρεφής πολιτική που θα συμπεριλάμβανε ενεργητικά και όχι παθητικά την κοινωνία. Αντί να επιβάλλει κανόνες, θα ήταν πιο οργανικό και ουσιαστικό να επιβάλλει τις ίδιες τις ταινίες.
Μαρία Ηλιού, σκηνοθέτρια, σεναριογράφος
«Ελπίζω, αλλά αμφιβάλλω αν κάνουν τη διαφορά»
Η απόφαση της Αμερικανικής Ακαδημίας του Κινηματογράφου να θεσπίσει νέα κριτήρια για τα Oscar, έτσι όπως παρουσιάστηκε στις διεθνείς ειδήσεις τις τελευταίες μέρες σε πολλούς δημιούργησε αντιφατικά συναισθήματα. Ακούγεται τόσο politically correct, που μπορεί η τέχνη και η βιομηχανία του κινηματογράφου να μπει σε ένα τόσο «στενό παπούτσι» ποσόστωσης που να λέει: από το 2024 οι ταινίες που θα υποβάλλονται θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον έναν πρωταγωνιστή ή σημαντικό ρόλο από κοινωνικές ομάδες που υποεκπροσωπούνται στον κινηματογράφο καθώς και 30% των β’ ρόλων από τις ίδιες ομάδες; Οι ομάδες αυτές είναι γυναίκες – έγχρωμοι – LGBTQ+ ή άτομα με αναπηρίες.
Από την άλλη όμως ήταν πολύ μεγάλη η απογοήτευσή μου όταν το 2015 η τότε πρόεδρος της Ακαδημίας, Cheryl Bone Isaacs, ανακοίνωνε ότι το σύνολο της Ακαδημίας που ψηφίζει για τα Oscar ήταν 94% λευκοί και 77% άντρες! Αντίστοιχα τα βραβεία συνήθως πήγαιναν σε λευκούς και άντρες. Από τότε η Cheryl Bone Isaacs έβαλε στόχο να αλλάξουν τα πράγματα, ώστε τόσο η Ακαδημία, όσο και οι ταινίες και τα Oscars να μοιάζουν πιο πολύ με την πολυπολιτισμική Αμερική, την Αμερική που αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα ως πολύτιμη αξία για μια ισορροπημένη κοινωνία. Ενας αέρας αλλαγής άρχισε να ξεσηκώνεται από τότε από τα μέλη της Ακαδημίας ή απλούς κινηματογραφιστές. Παράλληλες κινήσεις όπως το OscarsSoWhite το WhiteWashedOut και Time’sUp σε συνδυασμό με το #MeToo και το Black Lives Matter οδήγησαν στην ανάγκη για ανανέωση. Πολλές διαφορετικές φωνές έλεγαν παρόμοια πράγματα και όλα αυτά τα κινήματα οδήγησαν στα νέα κριτήρια της Ακαδημίας του κινηματογράφου. Επίσης η παρουσία ενός προέδρου των ΗΠΑ τόσο εχθρικού σε κάθε μορφή διαφορετικότητας έκανε τις φωνές για αλλαγή και στα Oscars πιο δυνατές. Ελπίζω τα νέα κριτήρια να φέρουν πραγματικά κάτι νέο και να εκπροσωπήσουν πιο καλά την κοινωνία στις ΗΠΑ, αν και αμφιβάλλω αν τα μέτρα κάνουν τη διαφορά ή οι κοινωνίες που αλλάζουν και ωριμάζουν. Ελπίζω σύντομα η Αμερική να ξαναβρεί τη χαρά της αποδοχής της διαφορετικότητας.
Μίνως Νικολακάκης, σκηνοθέτης
«Επικοινωνιακός και όχι ουσιαστικός χαρακτήρας»
Μου έκανε πάντα εντύπωση το εξής παράδοξο: για να υποστηριχθεί η διαφορετικότητα έπρεπε να υπογραμμιστεί η διαφορετικότητα. Ή, αλλιώς, πώς ξεχνάμε ότι υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές και όλα αντιμετωπίζονται σαν ένα, όταν για να επιτευχθεί αυτό, αυτές οι γραμμές είναι όλο και πιο υπογραμμισμένες; Προσφάτως, έγινε η ανακοίνωση των βραβείων της Ακαδημίας των Οσκαρ με μία τρομερά επακριβή φόρμουλα, η οποία κάνει επιλέξιμη μια ταινία στο βραβείο καλύτερης ταινίας. Υπάρχει μία ποσόστωση που ενθαρρύνει τη διαφορετικότητα σε ζητήματα φύλου, χρώματος, ερωτικού προσανατολισμού όπως επίσης και τη συμπερίληψη ατόμων με αναπηρία και υποεκπροσωπούμενων ομάδων πίσω και μπροστά από τις κάμερες.
Είναι δύσκολο ερώτημα, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας φόρμουλας. Οπως σε όλα τα σοβαρά ζητήματα, η απάντηση βρίσκεται πάντα μέσα στις γκρίζες ζώνες της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ζωής και δεν μπορεί με σιγουριά κάποιος να πει ότι λύνεται με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο. Ετσι κι αλλιώς η μαζική ψυχολογία είναι διαποτισμένη πολλές φορές με τόσα στερεότυπα δεκαετιών, ακόμα και ασυνείδητα, οπότε πώς αυτά «σπάνε»;
Σαφώς όλοι πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες σε έναν χώρο, πόσω μάλλον στη βιομηχανία του κινηματογράφου, ο οποίος πραγματεύεται συχνά ανθρώπινες ιστορίες και απασχολεί ένα τεράστιο δυναμικό ανθρώπων. Είμαι βέβαιος ότι αυτές οι φόρμουλες θα υποχρεώσουν τη βιομηχανία να συμπεριλάβει ανθρώπους που ήταν περιθωριοποιημένοι από αυτήν αλλά ταυτόχρονα ίσως υποχρεώσει και κάποιες αφηγήσεις να πάρουν μια τροπή σε κατευθύνσεις που τις «θολώνουν».
Ο κινηματογράφος που αγάπησα πάντα είχε τη δύναμη να μιλάει για ανθρώπινες ιστορίες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβούν σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, δεν ταυτιζόμαστε απαραίτητα, δεν είναι «εμείς». Και όμως με το πάντα δυνατό πέπλο μιας λαϊκής τέχνης γινόμαστε «αυτοί» για εκείνο το δίωρο και διευρυνόμαστε σαν υπάρξεις. Ποιος δεν έχει οργιστεί σαν τον Αλ Πατσίνο στο «Dog Day Afternoon», δεν έχει ενθουσιαστεί με την ομάδα απροσάρμοστων στο «Time Bandits», δεν έχει δακρύσει με το ζευγάρι στο «En Soap», δεν έχει βρει κομμάτια του εαυτού στο «Moonlight» ή δεν έχει απελευθερωθεί με τον Τιμ Κάρι στο «Rocky Horror Picture Show»;
Είναι κρίμα που ταυτόχρονα η ίδια η βιομηχανία του κινηματογράφου πολλές φορές δεν συμμερίζεται αυτή τη συνύπαρξη όλων αυτών των «φωνών». Ιδιαίτερα ο αμερικανικός κινηματογράφος, που με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, είτε θέλουμε είτε όχι, έκανε οικεία μέσα από τα χρόνια στερεότυπα με τα οποία γαλουχηθήκαμε ως «κανονικά». Και αυτό, γιατί ο αυτός ο μηχανισμός πάντα ήταν μια επιχείρηση που ήξερε πού και τι να πουλάει ώστε να έχει τον μεγαλύτερο αριθμό από «ικανοποιημένους πελάτες». (Αλήθεια, σκέφτεται κανείς ένα «Καράτε Κιντ» με πρωταγωνιστή τον κινέζο δάσκαλο και συμπληρωματικό ρόλο έναν νεαρό από ένα προάστιο του Λος Αντζελες;) Aκόμα και στον διεθνή κινηματογράφο πολλές φορές μεταφέρεται ένα αντίστοιχο τσιμεντένιο βίωμα, μία ρουτίνα η οποία φαίνεται σθεναρά να «σπάει» τα τελευταία χρόνια.
Και πάλι, δεν υπάρχει εύκολη απάντηση τι μπορεί να γίνει, προκειμένου πλέον όλοι να έχουν ίσο χώρο. Οι φόρμουλες αυτές νομίζω/φοβάμαι ότι έχουν έναν επικοινωνιακό περισσότερο χαρακτήρα παρά ουσιαστικό, προς το παρόν. Παράδειγμα είναι και η κουλτούρα ακύρωσης του παρελθόντος, με αστεία παραδείγματα όπως τη λογοκρισία του «Gone with the Wind». Είναι σαν να πρέπει να ακυρωθεί η ιστορία όπως συνέβη.
Νομίζω πρέπει πρωτίστως να μας μιλάνε οι ταινίες και πάντα οι ταινίες πρέπει να βρίσκουν χώρο να υπάρχουν για να μας μιλήσουν. Ιστορίες οι οποίες να μην έχουν στεγανά και διαχωριστικές γραμμές. Γιατί οι πανανθρώπινες ιστορίες απευθύνονται σε όλους και γίνονται από όλους. Σε έναν κόσμο με τόσες γκρίζες ζώνες και τόσες φωνές να ακουστούν, κανείς δεν μπορεί να πει ποιος είναι ο πιο σωστός τρόπος να γίνει αυτό. Μερικές φορές όταν γράφεις ένα σενάριο είναι σαν να είσαι μέσα σε ένα δάσος και να έχεις χαθεί. Πηγαίνεις προς μια κατεύθυνση που πιστεύεις και βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Προσπαθείς πάλι και είναι μάταιο. Για να βγεις από εκεί και να βρεις τις σεναριακές σου λύσεις, επιλέγεις πολλές φορές έναν άχαρο και δύσβατο δρόμο, όχι επειδή φαίνεται ο πιο σωστός, αλλά επειδή σου επιτρέπει δειλά δειλά να μετακινηθείς προς ένα άλλο σημείο από το οποίο θα έχεις διαφορετική θέα και διαφορετική οπτική των πραγμάτων. Από εκεί ίσως φανεί η διέξοδος. Θέλω να πιστεύω πως όλες αυτές οι φόρμουλες είναι ο άχαρος, αλλά και αναγκαίος δρόμος που θα οδηγήσει σε ένα σημείο, όπου θα βρεθεί αυτή η διαφορετική οπτική γωνία.
Γιώργος Σγουράκης, παραγωγός – σκηνοθέτης
«Ο καθείς και τα όπλα του»
Ηρθε η ώρα λοιπόν για πολιτικά ορθές ταινίες; Ηρθε η ώρα για να επαναπροσδιοριστεί η εποχή μας, οι έννοιες του καθήκοντος, μέσα από το ιστορικό, το κοινωνικό, το ατομικό, το συλλογικό και τις υποχρεώσεις μας απέναντι σε όλα τούτα. Με διδάγματα πώς να είμαστε περισσότερο ανεκτικοί, τρυφεροί, συνεκτικοί, απελευθερωμένοι. Πώς το μέρος χωράει στο όλον. Θα είχα να παρατηρήσω, ότι από τα Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας: την «Κοιλάδα της κατάρας» του 1941, τη «Φωλιά του κούκου» του 1975, τον «Σοφέρ της κας Ντέιζι» του 1989, το «Crash» του 2004, τα «12 χρόνια σκλαβιάς» του 2013, τη «Μορφή του νερού» του 2017, τα «Παράσιτα» του 2019, η Ακαδημία έχει στο ενεργητικό της ταινίες που επιβράβευσαν τη διαφορετικότητα και τον πλουραλισμό.
Ηταν όμως επαρκείς, αποτελούν καταλύτη για ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία με τη συνδρομή της βιομηχανίας του κινηματογράφου; Η απόφαση να θεσπιστούν πρόσθετα και συγκεκριμένα κριτήρια για τη δίκαιη εκπροσώπηση στη μεγάλη οθόνη μάλλον αποδεικνύει το αντίθετο. Οτι δηλαδή έχουμε πολύ δρόμο στο πανί μέχρι την πραγματική, συγκρουσιακή και συχνά παρεκτρέπουσα, ζωή, ώστε αυτή η ζωή να μπει σε νέα τροχιά αναζήτησης, ανεκτικότητας, συνύπαρξης, οικειότητας.
Θα πρέπει κανείς όμως να αναρωτηθεί αν πίσω από όλα αυτά ελλοχεύει και ο κίνδυνος από την προσπάθεια «επιβολής» μιας άποψης, να επιτρέπονται και οι παρεκκλίσεις, αφού κάθε άνθρωπος, έχει τον δικό του χαρακτήρα και τις δικές του ιδέες και δεν μοιράζει τα δικά του στερεότυπα και ποσοστώσεις. Ωστόσο απέναντι σε όσα θλιβερά συμβαίνουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αλλά και παγκοσμίως, όπου ένα τίποτα πολλές φορές αρκεί να φουντώσει την αντιπαλότητα και να οδηγήσει σε σύγκρουση, η Ακαδημία με την απόφασή της προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα: «Εσύ τι έχεις κάνει για όλα αυτά;». Ο καθείς και τα όπλα του, λέει ο Ελύτης. Ετσι ώστε ο κάθε άλλος να είσαι εσύ αντικρίζοντας το πρόσωπό σου στον καθρέφτη.
Εύη Καλογηροπούλου, σκηνοθέτρια
«Θα εξισορροπήσει την αντιπροσώπευση»
Από το 2014 τα Οσκαρ θέτουν κριτήρια διαφορετικότητας για το βραβείο καλύτερης ταινίας. Παρ’ όλο που αντιλαμβάνομαι τα εμπόδια που μπορεί να έχει ένα τέτοιο μέτρο, καθώς και τις ενστάσεις γύρω από αυτό, κατά κύριο λόγο θεωρώ ότι ένα τέτοιο εγχείρημα έχει θετικό πρόσημο. Ως γυναίκα μεγαλωμένη σε μια χώρα βαθιά πατριαρχική – κάτι που γίνεται αντιληπτό στην καθημερινότητα, σε όλα τα επίπεδα – δεν μπορώ παρά να πιστεύω ότι στο μέλλον τέτοιες πρωτοβουλίες θα βοηθήσουν στο να μη ζούμε πλέον σε μια κοινωνία διακρίσεων σε επίπεδο φύλου και φυλής.
Συμφωνώ με το μέτρο αυτό για τον ίδιο λόγο πού με πειράζει ότι στη Βουλή δεν υπάρχουν γυναίκες, ότι στην κυβέρνηση δεν υπάρχουν γυναίκες. Αλλωστε το ότι και στη Σχολή Καλών Τεχνών οι καθηγήτριες σχεδόν δεν υπάρχουν είναι δηλωτικό ότι στη χώρα μας η ύπαρξη γυναικών στους θεσμούς με το κριτήριο της ποσόστωσης 10/100 είναι μάλλον «αστεία».
Επίσης στον χώρο του κινηματογράφου οι σκηνοθέτριες έχουν πολύ μικρή ανάδειξη απέναντι στους άνδρες συναδέλφους τους. Οπότε αυτό το μέτρο της Ακαδημίας των Οσκαρ θα εξισορροπήσει την αντιπροσώπευση των γυναικών στους κυρίως ανδροκρατούμενους χώρους.
Στις αμερικανικές – και όχι μόνο – κινηματογραφικές παραγωγές μόνο τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μαύρους ηθοποιούς σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ενώ στο παρελθόν τούς βλέπαμε να εμφανίζονται μόνο σε βαθιά στερεοτυπικούς ρόλους όπως του σερβιτόρου ή του εργάτη. Παρ’ όλο που πολλοί δυσκολεύονται να αντιληφθούν πώς ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να βοηθήσει σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, σίγουρα τέτοιες πρωτοβουλίες σκοπεύουν στην εξισορρόπηση των καταστάσεων σε θέματα διακρίσεων και προκαταλήψεων. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η πατριαρχία και η κυριαρχία του λευκού άνδρα υπάρχει αιώνες και έχει ριζωθεί τόσο που οι αλλαγές πρέπει να είναι δραστικές καθώς έχουν να υπερβούν πολλά επίπεδα προκατάληψης και της ανάγκης για υπεροχή.
Αντώνης Κόκκινος, σκηνοθέτης
«Μπορεί να μετατραπεί σε λογοκρισία»
Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου στα μάτια μου είναι ταυτισμένη με την αντίστοιχη κινηματογραφική βιομηχανία, αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε «Χόλιγουντ», και που στόχο έχει το κέρδος. Κάθε φορά η οικονομική παράμετρος είναι αυτή που κυρίως προσδιορίζει τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες της προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Η συγκυρία των τελευταίων μηνών στις ΗΠΑ, με το αυξανόμενο κύμα βίας εναντίον των αφροαμερικανών και άλλων μειονοτικών ομάδων, αλλά και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ έχουν συσπειρώσει μια μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας στην οποία ταυτόχρονα ανήκει και το μεγαλύτερο ποσοστό των σινεφίλ.
Η Ακαδημία λοιπόν πήρε μια απόφαση πολιτικής ορθότητας για μεγαλύτερη συμμετοχή διαφόρων ομάδων στην κινηματογραφική παραγωγή.
Στην ουσία παραδέχεται ότι στην αμερικανική κοινωνία δεν ισχύει το αυτονόητο. Δηλαδή η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, οι ίδιες ευκαιρίες για όλους, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος, δέρματος, γλώσσας, σεξουαλικής προτίμησης κ.λπ. Εφόσον η κοινωνία δεν είναι ώριμη, οι «πεφωτισμένοι» αναλαμβάνουν να επιβάλλουν το σωστό.
Φοβάμαι ότι αυτή η επίδειξη πολιτικής ορθότητας είναι δυνατόν να μετατραπεί στο άμεσο μέλλον σε μια μορφή άγριας λογοκρισίας όπου διάφοροι «ινστρούχτορες» θα επιλέγουν και θα προωθούν αυτά που πιστεύουν ότι είναι για το καλό μας. Ιδιαίτερα στην τέχνη νομίζω ότι η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης είναι προϋπόθεση. Τελικά έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ανάγκη νέων κανονισμών που έρχονται εκ των άνω αλλά η διαμόρφωση μέσω της παιδείας ενός τρόπου σκέψης που ακυρώνει τους όποιους αποκλεισμούς γιατί εφαρμόζει από μόνη της τα αυτονόητα.
ΥΓ.: Βέβαια η συζήτηση γίνεται για μια χώρα με πολύ συγκεκριμένα κινηματογραφικά και ευρύτερα κοινωνικά δεδομένα. Υπάρχουν περιπτώσεις που η όποια πολιτική ορθότητα θα είχε να κάνει με αποκλεισμένους άλλων ομάδων. Παραδείγματος χάριν, σε όσους δεν ανήκουν στην κυρίαρχη κάθε φορά παρέα. Δεν θα έπρεπε δηλαδή και αυτοί να έχουν τη δική τους ποσόστωση στο μοίρασμα της πίτας; Λέμε τώρα!
Εύα Στεφανή, σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ
«Εκφράζει μια συλλογική ενοχή»
Η καλλιτεχνική αξία ενός έργου δεν αποτιμάται με γνώμονα την ανοχή του στο διαφορετικό.
Η θέσπιση κριτηρίων για τη διαφορετικότητα στο βραβείο καλύτερης ταινίας από την Ακαδημία των Οσκαρ είναι προσχηματική και εκφράζει τη συλλογική ενοχή μιας μη ανεκτικής κοινωνίας σε κάθε μορφής ετερότητα.