Δεν θα πρέπει η Ελλάδα να υπερεκτιμά την επιστροφή του Ορούτς Ρέις στην Αττάλεια διαμηνύει ο Αχμέτ Ουνάλ Τσεβικόζ, επικεφαλής σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής στο δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Τουρκία (CHP), αφήνοντας, έτσι, ανοιχτό το ενδεχόμενο προσχηματικής τακτικής από την πλευρά του Ερντογάν ενόψει του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 Σεπτεμβρίου. Παρότι ο έμπειρος διπλωμάτης και πρώην πρέσβης της Τουρκίας σε κομβικά πόστα θεωρεί την αποχώρηση του ερευνητικού σκάφους ένα πρώτο βήμα προς την αποκλιμάκωση, καλεί την Ελλάδα να προχωρήσει σε ανάλογο βήμα, υποδεικνύοντας ενδεχομένως πόσο αβέβαιη είναι ακόμη η κίνηση της Αγκυρας ως απτή ένδειξη αποκλιμάκωσης.
Ως βουλευτής σήμερα στο Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) διαχωρίζει το καθεστώς Ερντογάν από την προ-ευρωπαϊκή κοινή γνώμη της Τουρκίας και θεωρεί ότι με άλλη κυβέρνηση η Τουρκία θα επιδίωκε καλύτερη σχέση με την ΕΕ. Επιπλέον, τονίζει μέσω της συνέντευξής του στα «ΝΕΑ» ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των σχέσεων Τουρκίας – ΕΕ και Τουρκίας – Ελλάδας, ζητά από την ΕΕ να μην παίρνει το μέρος της Ελλάδας και να ακούσει και την Τουρκία, ενώ καλεί τους ευρωπαίους ηγέτες να μην προχωρήσουν σε επιβολή κυρώσεων.
Orus Reis και θαλάσσιες ζώνες
«Η επιστροφή του Ορούτς Ρέις στην Αττάλεια μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βήμα προόδου για την αποκλιμάκωση» λέει ο Ουνάλ Τσεβικόζ, αλλά προειδοποιεί ότι παρότι η επιστροφή του ερευνητικού σκάφους στην Αττάλεια αποδόθηκε σε μέτρα συντήρησης «υπάρχει κίνδυνος να ερμηνευθεί ως παραχώρηση», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι προσχηματική η κίνηση της τουρκικής ηγεσίας. «Η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να υπερεκτιμά αυτήν την εξέλιξη και πρέπει να αποφύγει τη χρήση προκλητικής ρητορικής. Είναι απαραίτητο, τώρα, να κάνει επίσης η ελληνική πλευρά ένα παρόμοιο βήμα για τη μείωση των εντάσεων».
Υιοθετεί τη θέση της τουρκικής ηγεσίας ότι δεν είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών το μοναδικό ζήτημα ενός διαλόγου, αναγνωρίζοντας, πάντως, ότι η τωρινή κρίση αφορά το θέμα αυτό. «Υπάρχει ευρύτερη ατζέντα. Στην πραγματικότητα, υπήρχε πάντα ευρύτερη ατζέντα. Αν και η τρέχουσα ένταση σχετίζεται με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν μακρά ιστορία διερευνητικών συνομιλιών από το 1998 για την ευρύτερη ατζέντα. Δυστυχώς, αυτές οι διερευνητικές συνομιλίες έχουν διακοπεί από το 2016. Τώρα, υπάρχει μια ευκαιρία να επαναληφθούν. Οι δύο χώρες είναι υποχρεωμένες να είναι αιώνιοι γείτονες σε αυτήν τη γεωγραφία, και πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα και σημασία στον διάλογο για την επίλυση των παρεξηγήσεων και των διαφορών στις απόψεις τους. Εάν μπορέσουν να ξαναρχίσουν τις διερευνητικές συνομιλίες, υποθέτω ότι θα εκλείψει επίσης η εμπρηστική ρητορική και οι σχέσεις καλής γειτονίας θα αναπτυχθούν ξανά» δηλώνει.
Η επιβολή κυρώσεων
Ανησυχεί, πάντως, έντονα για την πιθανότητα κυρώσεων κατά της Τουρκίας. «Υπάρχει κίνδυνος ορισμένα μέλη της ΕΕ να ασκήσουν πιέσεις για να επιβληθούν κυρώσεις κατά της Τουρκίας στη Σύνοδο Κορυφής. Δεν πρόκειται για έξυπνη κίνηση. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Τουρκία δεν αποτελείται από μια ενιαία γνώμη και από μια κυρίαρχη δύναμη που δυστυχώς τραβά την Τουρκία σε απομόνωση.
Ενα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Τουρκίας πιστεύει στο μέλλον των εποικοδομητικών και αμοιβαία επωφελών σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ. Αυτό το μέρος του πληθυσμού στην Τουρκία δεν πρέπει να αποξενωθεί. Η επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε φθίνουσες σχέσεις με την ΕΕ και αυτό θα ερμηνευόταν ως παράλογη τιμωρία κατά του λαού της Τουρκίας. Αυτή δεν είναι μια λογική προσέγγιση και θα την καταχραστούν περαιτέρω εκείνοι που δεν βλέπουν την αξία να υπάρχουν καλές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Δεν πρέπει να αφήσουμε αυτούς τους κύκλους να εκμεταλλευτούν τις κυρώσεις κατηγορώντας την Αθήνα και τις Βρυξέλλες ως αποδιοπομπαίους τράγους».
Ο ρόλος της ΕΕ
Σε αυτό το σημείο υπογραμμίζει γιατί πρέπει οι σχέσεις Τουρκίας – Ελλάδας και Τουρκίας – ΕΕ να αντιμετωπίζονται χωριστά. «Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι το αντίθετο θα είναι πιο επωφελές για τη χώρα και προσπαθεί να μετατρέψει τη διμερή διαμάχη σε μια διαμάχη Τουρκίας – ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ διανύουν δύσκολη περίοδο, αλλά θα πρέπει να ιδωθούν ξεχωριστά. Οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ πρέπει να αναθεωρηθούν από την άποψη των κριτηρίων της Κοπεγχάγης, από την άποψη ότι η Τουρκία δεν συμμορφώνεται με τις συνολικές καθολικές αξίες που κατοχυρώνονται στα βασικά θεμελιώδη της ΕΕ και ότι η Τουρκία δεν σέβεται το κράτος δικαίου.
Οι τουρκοελληνικές σχέσεις έχουν διαφορετική δυναμική» λέει. «Η ΕΕ θα πρέπει να αποφύγει να εμφανίζεται ότι παίρνει το μέρος της Ελλάδας» τονίζει, διότι η προσέγγιση αυτή «προκαλεί απώλεια εμπιστοσύνης από την τουρκική πλευρά», η ΕΕ «δεν ακούει τα τουρκικά επιχειρήματα» και «απομακρύνει την Τουρκία από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Κατά τον τούρκο βουλευτή «η ΕΕ δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενεργεί ως διαιτητής.
Θα πρέπει να προσπαθεί μόνο να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση των δύο πλευρών». Θεωρεί, πάντως, ταυτόχρονα τη γερμανική διαμεσολάβηση «υπεύθυνη και εποικοδομητική», κάνοντας λόγο αναφερόμενος εμμέσως στην Ανγκελα Μέρκελ για «απαραίτητη και αποτελεσματική σε περιόδους κρίσεων πολιτική και ηγετική δεινότητα».
Κατά τον Ουνάλ Τσεβικόζ η ευρωπαϊκή προοπτική εξακολουθεί να αποτελεί στόχο για την Τουρκία. Αλλά αμφιβάλει αν «είναι στόχος για την τρέχουσα διοίκηση στην Αγκυρα». Επεξηγεί ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πάνω από το 60% των Τούρκων πιστεύει στην ενίσχυση των σχέσεων με την ΕΕ. «Η Τουρκία δεν αποτελείται μόνο από την τρέχουσα διοίκηση στην Αγκυρα. Ο πληθυσμός της Τουρκίας πιστεύει στην κοσμική, δημοκρατική και ειρηνική Τουρκία που της αξίζει να ανήκει στη σύγχρονη οικογένεια των ευρωπαϊκών εθνών. Δεν πρέπει να αφήσουμε αυτήν την αποφασιστικότητα του κοινού να καταστραφεί» δηλώνει το στέλεχος του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος, που κατάφερε στις περυσινές τοπικές εκλογές να καταγράψει δύο ισχυρές νίκες, «κερδίζοντας» τους δήμους της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας με τους Ιμαμόγλου και Γιαβάς αντίστοιχα.