Κωμόπολη ελληνικής επαρχίας. Ενας εργοστασιάρχης, μεγάλο «πορτοφόλι» της περιοχής, περιφέρεται πληγωμένος γιατί η σύζυγός του τον εγκατέλειψε παίρνοντας μακριά τα παιδιά τους. Καταλήγει σε ένα σκυλάδικο στην ερημιά με το όνομα «Βιετνάμ». Ιδρώτας, καπνός, φτηνά αρώματα και ουίσκι, η μυρωδιά της Ελλάδας της ανάπτυξης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης του ΠΑΣΟΚ, της ΕΟΚ των πακέτων και των αγροτικών επιχορηγήσεων.
Πίνει και καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, αμίλητος, παρότι τον πλευρίζουν αμέσως οι άνθρωποι του μαγαζιού και τα κορίτσια του «κονσομασιόν». Επιτόπου κανονίζει να το αγοράσει. «Να το σπάσω θέλω». Βάζει το προσωπικό να ξηλώσει πλακάκια και τουαλέτες, φωνάζει συμβολαιογράφο και ένα γκρέιντερ, βγάζει έξω την ορχήστρα και την τραγουδίστρια, Μαίρη Μαράντη.
Κόβει το τσεκ. «Να ‘χουμε να γκρεμίζουμε». Με ένα σήμα του αρχίζουν τα όργανα. «Ολα τα βλέπω σκοτεινά και μπερδεμένα, λες και με βρήκαν όλες οι καταστροφές». Λούζει τη γραβάτα του με ποτό και ανάβει με τον αναπτήρα. «Και η ζωή μου πήρε ανάποδες στροφές». Βάζει φωτιά στο σακάκι και το πετάει σαν φυλακισμένος που σκίζει τα δεσμά του. «Θα πάρω φόρα» κι αρχίζει το ζεϊμπέκικο. «Ρίχ’ το, Ηλία». «Θα τα γκρεμίσω». «Ηλία, ΡΙΧ’ ΤΟ».
Λίγες σκηνές όσο αυτή της ταινίας «Ολα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη έχουν «πιάσει» το νόημα αυτής της ακραίας ελληνικής ψυχικής κατάστασης που λέγεται «πληγωμένη καψούρα στα μπουζούκια», ενώ ταυτόχρονα πετυχαίνει, μέσα σε 40 μόλις λεπτά, μια αποτύπωση της επαρχίας της δεκαετίας του ’90, με τις λεπτές ταξικές αναφορές στη γλώσσα που κοντράρονται με τον απολύτως αταξικό πόνο της μοναξιάς, στον οποίο, τελικά, καταλήγουμε να είμαστε όλοι ίδιοι.
«Είκοσι τρία χρόνια έχουν περάσει από την ταινία. Ζει ακόμη!» λέει ο Γιώργος Αρμένης στα «ΝΕΑ», «στον δρόμο με σταματούν και μου φωνάζουν «Ηλία, Ρίχ’ το». Πολλοί δεν ξέρουν καν ποιος είμαι. Πως είμαι ηθοποιός τόσα χρόνια. Αισθάνομαι χαρά. Σκέφτομαι πως η ταινία και η σκηνή μας ζει ακόμη, γιατί ο καθένας μας θέλει να ζήσει ελεύθερος. Εχει χτυπήσει στον λαϊκό άνθρωπο. Για να είμαι πιο ακριβής, στον κονομημένο λαϊκό άνθρωπο. Ο Ντίνος Κατσουρίδης που έκανε το μοντάζ της ταινίας, τότε, είπε στον Παντελή να κάνει το τρίτο μέρος αυτοτελή ταινία 10 λεπτών. Πιστεύω πως είχε δίκιο ο Παντελής που το κράτησε έτσι, είναι σφιχτό, δυνατό».
Οχι τυχαίος οίκος ανοχής
Ως απόδειξη της διαχρονικότητάς της, η σκηνή αναβίωσε προ ημερών στη Λάρισα, στην κατεδάφιση ενός οίκου ανοχής. Ή μάλλον, όχι ενός τυχαίου οίκου ανοχής, αφού λειτουργούσε επί 60 σχεδόν χρόνια στο ίδιο σημείο κοντά στο κέντρο της πόλης, αγκαλιάζοντας, χωρίς διακρίσεις, επιθυμίες και ανεκπλήρωτους πόθους, συμμετέχοντας σε χαρές και λύπες, καταπραΰνοντας πόνους σωματικούς και ψυχικούς. Κάποιοι νόμιζαν ότι είναι ένα τρολαρίστικο happening για τα κοινωνικά δίκτυα, όμως το κίνητρο του εμπνευστή του ήταν πιο τρυφερό: «Ηταν τελείως αυθόρμητο, επειδή είμαι εξωστρεφής και μου αρέσει η ταινία. Μέσα σε μια μέρα έκλεισα και την ορχήστρα», είπε στα «ΝΕΑ» ο ιδιοκτήτης του ακινήτου Θωμάς Γεωργιάδης, κτηνίατρος στο επάγγελμα. «Η κατεδάφιση έπρεπε να γίνει – μιας και οι οίκοι ανοχής έχουν μεταφερθεί εκτός κέντρου – κι ήθελα να κάνω κάτι με κέφι για να τιμήσω τις εργαζόμενες που έχουν γράψει ιστορία στην πόλη» εξηγεί, προσθέτοντας ότι ήξερε εκ των προτέρων ότι κάποιοι δεν θα το καταλάβουν.
«Ηθελα να κάνω κάτι τιμητικό», επιμένει, εξηγώντας απέναντι σε όλα τα πουριτανικά ταμπού ή τα εφηβικά χοντροκομμένα αστειάκια πως τα τόσα χρόνια που τις γνωρίζει, γι’ αυτόν είναι οι καλές νοικάρισσές του και μια από τις παλιότερες επιχειρήσεις της Λάρισας. Εχει να λέει ιστορίες δε από την τιμιότητα, την ευγένεια και την καλοψυχία τους – χώρια τις υπηρεσίες σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που είχαν προσφέρει μερικές γενιές εργαζομένων σε μερικές γενιές Λαρισαίων κι αυτό, ναι, εκφέρεται με όλη τη σοβαρότητα που του αξίζει. Το κτηνιατρείο και τον οίκο ανοχής τα ένωνε μάλιστα η φιλοζωία κι η φροντίδα που πρόσφεραν οι κυρίες στα αδέσποτα της γειτονιάς.
Γιατί ειδικά αυτός ο αποχαιρετισμός; Αν όχι αυτός, ποιος; Κι αν όχι με το «Βιετνάμ», με τι; Σάμπως δεν στέγασαν πορνεία και σκυλάδικα πίκρες από έρωτα και σεξ με ξένα κορμιά ως εκδίκηση; Μήπως δεν χύθηκαν εκεί δάκρυα αντρών που έκρυβαν στα χρωματιστά φώτα τις αδυναμίες τους μπροστά σε γυναίκες που ποτέ, ίσως, δεν θα ξανάβλεπαν; Λέτε να μην απελευθερώθηκαν ντροπές κι ανασφάλειες, κορμιά τσακισμένα που ζητούσαν λίγη προσοχή; Δεν πληρώθηκαν εκεί ψευδαισθήσεις με τίμιο αγροτικό εισόδημα;
Ηταν, άλλωστε, και ο οίκος ανοχής της Λάρισας και το φανταστικό κέντρο του Βούλγαρη δύο ναοί των λαϊκών παθών. Κι οι ναοί αυτοί πρέπει να πέφτουν τελετουργικά. Με χορό. Καλύτερα έτσι παρά να σε προδώσουν. «Η σκηνή του γκρεμίσματος γυρίστηκε σε ένα χωράφι στο Κιλκίς και το υπόλοιπο σε ένα νυχτερινό κέντρο στην οδό Λαγκαδά στην Θεσσαλονίκη. Λεγόταν «Ζυγός»», αφηγείται ο Γιώργος Αρμένης. «Μετά από έναν χρόνο πήγα με το Εθνικό Θέατρο και τις «Νεφέλες» στη Θεσσαλονίκη. Μου ζήτησαν τα κορίτσια της παράστασης να τα πάω στο σκυλάδικο. Τα πήγα, αλλά αυτό είχε αλλάξει. Το είχαν βάψει, είχαν αλλάξει ντεκόρ. Χάρηκε πολύ ο ιδιοκτήτης που με είδε, αν και τον ρώτησα χαμογελώντας: Γιατί το χαλάσατε;».