Με τα κρούσματα COVID-19 να αυξάνονται ξανά σε μια σειρά από χώρες, επανέρχεται και η συζήτηση για το εάν χρειάζονται ή όχι νέα «οριζόντια» περιοριστικά μέτρα ή ακόμη και lockdown για να μπορέσει να ανακοπεί η διασπορά του ιού.
Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει και η συζήτηση μεταξύ των επιδημιολόγων και των ειδικών στη δημόσια υγεία για το εάν αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση, ιδίως από τη στιγμή που πια ξέρουμε πολύ καλά το οικονομικό και κοινωνικό κόστος που είχαν τα περιοριστικά μέτρα και τα lockdown κατά τη διάρκεια του «πρώτου κύματος» της πανδημίας.
Μεγάλη Βρετανία: ανταλλαγές επιστολών μεταξύ επιδημιολόγων
Η χώρα που αυτή η αντιπαράθεση βγήκε με τον πιο έντονο τρόπο ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Αφορμή ήταν η επιστολή που έστειλαν καθηγητές που προέρχονται τόσο από τις βιοεπιστήμες όσο και από άλλους κλάδους προς τον βρετανό πρωθυπουργό Μπορίς Τζόνσον, τον υπουργό Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ, τον επικεφαλής επιστημονικό σύμβουλο της βρετανικής κυβέρνησης Σερ Πάτρικ Βάλανς και τους επικεφαλείς των υπηρεσιών υγείας Αγγλίας, Ουαλίας, Σκοτίας και Βόρειας Ιρλανδίας.
Την επιστολή συνέταξαν η Καθηγήτρια Σουνέτρα Γκούπτα, επιδημιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Καθηγητής Καρλ Χένεγκαν, επίσης από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Καθηγητής Κάρολ Σίκορα από το Πανεπιστήμιο του Μπίρμινχαμ και ο Σαμ Ουίλιαμς από το Economic Insight, ενώ την συνυπογράφουν άλλοι 28 πανεπιστημιακοί καθηγητές και ειδικοί.
Η επιστολή υποστηρίζει ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, που προσανατολίζεται σε νέα «οριζόντια» μέτρα, είναι αναντίστοιχη προς το «προφίλ κινδύνου» του COVID-19. Υποστηρίζουν ότι ο κεντρικός στόχος, που είναι ο ριζικός περιορισμός (suppression) του ιού μέχρι να υπάρξει το εμβόλιο, είναι ανεφάρμοστος και έχει κόστος που υπερκαλύπτει τα όποια οφέλη.
Αντίθετα, η συγκεκριμένη ομάδα ειδικών επιμένει ότι χρειάζονται περισσότερο στοχευμένα μέτρα που να προστατεύουν τους περισσότερο ευπαθείς, ξεκινώντας από χώρους όπως τα γηροκομεία.
Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι σε αντίθεση με τον Μάρτιο, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ένας σαφής ορίζοντας για τα μέτρα και στέκονται στο ότι πια ξέρουμε ότι ο κίνδυνος θανάτου από COVID-19 συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ηλικία και με υποκείμενα νοσήματα. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, σημαίνει στοχευμένα μέτρα σε συγκεκριμένες ηλικίες και κατηγορίες και όχι μέτρα που να αφορούν με τον ίδιο τρόπο το σύνολο του πληθυσμού. Αναφέρουν μάλιστα ως παράδειγμα τη Γερμανία που παρότι στις ηλικίες άνω των 70 έχει την ιδία αναλογία θανάτων προς επιβεβαιωμένα κρούσματα με την υπόλοιπη Ευρώπη, εντούτοις έχει μικρότερη συνολική θνησιμότητα επειδή έχει μπορέσει να περιορίσει σημαντικά τα κρούσματα στους άνω των 70.
Ταυτόχρονα επισημαίνουν ότι μία από τις βασικές αρνητικές επιπτώσεις των οριζόντιων περιοριστικών μέτρων που είναι η καθυστέρηση σε διαγνωστικές εξετάσεις για καρκίνους μεσοπρόθεσμα μπορεί να σημαίνει σημαντικό αριθμό θανάτων.
Η απάντηση: δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε μέτρα μόνο για τους ευπαθείς
Η απάντηση στην επιστολή της Γκούπτα, που εδώ και καιρό έχει εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για την ασκούμενη πολιτική, και τους συναδέλφους της θα έρθει από μια επιστολή με τους ίδιους αποδέκτες που θα την συντάξει η Τρίσα Γκρέναλγκ, Καθηγήτρια Πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και θα την συνυπογράφουν 22 καθηγητές πανεπιστημίου.
Η επιστολή αυτή εκφράζει τη διαφωνία της με μια λογική επικέντρωσης μόνο στις ευπαθείς ομάδες. Υποστηρίζει ότι η πανδημία έχει θανάτους και αρνητικές επιπτώσεις σε όλες τις ηλικακές και κατηγορίες και ένας σημαντικός αριθμός νέων και υγειών ασθενών θα έχει προβλήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπογραμμίζει ότι η κοινωνία είναι ένα ανοιχτό σύστημα και δεν μπορεί εύκολα να απομονωθεί ένα τμήμα της ώστε να προστατευθεί, ενώ τονίζουν ότι δεν μπορεί να τεθεί ένας στόχος «ανοσίας της αγέλης», γιατί δεν γνωρίζουμε πώς λειτουργεί η ανοσία σε όσους έχουν νοσήσει από COVID-19.
Έχει ενδιαφέρον ότι η επιστολή αυτή δεν ορίζει ως ορίζοντα των μέτρων το εμβόλιο αλλά παραπέμπει περισσότερο σε μια περίοδο διαρκών προσαρμογών της ζωής στην πραγματικότητα της πανδημίας, ενώ υποστηρίζουν ότι αναγκαστικά οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται και με δεδομένο ένα βαθμό αβεβαιότητας.
Διαφωνίες στην αμερικανική αριστερά
Το περιοδικό Jacobin και η ιστοσελίδας Jacobinmag.com είναι από τα βασικά σημεία αναφοράς της αμερικανικής αριστεράς, έχοντας εκτός όλων των άλλων στηρίξει και την καμπάνια του Σάντερς αλλά και την αναγέννηση του κόμματος Democratic Socialists of America.
Στις 19 Σεπτεμβρίου δημοσίευσε μια συνέντευξη δύο καθηγητών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, της Κάθριν Γι, βιολόγου και επιδημιολόγου και του καθηγητή ιατρικής Μάρτιν Κούλντορφ, και οι δύο με σαφώς αριστερές πολιτικές τοποθετήσεις.
Η συνέντευξη είχε τίτλο «Χρειαζόμαστε μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση στην πανδημία και την οικονομία μας συνολικά» και προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γιατί αμφισβητούσε τη λογική των λοκντάουν.
Ειδικότερα η Γι υποστήριξε σε αυτή τη συνέντευξη ότι χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση αντί να επικεντρώνει στο μη ρεαλιστικό στόχο γενικά να αποτρέψει τη μόλυνση να επικεντρώνει στην προσπάθεια να περιορίζει τις περιπτώσεις σοβαρής νόσησης και άρα θανάτου και σταδιακά να οικοδομεί ανοσία αγέλης, επιμένοντας ότι ανοσία αγέλης δεν σημαίνει «να μην κάνουμε τίποτα» και να αφήσουμε την πανδημία να εξελιχθεί με αποτέλεσμα μαζικούς θανάτους ηλικιωμένων και ευπαθών, αλλά μια διαδικασία που μπορούμε να τη διαχειριστούμε προστατεύοντας τους ευάλωτους. Την ίδια ώρα υπογράμμισε τους κινδύνους από το να υποχωρεί το ποσοστό ελέγχων για άλλες ασθένειες, ενώ επεσήμανε ότι τα λοκντάουν συνεπάγονται μεγάλο αριθμό απωλειών θέσεων εργασίας.
Από τη μεριά του ο Κούλντορφ, που είναι Σουηδός, υποστήριξε ότι είναι προβληματικό που η φράση «ανοσία αγέλης» έχει αποκτήσει και ότι το βασικό είναι να συζητήσουμε πώς θα έχουμε τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Παραδέχτηκε ότι στη Σουηδία υπήρξε σοβαρό πρόβλημα με τα γηροκομεία, ιδίως στο Στοκχόλμη, όμως επεσήμανε ότι πλέον οι ΗΠΑ έχουν χειρότερες στατιστικές από αυτές της Σουηδίας. Και αυτός τοποθετήθηκε κατά των λοκντάουν, επισημαίνοντας ότι «στην πράξη προστατεύουμε χαμηλού κινδύνου φοιτητές και νεαρούς επαγγελματίες που μπορούν να εργαστούν από το σπίτι, σε βάρος υψηλού κινδύνου ανθρώπων της εργατικής τάξης που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πάνε να εργαστούν οδηγώντας σε συνολικά περισσότερους θανάτους».
Τη γενική θέση την ανακεφαλαιώνει η Γι όταν υποστηρίζει ότι: «οι προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να υποστηρίζουν μια βιώσιμη κοινοτική προσέγγιση που να καθοδηγείται από τη γνώση ότι ο ιός θα διασπείρεται μέχρις ότου επιτευχθεί ανοσία αγέλης, αναγνωρίζει την ανάγκη για αυστηρή προστασία των ευπαθών προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι θάνατοι και αναγνωρίζει τη ζημιά που προκαλούν άγαρμπα οριζόντια λοκντάουν που έχουν δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις σε εργάτης και όσους δεν είναι λευκοί».
Η συνέντευξη αυτή προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στην αμερικανική αριστερά, καθώς θεωρήθηκε ότι συντονίζεται με τις τοποθετήσεις ορισμένων εκ των επιστημόνων συμβούλων του Τραμπ όπως ο Σκοτ Άτλας που είναι μέλος της task force του αμερικανού προέδρου. Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις βασικές κριτικές που κάνει τόσο το Δημοκρατικό Κόμμα όσο και μεγάλο μέρος της αριστεράς είναι ότι ο Τραμπ υποτίμησε την πανδημία, δεν πήρε έγκαιρα περιοριστικά μέτρα και έσπευσε να ανοίξει την οικονομία νωρίτερα.
Αυτό έχει οδηγήσει και σημαντικό μέρος της αμερικανικής αριστεράς να τείνει θετικά προς τα περιοριστικά μέτρα και να είναι πολύ επιφυλακτικό προς οποιαδήποτε τοποθέτηση αμφισβητεί τα «οριζόντια» μέτρα μέχρις ότου έρθει το εμβόλιο. Αυτό αποτυπώνεται στην αντιμετώπιση ως επικίνδυνης κάθε στρατηγικής για «ανοσία αγέλης» και στην έμφαση ότι ο κίνδυνος αφορά ένα ευρύ φάσμα ηλικιών και άρα δεν μπορούν να υπάρξουν μέτρα που να αφορούν κυρίως ευπαθείς ομάδες και τους ηλικιωμένους. Όλα αυτά, βέβαια, δεν είναι άσχετα με την πόλωση που αναπτύσσεται συνολικά στις ΗΠΑ ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου και την τάση να αντιμετωπίζεται κάθε θέμα υπό το βάρος αυτής της πόλωσης.