Νέο μοντέλο για τις συντάξεις με αιχμή του δόρατος τις αλλαγές στις επικουρικές φέρνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, το οποίο αναμένεται το πρώτο εξάμηνο του 2021. Στο επίκεντρο των αλλαγών θα είναι ο δεύτερος πυλώνας του σημερινού συστήματος, δηλαδή το κομμάτι των επικουρικών συντάξεων και η σταδιακή μετατροπή του διανεμητικού χαρακτήρα του σε κεφαλαιοποιητικό, με τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του και την εποπτεία κρατικού φορέα. Αρμόδιες πηγές αναφέρουν πως το νέο σχέδιο θα βασίζεται στο παράδειγμα του σουηδικού μοντέλου.
Πρόκειται στην ουσία για έναν «κουμπαρά» νέων ασφαλισμένων, ένα δημόσιο Ταμείο υπό την επίβλεψη ενός κρατικού φορέα που θα δημιουργηθεί για αυτόν τον σκοπό, ενώ όταν έρθει η στιγμή της συνταξιοδότησης, το χαρτοφυλάκιο αυτών των επενδύσεων θα μετατρέπεται σε ισοδύναμη σύνταξη, η οποία θα προστίθεται στη σύνταξη από τον πρώτο πυλώνα. Το νέο σύστημα θα καλύψει τους νεότερους ασφαλισμένους, καθώς για τους παλαιότερους θα συνεχίσουν οι υφιστάμενες ρυθμίσεις. Ουσιαστικά, με το νέο σύστημα κάθε ασφαλισμένος που θα συμμετέχει θα αποταμιεύει στον ατομικό του «κουμπαρά» και αυτές οι αποταμιεύσεις θα επενδύονται σε συγκεκριμένους τομείς με επιλογή του ασφαλισμένου, υπό την επίβλεψη του κρατικού φορέα. Ο κάθε εργαζόμενος θα καταβάλλει για τη δική του σύνταξη τις εισφορές που αναλογούν στον μισθό του και θα διαθέτει τον δικό του ατομικό λογαριασμό. Ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει την ηλικία αξιοποίησης των ποσών από τον «κουμπαρά», αναλόγως των αποδόσεων, ανεξαρτήτως του γενικού ορίου ηλικίας που θα ισχύει τότε. Τα χρήματά του θα επενδύονται, βάσει της στρατηγικής που ο ίδιος έχει επιλέξει, ανάμεσα σε τρία επενδυτικά προϊόντα χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου.
Μιλώντας σε διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών, ο νέος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνος Τσακλόγλου περιέγραψε τις βασικές γραμμές στις οποίες θα κινείται το νέο σύστημα. Διευκρίνισε πως μετά τις σχεδιαζόμενες αλλαγές το κύριο κομμάτι του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή ο πρώτος πυλώνας, θα παραμείνει διανεμητικό, τονίζοντας πως η σταδιακή μετατροπή του συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό αφορά τις επικουρικές συντάξεις. Ο Τσακλόγλου επεσήμανε ότι η περιρρέουσα άποψη μεταξύ των νέων είναι ότι πάρα πολλοί πιστεύουν ότι δεν θα πάρουν σύνταξη, με αποτέλεσμα να απαξιώνεται το ασφαλιστικό σύστημα και να ενισχύεται η μαύρη εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως τόνισε, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στο να αποκατασταθεί η σχέση εμπιστοσύνης.
«Να κάνουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη των νέων εργαζομένων», είπε. Αναφέρθηκε στο «κλειδί της συναίνεσης», φέρνοντας ως παράδειγμα τη Σουηδία, όπου υπήρξε εξαντλητικός διάλογος και ψηφίστηκε με πάνω από το 80% του κοινοβουλίου. «Η άσκηση δεν είναι εύκολη, αλλά αξίζει τον κόπο να τολμήσουμε, για την ευημερία των νεότερων γενεών», υπογράμμισε. Πρόσθεσε πως τα πλεονεκτήματα του νέου κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι τέσσερα: αποταμίευση και επενδύσεις, διαφοροποίηση κινδύνου, αύξηση αποδόσεων (υψηλότερες συντάξεις) για νέους συνταξιούχους και αποκατάσταση εμπιστοσύνης προς το Ασφαλιστικό και αποθάρρυνση της αδήλωτης εργασίας. Σύμφωνα με τον υφυπουργό, το υφιστάμενο αμιγώς διανεμητικό σύστημα – τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις – δεν ευνοεί τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Τόνισε ότι είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον «δημογραφικό κίνδυνο» (γήρανση του πληθυσμού / υπογεννητικότητα), ενώ έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη των νέων προς αυτό.
Ο τρόπος χρηματοδότησης και τα στοιχήματα
Οι συσκέψεις της ειδικής ομάδας υπό τον νέο υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι συνεχείς προκειμένου να γίνουν οι μελέτες τεκμηρίωσης, αφού το νομοσχέδιο, όταν θα βγει σε δημόσια διαβούλευση, πέραν των σχετικών διατάξεων, θα συνοδεύεται από εκθέσεις για την ανάπτυξη, τη βιωσιμότητα του χρέους και φυσικά την αναλογιστική μελέτη. Ο δρόμος αναμένεται μακρύς πριν φτάσει στη Βουλή, καθότι η δημόσια διαβούλευση είναι απαραίτητη, όπως και ο διάλογος με τους φορείς και τα πολιτικά κόμματα. Το δύσκολο κομμάτι του εγχειρήματος είναι η μορφή της χρηματοδότησης, αφού το «αγκάθι» για το σχέδιο της νέας επικουρικής είναι το πολύ υψηλό κόστος μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, το οποίο τα πρώτα χρόνια είναι χαμηλό και κλιμακώνεται μετά την πρώτη 10ετία. Το ότι οι εργαζόμενοι θα ασφαλίζονται στο νέο Ταμείο θα μειώσει τους πόρους του ισχύοντος συστήματος επικουρικής ασφάλισης, με την κυβέρνηση ωστόσο να διαβεβαιώνει ότι υπάρχουν τρόποι να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση για την κάλυψη του κενού, διασφαλίζοντας τις καταβαλλόμενες συντάξεις. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει την υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ, ενώ τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τον Πάνο Τσακλόγλου, οι πηγές χρηματοδότησης της νέας μετάβασης είναι τρεις, αν και ακόμα είναι υπό εξέταση οι λεπτομέρειες των τριών αυτών αξόνων. Αυτές είναι η μεγέθυνση της οικονομίας, δηλαδή το «δημοσιονομικό μέρισμα», η αξιοποίηση των πόρων υφιστάμενων φορέων (π.χ. ΑΚΑΓΕ) και φυσικά ο προϋπολογισμός ως ένδειξη διαγενεακής αλληλεγγύης.
Ο πρώην υπουργός Εσωτερικών και καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης, μιλώντας στο ίδιο πάνελ της διαδικτυακής συζήτησης του Κύκλου Ιδεών, τόνισε πως «σημαντικό θέμα για το Ασφαλιστικό είναι το πώς το σημερινό διανεμητικό σύστημα θα συμπληρωθεί με μια κεφαλαιοποιητική διάσταση σε ό,τι αφορά τις επικουρικές συντάξεις». Υπογράμμισε ότι «όταν οι μεγάλες λύσεις δεν υπάρχουν πια, ακόμα και οι επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις έχουν τη σημασία τους. Και η προσθήκη της κεφαλαιοποίησης, για λόγους που σχετίζονται με τη γενικότερη αναξιοπιστία στο Ασφαλιστικό, μπορεί να αποτελεί μια σημαντική συμπλήρωση».