Οι χώρες δεν θα πρέπει να προχωρήσουν σε χαλάρωση των μέτρων για τον περιορισμό της διασποράς του κοροναϊού, αν δεν πληρούν πέντε συγκεκριμένα κριτήρια, σύμφωνα με το ιατρικό περιοδικό The Lancet.
Τα πέντε προαπαιτούμενα, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε την Πέμπτη, είναι:
1) Η πλήρης γνώση της επιδημιολογικής κατάστασης της χώρας
2) H εμπλοκή της κοινότητας
3) Η κατάσταση της δημόσιας υγείας
4) Η επάρκεια του συστήματος υγείας
5) Οι συνοριακοί έλεγχοι
Η μελέτη βασίστηκε στο παράδειγμα εννέα χωρών και περιοχών, οι οποίες έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβάλει στους πολίτες τους: το Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα, τη Γερμανία, τη Νορβηγία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι μελετητές διαπίστωσαν ότι πολλές κυβερνήσεις δεν διέθεταν τα απαραίτητα κριτήρια προκειμένου να αποφύγουν νέα κύματα μόλυνσης, όπως έγινε στην Ισπανία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα. Στις περιπτώσεις όπου βλέπουμε αναζωπύρωση του αριθμού των κρουσμάτων, οι χώρες έχουν ‘ανοίξει’ υπερβολικά νωρίς», λέει στο CNNi ο Μάρτιν Μακί, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και καθηγητής Ευρωπαϊκής Δημόσιας Υγείας στο Λονδίνο.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, απαραίτητο επίσης για την ασφαλή επιστροφή μιας χώρας στην κανονικότητα είναι ένα σύστημα αποτελεσματικού εντοπισμού, ελέγχου, ιχνηλάτησης, απομόνωσης και στήριξης των κρουσμάτων κοροναϊού.
Καμιά χώρα δεν τα πάει καλά…
«Καμία χώρα δεν τα πάει καλά σε αυτόν τον τομέα, βασικά… η Αγγλία τα πάει πολύ άσχημα. Ούτε όμως και η Ισπανία και η Γαλλία τα πάνε περίφημα», συνεχίζει ο καθηγητής.
Η μελέτη θεωρεί ότι κάθε απόφαση για ελάφρυνση των μέτρων πρέπει να βασίζεται σε έναν συνδυασμό της επιδημιολογικής κατάστασης και των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών των περιορισμών.
Όποια απόφαση κι αν πάρουν, συνεχίζει η μελέτη, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες για τους στόχους τους και διαυγείς στον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Η πορεία της ασθένειας
Η μελέτη βρήκε ότι χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Νορβηγία και η Ισπανία, καταφεύγουν στη γνώμη των ειδικών προκειμένου να αποφασίσουν πώς θα χαλαρώσουν τους περιορισμούς, χωρίς να λαμβάνουν δημόσια κριτήρια.
Άλλα κράτη, ανάμεσα στα οποία η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Νότια Κορέα και σε κάποιες περιπτώσεις στη Βρετανία, άρουν ή ξαναεπιβάλλουν περιορισμούς στη βάση των επιδημιολογικών δεδομένων.
Στη Γερμανία, οι τοπικές Αρχές είναι επιφορτισμένες να άρουν τους περιορισμούς που επιβάλλονται με βάση ένα «μηχανισμό έκτακτης ανάγκης», σύμφωνα με τον οποίο οι περιοχές όπου εντοπίζονται πάνω από 50 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους για επτά συνεχόμενες ημέρες τίθενται σε lockdown.
Παρόμοια στρατηγική έχει το Χονγκ Κονγκ, ενώ η Νέα Ζηλανδία έχει ένα σύστημα εγρήγορσης τεσσάρων επιπέδων. Επίπεδα ετοιμότητας διαθέτουν επίσης η Σιγκαπούρη, η Νότια Κορέα και η Βρετανία, ωστόσο δεν υπάρχει αυτονόητη σύνδεση με συγκεκριμένα μέτρα ενώ, σύμφωνα με τη μελέτη «δεν είναι ξεκάθαρο ποιο είναι το σύστημα που χρησιμοποιεί το βρετανικό σύστημα».
Οι ερευνητές εντόπισαν ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία οι χώρες δεν πρέπει να ξανανοίξουν προτού αποκτήσουν ένα υψηλής ποιότητας σύστημα επιφυλακής και επιβεβαιώσουν ότι υπάρχει σοβαρή συγκράτηση των μολύνσεων, συχνά υποτιμάται.
Λεπτομερή δεδομένα σε πραγματικό χρόνο είναι απαραίτητα για τον ακριβή υπολογισμό του επιπέδου της μετάδοσης σε μία περιοχή προκειμένου να καθορίσουν τον τρόπο επιστροφής μιας χώρας σε μια σχετική κανονικότητα, λέει η έρευνα.
Αξιόπιστες συμβουλές
Για να «ανοίξει» και πάλι μια χώρα με ασφάλεια, οι κοινότητες πρέπει να «εμπλέκονται και να ενθαρρύνονται σε αυτοπροστασία» ενώ οι συμβουλές πρέπει να είναι «αξιόπιστες και συνεπείς», ιδιαίτερα για τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς.
Παρόλα αυτά, τα μηνύματα σχετικά με την ασφάλεια της κοινωνικής αποστασιοποίησης, της χρήσης της μάσκας και της τηλεργασίας υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις συγκεχυμένα ή και αυτό-αναιρούμενα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οι πολίτες να εμφανίζουν έλλειψη εμπιστοσύνης και στήριξης των μέτρων, αναφέρουν οι επιστήμονες.
«Μέχρι ένα σημείο, μπορείς να χωρίσεις τις χώρες σε δύο κατηγορίες: εκείνες της πανδημίας και εκείνες του SARS/MERS. Ο τρόπος σκέψης των ασιατικών χωρών, ήταν βασικά αυτός: πρόκειται για μια ασθένεια που πρέπει να διαχειριστούμε, διαφορετικά θα εξελιχθεί πολύ άσχημα.
Αντίθετα, οι δυτικές χώρες αντιμετώπισαν την πανδημία περισσότερο ως ‘δεν χρειάζεται να ανησυχούμε υπερβολικά’», λέει ο Μακί.
Στη Βρετανία οι πρώτες ιχνηλατήσεις έγιναν μέσω τηλεφωνικών επαφών και είχαν «μικρή επιτυχία».
Αντίθετη η Νότια Κορέα χρησιμοποίησε ιατρικούς φακέλους, συναλλαγές πιστωτικών καρτών, GPS και κάμερες ασφαλείας ενώ το Χονγκ Κονγκ βασίστηκε στα υπερκομπιούτερ της αστυνομίας.
Πλέον πολλές χώρες χρησιμοποιούν τηλεφωνικές εφαρμογές.
Κριτήριο όμως πρέπει να αποτελεί και η ικανότητα κάθε χώρας να ανταποκριθεί ιατρικά στις απαιτήσεις μιας πανδημίας.
Σε κάποιες χώρες, οι ελλείψεις σε αναπνευστήρες και ΜΕΘ ανάγκασαν τους γιατρούς να πάρουν δύσκολες αποφάσεις, ενώ το υγειονομικό προσωπικό χωρών κατέληξε να εργάζεται χωρίς την κατάλληλη προστασία: σύμφωνα με την έρευνα περισσότερο από το 10% των κρουσμάτων στην Ισπανία προερχόταν από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
Αυστηροί έλεγχοι
Το παράδειγμα των πέντε χωρών Ασίας – Ειρηνικού, εξάλλου, τονίζει την ανάγκη εφαρμογής αυστηρών συνοριακών ελέγχων, με το Χονγκ Κονγκ, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σιγκαπούρη να κρατούν τα σύνορά τους κλειστά για τους περισσότερους επισκέπτες και να εφαρμόζουν 14ήμερη καραντίνα για τους υπόλοιπους, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες κράτησαν ανοικτά κάποια σύνορα την ώρα που διενεργούσαν τεστ με αργούς ρυθμούς.
Αν και πολλές χώρες βρίσκονται εν μέσω «δεύτερου κύματος», οι συντάκτες της μελέτης λένε ότι δεν είναι αργά για να μάθουν από τα παθήματα του παρελθόντος. Αντίθετα, η μελέτη υποστηρίζει ότι «οι χώρες πρέπει να σχεδιάζουν και να προετοιμάζονται για το χειρότερο σενάριο».
Προκειμένου να αποφύγουν μια επιστροφή σε ένα πλήρες lockdown, λέει η μελέτη, τα κράτη χρειάζονται ένα ξεκάθαρο και διάφανο σχέδιο με τα κριτήρια για το πέρασμα στην επόμενη φάση και τα μέτρα που αυτό περιλαμβάνει.
Οι χώρες χρειάζονται επίσης ένα στιβαρό σύστημα για να ελέγχουν στενά την επιδημιολογική κατάσταση: αποτελεσματικό έλεγχο, εντοπισμό, ιχνηλάτηση, απομόνωση και στήριξη των κρουσμάτων ενώ οι κοινότητες πρέπει να εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, υπογραμμίζουν οι συντάκτες.
Για να γίνει βέβαια κάτι τέτοιο, καταλήγει η έρευνα, είναι απαραίτητο τα συστήματα αυτά να υποστηρίζονται από συνεχείς επενδύσεις σε εγκαταστάσεις υγείας, προμήθειες και εργατικό δυναμικό – όπως άλλωστε συνιστούν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.