Xωρίς απαγγελία κατηγοριών και χωρίς να απολογηθούν οι κατηγορούμενοι, λόγω μη στοιχειοθέτησης της κατηγορίας της λαθρεμπορίας, που αρχικά τους είχε αποδοθεί έκλεισε και ο δεύτερος ανακριτικός κύκλος για τον ιδιοκτήτη αλυσίδας ενεχυροδανειστηρίων Ριχάρδο Μυλωνά και τους 62 συγκατηγορουμένους του.
Η δικογραφία μετά την εξέλιξη αυτή διαβιβάστηκε στο δικαστικό συμβούλιο για την έκδοση βουλεύματος με βάση το οποίο οι δικαστές θα αποφαίνονται οριστικά για την παραπομπή ή την απαλλαγή των κατηγορουμένων.
Συγκεκριμένα , σύμφωνα με έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων τα ποινικά ελεγχόμενα πρόσωπα μπορεί να μην είχαν νόμιμα παραστατικά για το χρυσό, τους πολύτιμους λίθους, τα πολυτελή ρολόγια και τα πανάκριβα κοσμήματα που βρέθηκαν στην κατοχή τους, αυτό όμως δεν συνιστά λαθρεμπόριο χρυσού.
Έτσι, σχεδόν δύο χρόνια μετά τις συλλήψεις που διαφημίστηκαν ως εξάρθρωση ενός μεγάλου κυκλώματος λαθρεμπορίας χρυσού προς την Τουρκία, ολοκληρώθηκε και η συμπληρωματική ανάκριση.
Πριν από ένα χρόνο, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωάννης Πιέρρος είχε εισηγηθεί προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την πλήρη απαλλαγή του Ριχάρδου Μυλωνά και όλων των κατηγορουμένων από το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού και κατ’ επέκταση, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της εγκληματικής οργάνωσης.
Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν οφείλονταν δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, κάτι που και τότε, επιβεβαίωνε με έγγραφο της και η ΑΑΔΕ.
Όμως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είχε αντίθετη άποψη από τον εισαγγελέα. Εκτίμησε ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί λαθρεμπόριο χρυσού και πολύτιμων λίθων και με βούλευμα του, έδωσε εντολή για τη διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης προκειμένου να ελεγχθεί από τις αρμόδιες αρχές η αξία των κατασχεθέντων και να εκτιμηθούν οι απωλεσθέντες φόροι για το Δημόσιο.
Ετσι, ζητήθηκε από την ανακρίτρια να υπολογιστεί ξεχωριστά για τον κάθε κατηγορούμενο η αξία των κατασχεθέντων, με τον αντίστοιχο φόρο κι εν συνεχεία να συντάξει νέα κατηγορητήρια, με τα ακριβή ποσά της λαθρεμπορίας και να καλέσει σε συμπληρωματική απολογία τους κατηγορουμένους.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, η δικαστική λειτουργός απέστειλε παραγγελία στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ Δ/νση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβιάσεων «προκειμένου να διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος, με τη συνέργεια όπου απαιτείται του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο των κατασχεθέντων πολύτιμων αντικειμένων» κι εν συνεχεία, να εκτιμηθούν επακριβώς οι φόροι που χάθηκαν για το ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος πολυτελείας.
Στην απάντηση της η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων της ΑΑΔΕ επανέλαβε ό,τι και προ διετίας. Ότι δηλαδή δεν υφίσταται το αδίκημα της λαθρεμπορίας και πως το μοναδικό αδίκημα που μπορεί να διερευνηθεί είναι οι φορολογικές παραβάσεις. Για αυτές ωστόσο δήλωσε αναρμόδια για έλεγχο.
Μετά από αυτή την απάντηση οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν να υπογράψουν το πέρας της συμπληρωματικής ανάκρισης και η δικογραφία πλέον έχει χρεωθεί σε εισαγγελέα για τη νέα πρόταση του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών που θα εκδώσουν στη συνέχεια το βούλευμά τους .
Πέτρος Πανταζής συνήγορος Ριχάρδου:
“Σε συνέχεια της συμπληρωματικής ανάκρισης, που διέταξε το Δικαστικό Συμβούλιο Αθηνών, η ΑΑΔΕ επανέλαβε, προς την κα. Ανακρίτρια, αυτό ακριβώς που είχε από την αρχή επισημάνει: ότι η κατοχή χρυσού, εντός της Ελληνικής επικράτειας, όπως και η εξαγωγή αυτού, καθ΄οιονδήποτε τρόπο , δεν συνιστά “λαθρεμπορία”. Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν είναι δυνατόν να απωλέσει δασμούς, τέλη και λοιπές τελωνειακές επιβαρύνσεις, όπως εσφαλμένα κατηγορήθηκε ο εντολέας μου. Με βάση και τα νεώτερα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, θεωρούμε ότι είναι , νομικά, μονόδρομος η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου”.-
Ο συνήγορος υπεράσπισης βασικών κατηγορουμένων στην υπόθεση Μιχάλης Δημητρακόπουλος αναφέρει σε δήλωσή του:
“Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που διαπίστωσε λαθρεμπορία είναι προδήλως εσφαλμένο γιατί στηρίχθηκε σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου, την 531/1992, που δεν έχει πλέον εφαρμογή διότι από το 2001 και μετά ισχύει ο ελληνικός τελωνειακός κώδικας και ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας που κατήργησαν τις διατάξεις που εφάρμοσε η απόφαση του Αρείου Πάγου.”