Το πρωτόγνωρο συχνά αναγκάζει το (ατομικό ή συλλογικό) εγώ να καταφεύγει σε στρατηγικές αναδιάταξης των αντιληπτικών και ερμηνευτικών του ικανοτήτων. Πρόκειται για ψυχολογική διαδικασία και υπαρξιακή εμπειρία που εν μέρει αντιστοιχεί, πιστεύω, στην έννοια του «μαθηματικού υψηλού», όπως την ορίζει, επαναπροσδιορίζοντας ριζικά τη ρητορική πραγμάτευση του «υψηλού» από τον Λογγίνο, ο Καντ: το «μαθηματικό υψηλό», σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, είναι μία εμπειρία ταυτόχρονα ευχάριστη και δυσάρεστη που απορρέει από την αδυναμία του υποκειμένου να συλλάβει με τη φαντασία του υπερβολικά μεγέθη στη φύση και καταφεύγει στη λογική για να τα επεξεργασθεί.
Οχι σπάνια, ωστόσο, η αναμέτρηση με το απροσδόκητο καινοφανές ή με τα «μεγάλα μυστήρια» της ζωής (συμπεριλαμβανομένου και του καραδοκούντος θανάτου) πυροδοτούν ένα είδος παραδοξολογικής αμυντικής περιχαράκωσης του εγώ – που βιώνει υπέρμετρη ανασφάλεια – σε ιδέες και συναισθήματα που το ενισχύουν μέσω, ουσιαστικά, της ακύρωσης ακριβώς της λογικής του υπόστασης, καθώς επαγγέλλονται τη λυτρωτική περιχώρησή του προς κάτι που την υπερβαίνει.
Μιλώ βέβαια για τη θρησκευτική εμπειρία ή παρόμοιες υπερβατικές ιδεολογίες και κοσμοθεωρίες, που αποποιούνται τον φαινόμενο κόσμο χάριν μίας υποτιθέμενης πιο αληθινής πραγματικότητας.
Το είδος αυτό κοσμοθεωριών και αντίστοιχων συμπεριφορών, στις πιο ακραίες μορφές του, ο Μαξ Βέμπερ, ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το είχε ορίσει ως «άρνηση του κόσμου». Κανείς θα περίμενε ότι στην εποχή της γενικευμένης τεχνολογικής υπερανάπτυξης, δυόμισι λίγο-πολύ αιώνες μετά τον Διαφωτισμό, ενάμιση περίπου αιώνα μετά την αγγελία του υποτιθέμενου «θανάτου του Θεού» από τον Νίτσε, έναν αιώνα σχεδόν μετά την ανθρωπιστική και θετικιστική έκκληση του Σίγκμουντ Φρόυντ προς το ανθρώπινο είδος να απαλλαγεί από την «αυταπάτη», όπως την αποκαλεί, του θρησκευτικού βιώματος, τέτοιου είδους αντι-λογοκρατικές ή και «αρνησικοσμικές» ιδέες και συμπεριφορές θα είχαν σχεδόν εκλείψει. Η κατάσταση είναι, ωστόσο, εντελώς διαφορετική.
Η προσκόλληση σε παραδοσιακές δομές σύλληψης και ερμηνείας του κόσμου, δομές που, στο πλαίσιο του μεταδιαφωτιστικού κυρίως θετικισμού και ανθρωπισμού, έχουν ταυτισθεί με κατεξοχήν μεσαιωνικά κοσμοείδωλα, συνεχίζει να υφίσταται ακόμη και σε δήθεν άκρως κοσμικές κοινωνίες, όπως για παράδειγμα η αμερικανική. Το πολύ ενδιαφέρον από κοινωνιολογική και ανθρωπολογική άποψη είναι ότι την περίοδο αυτή που διανύουμε, εποχή πρωτοφανούς τεχνολογικής και επιστημονικής εξέλιξης, μία περίοδο δηλαδή που χαρακτηρίζεται, όπως αναλύω αλλού, από την «υπερβατικoποίηση της ψηφιοποιημένης οικονομίας» (transcendentalization of digital economy) και, αντίστοιχα, την ψηφιοποίηση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων και συνθηκών», οι «μεσαιωνικού» τύπου αυτές δομές σκέψεις ευδοκιμούν και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό μαζικές αντιδράσεις σε καινοφανή (για την παρούσα γενιά) φαινόμενα, με πιο επίκαιρο απτό παράδειγμα αυτό της άρνησης της πραγματικότητας της εν εξελίξει πανδημίας -στάση που και στην Ελλάδα όχι σπάνια καλλιεργείται από λειτουργούς της επίσημης θρησκευτικής τάξης.
Πώς εξηγείται, άραγε, μία τέτοια, σε πρώτη ματιά τουλάχιστον, «αντίφαση»; Πώς συμβιβάζεται η άκρα εκκοσμίκευση με τη διατήρηση ή και την ανάδυση νέων «μεσαιωνικών» σχημάτων σκέψης και τακτικών υπέρβασης της αδυναμίας (βλ. για παράδειγμα τον για δεκαετίες συρμό του «New Age») που πολλοί νιώθουν να συλλάβουν ή να κατανοήσουν διάφορες πραγματικότητες;
Πρόκειται για άκρως ενδιαφέρον και εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, το οποίο ορίζω ως «νεομεσαιωνικό μετακαπιταλισμό» και το οποίο στο σύντομο αυτό άρθρο δεν γίνεται παρά μόνον ακροθιγώς να το συζητήσω. Η μεταδιαφωτιστική λογοκρατία, τουλάχιστον στον «δυτικό» κόσμο, έχει εδώ και τουλάχιστον ενάμιση αιώνα πλήξει καίρια την ουσιοκρατία των κυρίαρχων θρησκευτικών παραδόσεων.
Το κενό αυτό έχει γίνει ακόμη εντονότερο τα τελευταία τριάντα χρόνια, καθώς η πληροφορική και υπόλοιπη τεχνολογική επανάσταση και η ψηφιοποιητική αναδιάταξη διαπροσωπικών και ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων έχει επιφέρει, ισχυρίζομαι, τεράστιες αλλαγές όχι μόνο σε επιμέρους τομείς (οικονομία, πολιτική, διασκέδαση, πολιτισμός κ.ά.) αλλά και στην ίδια την έννοια ή μάλλον την ίδια την υπόσταση της «πραγματικότητας».
Τις τελευταίες δεκαετίες το ερώτημα τι είναι και τι σημαίνει «πραγματικό» (και το αντίθετό του: «τι είναι φανταστικό ή πλαστό») έχει, εκ των πραγμάτων, επανατεθεί με τον επαναστατικότερο δυνατό τρόπο. Ο οξύμωρος – για τα κριτήρια του παραδοσιακού ανθρωπισμού – όρος «εικονική πραγματικότητα» είναι ενδεικτικός της επαναστατικότητας αυτής.
Αν σε θεωρητικό/φιλοσοφικό επίπεδο βρίσκουμε μία μνημειώδη διατύπωση και διερεύνηση συγκρίσιμου ερωτήματος ήδη στον Σοφιστή του Πλάτωνα – όπου η εικόνα αντιμετωπίζεται σαν κάτι που, αν και όντως δεν υφίσταται, εφόσον είναι διαφορετική από το εικονιζόμενο πράγμα, εν τούτοις, κατά κάποιον τρόπο, όντως υφίσταται -, σε «πραγματικό» και πρακτικό επίπεδο το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είχε λάβει σάρκα και οστά ποτέ πριν από την εποχή της ψηφιοποίησης και τη δημιουργία και χρήση στην καθημερινότητα, για παράδειγμα, των ολογραμμάτων.
Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτή είναι ότι τα όρια μεταξύ των κατηγοριών του πραγματικού, φανταστικού, δυνατού, υπερφυσικού και θαυματουργικού έχουν επαναχαραχθεί με τρόπο ριζοσπαστικό, αλλά και συγκρίσιμο με αντίστοιχες κατηγοριοποιήσεις θεωρούμενες ως χαρακτηριστικές της «μεσαιωνικής» σκέψης. Αν ο όρος «fake news» αναφέρεται σε ζητήματα πολιτικής αβεβαιότητας και σοφιστίας, αλλά ως ένα βαθμό και επιστημολογικής, η ψηφιοποίηση και η «εικονική πραγματικότητα» επιβάλλουν τον επαναπροσδιρισμό της ίδιας της οντολογικής υφής της πραγματικότητας αλλά και της υπαρξιακής σχέσης των ανθρώπων με αυτήν, που συχνά τη βιώνουν σήμερα σαν κάτι που τους υπερβαίνει, σαν μία υπέρβαση του ίδιου του απτά πραγματικού.
Και στην προσπάθειά τους να τη συλλάβουν, όχι σπάνια πέφτουν στα βάθη (καθ)αιρετικών, συχνά φανατικών, τακτικών άρνησης και υπέρβασής της.